Μία φορά και ένα καιρό υπήρχε η Μεγάλη Βρετανία. Αποικιοκρατική δύναμη όπου τον 190 αιώνα «δεν έδυε ο ήλιος». Σταδιακά είχε κυριαρχήσει απόλυτα απέναντι στις άλλες αποικιοκρατικές δυνάμεις του 17ου και 18ου αιώνα (Ισπανία, Πορτογαλία, Ολλανδία, Γαλλία).
Την περίοδο του «επίσημου ιμπεριαλισμού», 1880-1910, νέες βιομηχανικές δυνάμεις διεκδίκησαν μέρος της ισχύς της Βρετανίας. Η Γερμανία, η Ιταλία, η Ιαπωνία, το Βέλγιο. Το διακύβευμα ήταν ο διαμελισμός της Αφρικής, οι υπό διάλυση αυτοκρατορίες, η Οθωμανική και η Αυστρο-Ουγγρική και οι ευρύτερες αναδιατάξεις στην Κεντρική και Ανατολική Ασία, μαζί και την Κίνα. Εντούτοις η πραγματική ανερχόμενη δύναμη ήταν οι ΗΠΑ, μία δύναμη που ελάχιστη σχέση είχε με την αποικιοκρατία και τον ιμπεριαλισμό. Η πρωταρχική μέριμνα ήταν η εσωτερική επέκταση δυτικά και η ενοποίηση μετά τον αμερικανικό εμφύλιο πόλεμο. Ακολούθησε η σταδιακή απόκτηση επιρροής στη Λατινική Αμερική και περιοχές του Ειρηνικού.
Η Ευρώπη ενεπλάκη σε δύο καταστροφικούς παγκοσμίους πολέμους, εν πολλοίς «αυτοκαταστροφικούς». Αυτό αποδυνάμωσε και το σύνολο σχεδόν των παραδοσιακών «μεγάλων δυνάμεων» Η καθολική νίκη των αμερικανών διαμόρφωσε έκτοτε ένα μονοπολικό Δυτικό κόσμο, υπό την αμερικανική ηγεμονία. Η αμερικανική επιρροή επεκτάθηκε σχεδόν παντού υπό το βάρος της διπολικής αντιπαράθεσης του Ψυχρού Πολέμου.
Η Μεγάλη Βρετανία στη δεκαετία του 1950 έχασε το σύνολο των αποικιών της. Ταυτόχρονα έμεινε ουραγός στην μεταπολεμική ανοικοδόμηση. Με έναν ενδημικό αντιευρωπαϊσμό, και θιασώτης της «ειδικής σχέσης» με τις ΗΠΑ, σύρθηκε από τις ΗΠΑ στο Σχέδιο Μάρσαλ. Σε αντάλλαγμα απαίτησε και έλαβε περισσότερους πόρους από την Γερμανία και την Γαλλία. Παράλληλα διατήρησε αποστάσεις απέναντι στις διαδικασίες οικονομικής ενοποίησης ολοκληρώθηκαν με την ίδρυση της ΕΟΚ το 1958. Στην ΕΟΚ των έξι, πρωτοστατούσαν οι τρεις μεγάλες ευρωπαϊκές οικονομίες (Γερμανία, Γαλλία, Ιταλία). Η Βρετανία επέλεξε να ηγηθεί μίας άλλης οικονομικής ενοποίησης ως αντίβαρο στην ΕΟΚ. Έτσι προχώρησε στην ίδρυση της EFTA το 1960 μαζί με άλλες έξι περιφερειακές ευρωπαϊκές χώρες (Σουηδία, Νορβηγία, Δανία, Αυστρία, Ελβετία, Πορτογαλία).
Η ΕΟΚ κυριάρχησε κατά κράτος. Το 1973, η Βρετανία εγκατέλειψε την EFTA και εντάχθηκε στην ΕΟΚ κατά την πρώτη διεύρυνση της μαζί με τη Δανία και την Ιρλανδία. Ακολούθησε η δεύτερη διεύρυνση λίγο αργότερα με τις τρεις μεσογειακές χώρες (Ελλάδα, Ισπανία, Πορτογαλία). Οι τύχες της οικονομίας της Βρετανίας άλλαξαν προς το καλύτερο. Από το 1953 μέχρι το 1973, την περίφημη «χρυσή εικοσαετία», η Βρετανία αναπτύσσονταν μεν, αλλά υστερούσε έναντι της εκρηκτικής ανάπτυξης των μεγάλων ευρωπαϊκών οικονομιών. Αντίθετα, από το 1980 μέχρι το 2010, οι επιδόσεις ευθυγραμμίστηκαν, με εξαίρεση κάποιες χρονιές ιδιαίτερων κρίσεων στη Βρετανία (1979, 1992).
