Όλο και πιο καθαρά και από πολλές κατευθύνσεις έρχονται τα σημάδια ότι ότι η Ευρώπη μπαίνει σε πολεμικό κλίμα.
Η πρόεδρος της Κομισιόν Ούρσουλα φον ντερ Λάιεν προ εβδομάδων πρότεινε ενιαίο Ταμείο Εξοπλισμών στην Ε.Ε., λίγες ημέρες μετά ζήτησε να διοριστεί Επίτροπος Άμυνας ενώ την περασμένη εβδομάδα ο Γάλλος πρόεδρος Εμανουέλ Μακρόν άφησε ανοιχτό το ενδεχόμενο αποστολής ευρωπαϊκών στρατευμάτων στην Ουκρανία προκαλώντας πολλές και ποικίλες αντιδράσεις. Ο μεν Γερμανός Καγκελάριος Όλαφ Σολτς έσπευσε να διαφοροποιηθεί λέγοντας ότι το ΝΑΤΟ και η Ευρώπη δεν θα γίνουν μέρος του πολέμου, αλλά ο αρχηγός των ολλανδικών ενόπλων δυνάμεων Όνο Ειχενσχάιμ δήλωσε ότι δεν πρέπει να αποκλειστεί κανένα μέσο για την υπεράσπιση της Ουκρανίας.
Είναι σαφές ότι ο Μακρόν επιδιώκει να αναλάβει ηγετικό ρόλο στην Ε.Ε. αλλά και ότι εμφανίζεται ένας διχασμός, καθώς ύστερα από δύο χρόνια συγκρούσεων η ήττα της Ρωσίας που είχε τεθεί ρητά ως στόχος της Δύσης ή, σε κάθε περίπτωση, το τέλος του πολέμου με στρατιωτικά μέσα δεν φαίνονται στον ορίζοντα.
Επομένως, το πολιτικό δίλημμα για τις ευρωπαϊκές ηγεσίες ανάγεται στην επιλογή ανάμεσα στο να κάτσουν στο τραπέζι με τον Βλαντιμίρ Πούτιν ή να συνεχιστεί η σύρραξη και μάλιστα κλιμακούμενη.
Καταλύτης είναι βέβαια και η -καθόλου αμελητέα- πιθανότητα να νικήσει στις εκλογές του Νοεμβρίου στις ΗΠΑ o Ντόναλντ Τραμπ ο οποίος στην καλύτερη περίπτωση θα απαιτήσει από τους Ευρωπαίους να αυξήσουν τις αμυντικές δαπάνες, ενώ έχει ήδη δηλώσει ότι εάν ένα μέλος του ΝΑΤΟ δεν πληρώνει τις υποχρεώσεις του, δεν θα πρέπει να υποστηρίζεται από τους συμμάχους του.
Οι παγκόσμιες αμυντικές δαπάνες ανήλθαν πέρυσι στο ύψος ρεκόρ των 2,2 τρις δολαρίων, ενώ στην Ευρώπη έφτασαν στα 388 δισ. δολάρια, επίπεδα που δεν έχουν παρατηρηθεί από την εποχή του ψυχρού πολέμου, σύμφωνα με στοιχεία του Διεθνούς Ινστιτούτου Στρατηγικών Μελετών που δημοσίευσαν οι Financial Times.
Οι δε Ευρωπαίοι ηγέτες έχουν αποφασίσει να αφήσουν εκτός περιορισμών για τα κρατικά ελλείμματα τις αμυντικές δαπάνες.
Είναι ξεκάθαρο ότι η Ε.Ε. οδεύει προς αύξηση των εξοπλισμών και μάλιστα από ένα κοινό ταμείο, ώστε να ενισχυθούν και να ενοποιηθούν (μέσω εξαγορών και συγχωνεύσεων) οι ευρωπαϊκές πολεμικές βιομηχανίες οι οποίες σήμερα δεν προλαβαίνουν να φτιάχνουν σφαίρες, βλήματα, πυραύλους, ερπύστριες και κάθε λογής όπλα, έχουν ήδη ανοιχτές παραγγελίες δεκάδων δισεκατομμυρίων ευρώ και βλέπουν τις τιμές των μετοχών τους να καλπάζουν στο χρηματιστήριο.
