Παρακολουθώντας συστηματικά τη δίκη Λιγνάδη από τις δημοσιεύσεις του οικείου παρατηρητηρίου (LignadisTrialWatch), έχω καταλήξει σε ένα ουσιώδες συμπέρασμα: Καλό θα ήταν να πάψουμε να ασχολούμαστε με τον κ. Κούγια και να επικεντρωθούμε στον κ. Λιγνάδη και στις κατηγορίες που τον βαραίνουν. Ο Λιγνάδης δικάζεται – όχι ο Κούγιας. Εκείνος φέρεται να είναι υπεύθυνος για παιδεραστία και για βιασμούς σε βάρος νεαρών ευάλωτων αγοριών, και όχι ο λαλίστατος συνήγορός του.
Το γεγονός ότι ο Κούγιας εμφανίζεται ως ο πρωταγωνιστής της υπόθεσης είναι οξύμωρο, αλλά όχι και ανεξήγητο. Πρόκειται για την υπερασπιστική τακτική πoυ έχουν από κοινού επιλέξει. Ο Λιγνάδης δεν μιλάει, δεν κάνει δηλώσεις, ούτε ερωτήσεις στους μάρτυρες. Μένει συνειδητά στη σκιά. Στο προσκήνιο βρίσκεται μόνο ο Κούγιας, είτε στην αίθουσα του δικαστηρίου, είτε στο προαύλιο, είτε στις τηλεοπτικές εκπομπές. Μιλώντας για τους πάντες και τα πάντα, εκφέροντας συστηματικά λόγο κακοποιητικό, ομοφοβικό, ρατσιστικό – και συχνά εμφανώς ταξικό. Μιλώντας για όλα εκτός από την ουσία των κατηγοριών, εκτός από τα πραγματικά παραστατικά. Για τους μηνυτές, αλλά ποτέ για τον μηνυόμενο. Είναι εμφανής η προσπάθειά του να δημιουργήσει ένα πέπλο αμφιβολιών στους ενόρκους και στους δικαστές γύρω από τα γεγονότα στα οποία συμμετείχε ο Λιγνάδης επαναλαμβάνοντας στερεοτυπικά τις θεωρίες του περί σκευωρίας, κυρίως όμως να εξαφανίσει από το κάδρο τον ίδιο τον Λιγνάδη.
Εκ πρώτης όψεως η υπερασπιστική αυτή επιλογή- ασχέτως του βόρβορου που προσπαθεί μεθοδικά να αναδείξει- θα μπορούσε να έχει κάποιες πιθανότητες επιτυχίας, αν δεν είχε ένα αδύναμο σημείο: Ότι σ’ αυτόν το βόρβορο στον οποίο υποτίθεται ότι είναι βουτηγμένοι οι μάρτυρες κατηγορίας, θέλοντας και μη εμπλέκεται και ο Λιγνάδης – σε ρόλο πρωταγωνιστικό. Παρά την αξιοπρόσεκτη επιδεξιότητα με την οποία ο συνήγορος προσπαθεί να ενοχοποιήσει μονομερώς τους μηνυτές και τους μάρτυρες αποσιωπώντας τη συμμετοχή του πελάτη του, τελικά η σφοδρότητα του ομοφοβικού λόγου και οι αηδιαστικές εικόνες που συνεχώς προσπαθεί να δημιουργήσει για να απαξιώσει την αξιοπιστία τους, πλημυρίζουν την αίθουσα και επιστρέφουν ορμητικά στο εδώλιο του κατηγορουμένου.
Αν και μη ειδικός περί τα δικονομικά, θα επιχειρήσω να εκφράσω το αδιέξοδο με όρους νομικούς: Ο Κούγιας, ως ποινικολόγος που ειδικεύεται στην υπεράσπιση προσώπων τα οποία αντιμετωπίζουν βαριές κατηγορίες που αφήνουν ισχυρό αποτύπωμα στην κοινή γνώμη, κόπτεται συνήθως για το «τεκμήριο της αθωότητας του κατηγορουμένου». Στην προκειμένη περίπτωση, όμως, καταπατά απροκάλυπτα το (επιτρέψτε μου τον νεολογισμό) «τεκμήριο αθωότητας του μάρτυρα». Μόνο που όσο πιο πολύ ακολουθεί αυτή την τακτική, αποδυναμώνει ταυτοχρόνως το τεκμήριο αθωότητας του πελάτη του και τον συμπαρασύρει στην αποτρόπαιη εικόνα την οποία εμμονικά έχει φιλοτεχνήσει.
Αλλά όπως εύστοχα έχει παρατηρήσει σε παλαιότερη συνέντευξή του στο Lifo o τραγουδοποιός Φοίβος Δεληβοριάς, «αυτά που λέει ο κάθε δικηγόρος είναι αυτά που πιστεύει ο πελάτης του, δηλαδή αυτά που είπε χτες ο κύριος Κούγιας είναι οι απόψεις του κ. Λιγνάδη».