Η ΕΕ έκανε ένα ακόμα βήμα με τη δημιουργία του κοινού νομίσματος το 2002. Περίπου την ίδια περίοδο και λίγο πριν από την κρίση του 2008, διαμορφώθηκε για πρώτη φορά ένα διακριτό ρεύμα περί «εξόδου της Βρετανίας από την Ευρώπη». Ξεκίνησε ως ένα τυπικό περιθωριακό Ακροδεξιό κόμμα. Αυτό είχε ιδρυθεί το 1993 με μία κλασική αντιμεταναστευτική, αντιευρωπαϊκή, και εθνικιστική (αγγλοκεντρική και όχι βρετανική) ατζέντα. Το 2004 έκανε αισθητή την παρουσία του στις ευρωεκλογές με ένα 15%. Αμέσως μετά, με την ανάληψη της ηγεσίας από τον Φάραντζ, αύξησε την επιρροή του και αναδείχθηκε πρώτο κόμμα στις ευρωεκλογές του 2014 με 27%. Μετά τη νίκη στο δημοψήφισμα του Brexit το 2016 το κόμμα αυτό πρακτικά διαλύθηκε και εξαφανίστηκε.
Τον πολιτικό αυτό χώρο τον απορρόφησε το νέο μεταλλαγμένο Συντηρητικό κόμμα. Ήδη πριν από το δημοψήφισμα το κόμμα ήταν διασπασμένο, με τον τότε πρωθυπουργό Κάμερον να ηγείται της «παραμονής» και τον μετέπειτα πρωθυπουργό Τζόνσον να ηγείται (μαζί με τον Φάραντζ) της «αποχώρησης». Το ίδιο το δημοψήφισμα έγινε με την ανάπτυξη των πιο παρδαλών θεωριών περί μεταναστών, περί εισφορών στην ΕΕ που στερούσαν πόρους από το ΕΣΥ και περί της απειλούμενης τουρκοποίησης της Βρετανίας με την εισβολή εκατομμυρίων Τούρκων εάν θα έμπαινε η Τουρκία στην ΕΕ. Με σύνθημα «να πάρουμε τη χώρα μας πίσω», η χώρα που επί δύο αιώνες ήταν θιασώτης του ελεύθερου εμπορίου και του παγκόσμιου σταθερού νομίσματος, βρέθηκε θιασώτης μιας “εθνικής απομόνωσης”, ισχυριζόμενη ότι η Ευρώπη δεν της αξίζει και ότι διαθέτει κάποια ιδιαίτερα χαρακτηριστικά που θα της έδιναν μία «προνομιακή» θέση στον κόσμο.
Ήταν έτοιμη να θυσιάσει τη σχέση της με το μεγαλύτερο εμπορικό της εταίρο (50% του εμπορίου της Βρετανίας είναι με την ΕΕ), στο όνομα κάποιων διμερών εμπορικών συμφωνιών με χώρες της Κοινοπολιτείας, ή των ΗΠΑ, που έτσι και αλλιώς καλύπτονταν από τις αντίστοιχες συμφωνίες της ΕΕ με τις χώρες αυτές. Ταυτόχρονα θα αναζητούσε την ταχύτερη ανάπτυξη από τη χαλάρωση των ρυθμίσεων της ΕΕ, λες και η υποβάθμιση της εργασίας, του περιβάλλοντος, ή των κοινών κανόνων θα της έδινε κάποιο συγκριτικό πλεονέκτημα. Παρόλα αυτά η πρωτόγνωρη αναβίωση του αγγλικού εθνικισμού νίκησε.
Η ηγεμονία του συντηρητικού κόμματος στην πολιτική ζωή, στην μετά τον Μπλερ εποχή, ήταν αδιαμφισβήτητη. Μαζί και η μακρά περίοδος του Νεοφιλελευθερισμού στη Βρετανία. Η αριστερή στροφή του Εργατικού Κόμματος που θα έδινε μια νέα πνοή στην πολιτική ζωή της Βρετανίας, σε μία αντινεοφιλελεύθερη κατεύθυνση και με το νεοφιλελευθερισμό να είναι σε κρίση, βάλτωσε μέσα στα “θαμπά νερά” του Brexit. Δεν πρόλαβαν καν να τεθούν τα διλήμματα της οικονομικής πολιτικής, των μελλοντικών προοπτικών της οικονομίας ή των κοινωνικών αλλαγών.
Το ίδιο το δημοψήφισμα ήταν μία απόπειρα του Κάμερον να ξεμπλέξει την περίπλοκη αυτή κατάσταση. Είχε μόλις κερδίσει το δημοψήφισμα περί «ανεξαρτητοποίησης της Σκωτίας» και θεωρούσε σίγουρο ότι θα κερδίσει και το δημοψήφισμα για το Brexit. Έχασε και παραιτήθηκε. Και μετά ξεκίνησε το απόλυτο χάος.
