Πήρε μεγάλη δημοσιότητα και προκάλεσε πολιτικό ενδιαφέρον η συζήτηση ανάμεσα στον Διονύση Τεμπονέρα από τον ΣΥΡΙΖΑ, τον Μανώλη Χριστοδουλάκη από το ΠΑΣΟΚ και την Έφη Αχτσιόγλου από την Νέα Αριστερά, που πραγματοποιήθηκε υπό την αιγίδα της Εφημερίδας των Συντακτών την περασμένη εβδομάδα.
Παρότι επί της ουσίας το θέμα ήταν το μέλλον της Κεντροαριστεράς, ο τίτλος της συζήτησης ήταν «Απέναντι στην κυριαρχία Μητσοτάκη ποιος»; γεγονός που μπορεί να χαρακτηριστεί επικοινωνιακό αυτογκόλ. Και τούτο διότι το μήνυμα σηματοδοτεί ότι οι συμμετέχοντες όχι μόνο αποδέχονται και υιοθετούν την «κυριαρχία Μητσοτάκη» ως πολιτική πραγματικότητα, αλλά και ετεροπροσδιορίζονται ως προς αυτήν, αντί να σηματοδοτήσουν ένα νέο αφήγημα, μια προοπτική, παρότι επί της ουσίας η συζήτηση εκεί επικεντρώθηκε.
Οι συμμετοχές στην εκδήλωση, πάντως, έδειξαν ότι μάλλον υπάρχει πολιτικό και κοινωνικό ενδιαφέρον για συνεργασίες από το Κέντρο μέχρι την Αριστερά και ότι κάτι τέτοιο ίσως είναι ο μόνος δρόμος προς την εξουσία για τα κόμματα του χώρου. Εάν δεν κατορθώσουν να διαμορφώσουν ένα εναλλακτικό φορέα εξουσίας, ο χώρος κινδυνεύει να κατακερματιστεί σε μικρούς σχηματισμούς γύρω από ένα κυρίαρχο κόμμα στο χώρο της Κεντροδεξιάς. Ή να αφήσουν χώρο για νέο πόλο εξουσίας στα δεξιά ενός -ακόμα πιο- κεντρώου Μητσοτάκη.
Είναι γεγονός, πάντως, ότι πολλοί στην Αριστερά έχουν την τάση να απορρίπτουν τα σύγχρονα εργαλεία της επικοινωνίας και κάνουν λόγο για «προπαγάνδα», «μεταπολιτική» και «μεσσιανισμό».
Στην πραγματικότητα, όμως, ένας πολιτικός σχηματισμός δεν μπορεί να πετύχει τους στόχους του εάν δεν «διαβάσει» τις ανάγκες, τις αξίες και τις επιθυμίες των πολιτών, ώστε να διαμορφώσει ανάλογα την στρατηγική του και το μήνυμα που θα εκπέμψει. Δεν γίνεται πολιτική χωρίς στρατηγική και επικοινωνία, ειδικά στο σημερινό κόσμο όπου ο θόρυβος και τα fake news θολώνουν τα νερά.
Άλλωστε, ένα βασικό εργαλείο της πολιτικής κυριαρχίας του Κυριάκου Μητσοτάκη είναι η επικοινωνία και η υπεροπλία στα media.
