Η διαρκής κρίση που σοβεί στον ΣΥΡΙΖΑ έχει επικεντρωθεί στο πρόσωπο του ηγέτη, αλλά παραγνωρίζεται έτσι το θέμα της πολιτικής ταυτότητας, το οποίο είναι καθοριστικό και συνδέεται με την στρατηγική αμηχανία στην οποία βρίσκεται ο χώρος της Αριστεράς αλλά και της Κεντροαριστεράς.
Το φαινόμενο δεν είναι μόνο ελληνικό, το βλέπουμε να εξελίσσεται τις τελευταίες τρεις δεκαετίες σε πολλές ευρωπαϊκές χώρες, όπου τα παραδοσιακά σοσιαλδημοκρατικά κόμματα, τα οποία εναλλάσσονταν μεταπολεμικά στην εξουσία με τα συντηρητικά, αποδυναμώθηκαν σταδιακά. Η τάση αυτή εμφανίστηκε από τη στιγμή που και οι σοσιαλδημοκράτες υιοθέτησαν το δόγμα των ιδιωτικοποιήσεων, της κατάργησης εργασιακών δικαιωμάτων («ελαστικοποίηση» της εργασίας) και το πλήρες άνοιγμα των εθνικών αγορών σε πολυεθνικές επιχειρήσεις και διεθνή επενδυτικά κεφάλαια. Η παγκοσμιοποιημένη αγορά μείωσε τις επιλογές των κυβερνήσεων, τους αφαίρεσε εξουσία (κυρίως στην οικονομία) και περιόρισε -αν δεν κατάργησε τελείως- τη δυνατότητα αναδιανομής εισοδημάτων με βασικό εργαλείο το Κράτος, που ήταν το βασικό δόγμα των σοσιαλιστικών και αριστερών κομμάτων.
Η χρηματοπιστωτική κρίση επιτάχυνε τις εξελίξεις και στην Ελλάδα, όπου τις ζήσαμε πολύ έντονα και χρονικά συμπιεσμένες με τα μνημόνια που σάρωσαν εισοδήματα, επιχειρήσεις αλλά και το πολιτικό σκηνικό. Η λιτότητα έχει γίνει μόνιμη παρότι υποτίθεται ότι η οικονομία τώρα «πάει καλά».
Και τούτο παρά το γεγονός ότι στην κρίση της πανδημίας και της ενέργειας οι πολιτικές άλλαξαν και οι κυβερνήσεις πήγαν στο άλλο άκρο χρησιμοποιώντας κατά κόρον το Κράτος και ρίχνοντας «ωκεανούς» δημόσιου χρήματος στην αγορά για να διασώσουν εταιρείες και να συντηρήσουν τον πληθυσμό.
Η ύβρις, μάλιστα, προς τη χώρα μας είναι ότι οι πολιτικές της πανδημίας υιοθετήθηκαν και επειδή η Ε.Ε. «έμαθε από τα λάθη που έγιναν με τα μνημόνια στην Ελλάδα», όπως δήλωσαν ανοιχτά ορισμένοι αξιωματούχοι, χωρίς βέβαια ουδείς να συζητήσει περαιτέρω το θέμα ή να αποδοθεί έστω και εκ των υστέρων κάποιου είδους δικαίωση και αποζημιώσεις για την καταστροφή που έγινε.
Η πολιτική βέβαια δεν έχει να κάνει με το Δίκαιο, αλλά με τους συσχετισμούς και η Αριστερά διεθνώς δεν κατάφερε να παρουσιάσει νέο όραμα και ένα νέο πολιτικό σχέδιο για την αναδιανομή εισοδήματος και την κοινωνική δικαιοσύνη.
Η πανδημία θα μπορούσε να έχει γίνει μια πολιτική ευκαιρία για να συζητηθεί ένας νέος ρόλος του Κράτους στην οικονομία, την Υγεία και την ευημερία των πολιτών, αλλά -κατά τραγική «σύμπτωση»- ακολούθησε αμέσως μετά ο Πόλεμος που έφερε στο προσκήνιο άλλα θέματα, άλλους φόβους, άλλες προτεραιότητες. Στην ημερήσια διάταξη δεν μπήκαν οι κρατικές δαπάνες για την ευημερία των ανθρώπων, αλλά εκείνες για όπλα και εξοπλισμούς.