Το ερώτημα είναι για ποιο λόγο ο Λιγνάδης, κρυπτόμενος πίσω από την πληθωρική προσωπικότητα και την κραυγαλέα ρητορική του συνηγόρου του, συναινεί όλο αυτό το διάστημα σε έναν λόγο που πρωτίστως αφορά και στιγματίζει τη δική του προσωπικότητα. Από όσα έχω αντιληφθεί, ο Λιγνάδης αποδέχεται τις ομοφυλοφιλικές του επιλογές, αφήνοντας ενίοτε να υπονοηθεί ότι μπορεί και να είναι αμφισεξουαλικός. Για κάθε πολίτη ο οποίος πιστεύει στις αρχές του κράτους δικαίου, αυτά δεν αποτελούν αιτίες για εις βάρος του ψόγο. Ο μόνος σ’ αυτή την υπόθεση που επαναφέρει τις σεξουαλικές προτιμήσεις του Λιγνάδη ως στοιχείο βαριά ενοχοποιητικό, δεν είναι άλλος παρά ο ίδιος του ο συνήγορος! Οπότε το ερώτημα παραμένει. Πώς γίνεται ο Λιγνάδης να δέχεται σε καθημερινή βάση να υφίσταται αυτόν τον ενοχοποιητικό εις βάρος του λόγο.
Σε κάθε περίπτωση το πρόβλημα δεν είναι οι σεξουαλικές προτιμήσεις του Λιγνάδη αλλά οι κακοποιητικές συμπεριφορές του οι οποίες, σύμφωνα με τις κατηγορίες που του αποδίδονται, υπήρξαν διαχρονικές, συστηματικές και επαναλαμβανόμενες. Όπως λένε οι ειδικοί, ο βιασμός δεν έχει την παραμικρή σχέση με τη σεξουαλικότητα, έχει σχέση αποκλειστικά με την άσκηση -και την κατάχρηση- εξουσίας πάνω σ’ ένα άλλο πλάσμα. Ο Λιγνάδης ουδόλως ενδιαφέρεται για τα δικαιώματα των ομοφυλοφίλων, αυτό που τον ενδιαφέρει είναι η εξουσία. Από ένα σημείο και μετά αντελήφθη, με τον σκληρό τρόπο, ότι για να διατηρήσει την εξουσία του πρέπει πρωτίστως να αθωωθεί. Μπροστά σ’ αυτή την προτεραιότητα είναι διατεθειμένος να καταβάλει οποιοδήποτε τίμημα, ακόμα και τον δημόσιο (αυτο)διασυρμό του από τη ρητορική του Κούγια.
Είναι άλλωστε γνωστό άλλωστε ότι κάποιοι επιλέγουν συνηγόρους τύπου Κούγια όχι να πείσουν την κοινωνία ότι είναι αθώοι. Μάλλον το αντίθετο συμβαίνει. Πηγαίνουν σε μια απέλπιδα προσπάθεια να αθωωθούν, ακόμα και όταν με την επιλογή συνηγόρου έχουν προκαταβολικά υποδηλώσει την ενοχή τους. Και δεν πρόκειται φυσικά για την υποτιθέμενη κατηγορία της ομοφυλοφιλίας, αλλά γι’ αυτά που προσπαθεί να κρύψει πίσω της ο Κούγιας: τις κατηγορίες για τα ειδεχθή εγκλήματα της παιδεραστίας και των βιασμών.
Όμως, θυμηθείτε με: όσο πιο πολύ επικεντρωθούν η δίκη και η δημόσια συζήτηση στις πράξεις του Λιγνάδη και όχι στα λόγια του Κούγια, τόσο η απόσταση ανάμεσα στα πραγματικά γεγονότα και στην ετυμηγορία των δικαστών θα μηδενίζεται. Είναι τόσο απλό, αν και δεν είναι πάντα τόσο εύκολο.
Σημείωση: Σημαντικό μέρος των προβληματισμών που εκτίθενται παραπάνω έχει αντληθεί από την εξαιρετικά ενδιαφέρουσα δημόσια συζήτηση που πραγματοποιήθηκε από το Παρατηρητήριο της Δίκης Λιγνάδη στις 13 Μαΐου 2022 στο Ρομάντσο, με ομιλητές τη Μαρία Λούκα, τον Κωστή Παπαϊωάννου, τη Ναταλί Χατζηαντωνίου, την Κλειώ Παπαπαντολέων, τη Μύριαμ Πατρού και την Κωνσταντίνα Μαλτεπιώτη.
Reporters United: Ποιοί Έλληνες θησαυρίζουν από το ρωσικό πετρέλαιο
Βρετανία: Επιβεβαιώνεται η μονομερής αναστολή τμημάτων του Πρωτόκολλου της Β. Ιρλανδίας