Πέραν αυτού, όμως, είναι φανερό ότι ο πολιτικός σχεδιασμός του τελευταίου ενσωματώνει αργά και σταθερά στοιχεία από το Κέντρο και την Κεντροαριστερά, τόσο σε επίπεδο ρητορικής, όσο και πολιτικής πρακτικής. Στα οικονομικά αιτήματα ο Κυριάκος Μητσοτάκης απαντά «σας ακούμε και κάνουμε ό,τι μπορούμε» και προβάλλει τους περιορισμούς του προϋπολογισμού αλλά και της Ευρώπης. Στις ομιλίες του, ακόμα και σε προπύργια της αγοράς και του ελεύθερου ανταγωνισμού όπως ο ΣΕΒ και ο Economist κάνει λόγο για ανισότητες, κοινωνική μέριμνα, ακόμα και για «(…) κοινωνικές δυσαρέσκειες από τις οποίες τρέφονται οι λαϊκιστές [που] είναι πραγματικές, και πρέπει να αντιμετωπιστούν». Στο θέμα των δικαιωμάτων πρωτοστατεί στα θέματα έμφυλης βίας, ενώ μόλις η εμφάνιση του Στέφανου Κασσελάκη έδειξε ότι τα θέματα της κοινότητας ΛΟΑΤΚΙ επιδοκιμάζονται και στην κάλπη (προς το παρόν εκείνη που στήθηκε στο ΣΥΡΙΖΑ) έσπευσε να προωθήσει το νομοσχέδιο για τον γάμο των ομόφυλων ζευγαριών. Είναι προφανές ότι ο Μητσοτάκης «παίζει μπάλα» σε παραδοσιακά ιδεολογικά και κοινωνικά γήπεδα της Κεντροαριστεράς και της Αριστεράς και κερδίζει έδαφος.
Ασφαλώς, η ρητορική μπορεί να έχει αποστάσεις από την πολιτική πράξη ενώ στην πραγματικότητα η οικονομική πίεση στα πιο αδύναμα κοινωνικά στρώματα και οι ανισότητες αυξάνονται αντί να μειώνονται. Είναι, άλλωστε, διεθνές το φαινόμενο, όχι μόνο ελληνικό.
Επιπλέον, ο λεγόμενος «δικαιωματισμός» δεν αφορά κοινωνικά δικαιώματα, ίσως και να τα «σκεπάζει» πολιτικά. Ο καθένας μπορεί -και ορθά- να εκφράζει απολύτως ελεύθερα τον ερωτικό προσανατολισμό του και να ρυθμίσει ανάλογα τη ζωή του, αλλά… ούτε λόγος για το δικαίωμα να ζητήσει αύξηση μισθού για να καλύψει την ακρίβεια ή μια καλή σύνταξη ή το δικαίωμα σε μια σταθερή και ασφαλή δουλειά.
Υπό τις σημερινές συνθήκες, ύστερα από δύο χρόνια πολέμου, ακρίβειας και απώλειας εισοδήματος -κυρίως των εργαζομένων- η οικονομία και το βιοτικό επίπεδο των ανθρώπων θα έπρεπε να είναι στο επίκεντρο της πολιτικής.
Εκεί είναι το έδαφος στο οποίο ενδεχομένως μπορούν να διαμορφωθούν συνεννοήσεις, συναινέσεις και στρατηγική για να υπάρξει πολιτικό αποτέλεσμα. Αν δούμε και τους εκλογικούς αριθμούς, για να υπάρξει αποτέλεσμα στη συζήτηση θα έπρεπε να συμμετέχουν όλα τα κόμματα του χώρου, από το ΚΚΕ και το ΜέΡΑ25 μέχρι την Πλεύση Ελευθερίας, υπερβαίνοντας αγκυλώσεις και διαφωνίες.
Αλλιώς, η συζήτηση θα περιορίζεται εκ των πραγμάτων σε θέματα ηγεσίας, που, κακά τα ψέματα, αποτέλεσαν τη βασική αιτία για τη διάσπαση του ΣΥΡΙΖΑ μετά την εκλογή Κασσελάκη και -όσο κι αν δεν ομολογείται- προαπαιτούμενο των συζητήσεων που γίνονται τώρα, αλλά δεν είναι τα πρόσωπα το «κλειδί» για την ανατροπή των συσχετισμών.
Προβλήματα των αγροτών σήμερα, διατροφικός εφιάλτης αύριο
Αριστερά, κεντροαριστερά και οικονομία