Υπό τις συνθήκες αυτές οι πολιτικές δυνάμεις της Αριστεράς βρίσκονται σε στρατηγική πολιτική αμηχανία, η οποία εξηγεί σε σημαντικό βαθμό και τους λόγους για τους οποίους η αμφισβήτηση των πολιτών διοχετεύεται σε μεγάλο βαθμό στην Ακροδεξιά, η οποία εκμεταλλεύεται τη δυσαρέσκεια αμφισβητώντας και εστιάζοντας γενικώς και αορίστως στα θέματα ταυτότητας και ασφάλειας, χωρίς όμως να θίγει το οικονομικό status quo.
Στην Ελλάδα το φαινόμενο δεν έχει πάρει -ακόμα τουλάχιστον- διαστάσεις, αλλά το κρας τεστ θα γίνει στις ευρωεκλογές.
Η κυρίαρχη πολιτική δύναμη είναι ο Κυριάκος Μητσοτάκης, ο οποίος είναι εναρμονισμένος με την διεθνή οικονομία και την αγορά. Οι πολίτες τον επιδοκιμάζουν στις δημοσκοπήσεις σε σχέση με τους άλλους πολιτικούς αρχηγούς, παρότι ταυτόχρονα εκφράζουν ανασφάλεια ή άρνηση για επιμέρους ζητήματα κυρίως στην οικονομία, αλλά και στην εγκληματικότητα, ενώ εμφανίζεται διχασμός σε θέματα όπως τα ιδιωτικά ΑΕΙ και ο γάμος των ομόφυλων ζευγαριών. Η εικόνα αυτή ενδεχομένως προοιωνίζεται εκλογικές διαρροές της Ν.Δ. προς τα δεξιά.
Το ΠΑΣΟΚ μετά την μνημονιακή κατάρρευση ανακάμπτει, όχι θεαματικά, αλλά δημοσκοπικά έχει ξεπεράσει τον ΣΥΡΙΖΑ και ο στόχος του είναι να επιβεβαιώσει τη δεύτερη θέση στις ευρωεκλογές. Το ΠΑΣΟΚ δεν ευαγγελίζεται ανατροπές, αλλά συστηματικά καταθέτει προτάσεις οι οποίες εμπνέονται από ρυθμίσεις σε άλλες ευρωπαϊκές χώρες, με στόχο να σηματοδοτήσει το εφικτό και το εφαρμόσιμο και να επιδείξει συνοχή την ώρα που ο ΣΥΡΙΖΑ κλονίζεται.
Ο ΣΥΡΙΖΑ δημοσκοπικά υποχωρεί, όχι μόνο προς όφελος του ΠΑΣΟΚ από το οποίο κινδυνεύει να υποσκελιστεί, αλλά προφανώς και λόγω της ανόδου του ΚΚΕ, το οποίο εμφανίζεται ενισχυμένο το τελευταίο διάστημα, παρόλο που ρητά απεκδύεται κάθε προοπτική εξουσίας και δηλώνει αφοσιωμένο αποκλειστικά στην υπεράσπιση των δικαιωμάτων των απλών ανθρώπων επί του κοινωνικού πεδίου.
Με αυτά τα δεδομένα η δίνη στην οποία βρίσκεται ο ΣΥΡΙΖΑ δεν αντανακλά μόνο τα προβλήματα ηγεσίας και οργάνωσης, ούτε μόνο την απουσία διακριτής πολιτικής ταυτότητας και πολιτικού σχεδίου.
Αναδεικνύεται ευρύτερα το μεγάλο ερώτημα εάν και με ποιο τρόπο ένα αριστερό ή οποιοδήποτε άλλο κόμμα μπορεί να αμφισβητήσει το οικονομικό status quo προς όφελος των απλών ανθρώπων και ταυτόχρονα να αναπτύξει κυβερνητική προοπτική.
Διότι εάν πρόκειται για απλή εναλλαγή στην εξουσία, αυτό το κάνουν πολύ αποτελεσματικότερα άλλοι.