Με άλλα λόγια η Ε.Ε. προ του υπαρξιακού κινδύνου που επιφέρει η παγκόσμια δίνη την οποία προκαλεί ο πόλεμος στην Ουκρανία και η κόντρα των ΗΠΑ με την Κίνα (υποσύνολο της οποίας είναι η «σύγκρουση δι αντιπροσώπου» με τη Ρωσία) μετατρέπεται σε πολεμική οικονομία.
Προτεραιότητα γίνονται πλέον η άμυνα και οι εξοπλισμοί με κρατικές ενισχύσεις και περισσότερους φόρους για τους πολλούς.
Σε μια πολεμική οικονομία προέχει η αντιμετώπιση του εχθρού, ενώ οτιδήποτε άλλο, από την κλιματική αλλαγή, μέχρι τα κοινωνικά και πολιτικά δικαιώματα μπαίνουν σε δεύτερο πλάνο.
Η ειρωνεία της Ιστορίας είναι ότι ενώ η πανδημία έδειξε τις δυνατότητες που έχει η Ε.Ε. να αντιμετωπίσει γρήγορα και αποτελεσματικά κρίσεις, εφόσον λειτουργήσει αποφασιστικά και συντεταγμένα, η πρόεδρος της Κομισιόν επικαλέστηκε το παράδειγμα της κοινής προμήθειας εμβολίων για τον κορωνοϊό καθώς και το Ταμείο Ανάκαμψης ως υπόδειγμα για Κοινό Ταμείο… Εξοπλισμών!
Αντί δηλαδή το μάθημα της πανδημίας να είναι ότι η Ευρώπη μπορεί να ενώσει δυνάμεις και να κινητοποιήσει κρατικούς πόρους για να προστατεύσει την Υγεία, το βιοτικό επίπεδο και την ευημερία των ανθρώπων, ενισχύονται οι δυνάμεις της καταστροφής.
Είναι αλήθεια βέβαια ότι στην κατάσταση αυτή οδηγούν οι ιστορικές εξελίξεις και ότι η Ευρώπη δεν θα μπορούσε να μείνει απαθής απέναντι στους υπαρκτούς αμυντικούς κινδύνους. Αναδεικνύεται, όμως, και η πολιτική ανεπάρκεια των ηγεσιών, οι οποίες δεν κατάφεραν να αναδείξουν την Ευρώπη σε ουσιαστικό πόλο με δυνατότητα παρέμβασης, επιρροής και αποτροπής απέναντι στις ΗΠΑ και την Κίνα, ώστε να οδηγήσει τα πράγματα σε διαφορετική κατεύθυνση.
Πολιτικά, οι εξελίξεις σηματοδοτούν εμβληματική ήττα των ανθρωπιστικών ιδεών για την προώθηση της Ειρήνης και της βιώσιμης οικονομικής ανάπτυξης, αλλά και των σοσιαλιστικών ιδεών για μείωση των ανισοτήτων, κοινωνική και πολιτιστική ευημερία.
Οι ιδέες αυτές καταπνίγονται από το θόρυβο και το φόβο του πολέμου, ενώ οι πολιτικοί φορείς των Σοσιαλιστών και της Κεντροαριστεράς, που ιστορικά υποτίθεται ότι τις υπηρετούν, είναι «στα γόνατα» σε όλη την Ευρώπη και παρακολουθούν άφωνοι την επέλαση της Ακροδεξιάς.
Είναι ανατριχιαστικές οι αναλογίες και οι ομοιότητες με τις περιόδους πριν τον πρώτο και δεύτερο παγκόσμιο πόλεμο.