Μετά τον Κάμερον ήρθε η Μαίη που επιχείρησε να απαλύνει το Brexitμε μία ενδιάμεση συμβιβαστική πρόταση, που πρακτικά άφηνε το εμπόριο και την κίνηση κεφαλαίων σχεδόν ανέπαφη, το ρυθμιστικό πλαίσιο έμμεσα ευθυγραμμισμένο με το ευρωπαϊκό και την μετακίνηση και παραμονή εργαζομένων, με κάποιους περιορισμούς μεν, αλλά όχι απαγορευτικό. Μετά από διαδοχικά σχέδια έχασε και τις τρεις ψηφοφορίες στο βρετανικό κοινοβούλιο.
Ακολούθησε ο Τζόνσον με μία «μπουλντόζα να γκρεμίζει ένα τείχος», ένα σοκαριστικό βίντεο ενός γελωτοποιού απαράμιλλης αισθητικής. Ήταν ο στρατηλάτης του «σκληρού Brexit». Έτσι όλα έληξαν με την τελική έξοδο από την ΕΕ στα τέλη του 2020.Που κατέληξε με το να αποκτήσει η Βρετανία οικονομικά σύνορα με τη Βόρεια Ιρλανδία. Μία δηλαδή περιφέρεια του Ηνωμένου Βασιλείου, η οποία αρνούμενη να επιβάλλει σύνορα με την Ιρλανδία που είναι μέλος της ΕΕ, και με ισχυροποιημένο τον Σιν Φέιν και τους υπέρμαχους της ενοποίησης, απέκτησε διττή υπόσταση. Παραμένει εντός ΕΕ για μία μεγάλη μεταβατική χρονική περίοδο και ταυτόχρονα είναι εντός της Μεγάλης Βρετανίας, που εξήλθε της ΕΕ, και με την οποία απέκτησε θαλάσσια οικονομικά σύνορα.
Ο Τζόνσον κέρδισε σαρωτικά, όπως και η Μαίη, τις βουλευτικές εκλογές, αλλά δεν μακροημέρευσε ούτε αυτός. Ο κατάλογος των εκλεγμένων πρωθυπουργών που έφευγαν από το προσκήνιο, ενώ είχαν πολιτική πλειοψηφία μεγάλωνε επικίνδυνα. 3 πρωθυπουργοί σε 6 χρόνια. Κάμερον, ως ηττημένος του δημοψηφίσματος, η Μαίη ως υπέρμαχος του ήπιου Brexit και ο Τζόνσον με το σκληρό Brexit. Το πιο σταθερό δικομματικό σύστημα στον κόσμο, με αδιάλειπτη ιστορία 200 χρόνων, ξαφνικά μετατράπηκε σε ένα σύστημα απόλυτης ρευστότητας με τη διαρκή «καρατόμηση» των πρωθυπουργών, που όλοι απολάμβαναν μεγάλης κοινοβουλευτικής πλειοψηφίας.
Για να ακολουθήσει η πρωθυπουργός των 45 ημερών. Η Τρας ήταν δεύτερη στις εκλογές για την αρχηγία στην κοινοβουλευτική ομάδα έναντι του Σούνακ. Αλλά κέρδισε στα μέλη. Αυτά είναι 170.000 και πάνω από το 50% συνταξιούχοι. Αυτά τα μέλη δύσκολα θα επέλεγαν ινδικής καταγωγής αρχηγό. Επέλεξαν μία πολιτικό με διαρκώς μεταβαλλόμενες πολιτικές θέσεις και ακαθόριστες ιδέες. Η Τρας ως νέα πρωθυπουργός είχε μία φανταστική ιδέα. Να μειώσει τους φόρους των πλουσίων για να προκαλέσει ανάπτυξη. Και το κενό να το καλύψει με δανεισμό. Ήταν μία προσφιλής ιδέα παλαιότερα. Την είχαν χρησιμοποιήσει από τον Ρήγκαν μέχρι τον Τραμπ και από τη Θάτσερ μέχρι αρκετούς από του διαδόχους της. Μόνο που τώρα ο κόσμος βρίσκεται εν μέσω της ενεργειακής κρίσης, του πληθωρισμού, της αύξησης των επιτοκίων, της πτώσης των ομολόγων και των μετοχών, της δοκιμασίας των ασφαλιστικών ταμείων που αδυνατούν να συγκρατήσουν τις επενδυμένες αξίες των αποθεματικών τους. Η αύξηση του ελλείμματος με φοροαπαλλαγές των πλουσίων και δανεισμό είναι μία φρικτή ιδέα.
Και αφού οι Βρετανοί είχαν «ξαναπάρει τη χώρα στα χέρια τους» ήρθαν οι αγορές, που δεν έχουν πατρίδα, ακόμα και αν εδρεύουν στο Λονδίνο, να θυμίσουν στην Βρετανίδα πρωθυπουργό, πόσο περίπλοκη είναι η οικονομία σήμερα. Μέσα σε δύο εβδομάδες η λίρα έχασε σχεδόν το 20% της αξίας της, τα επιτόκια των βρετανικών ομολόγων εκτινάχτηκαν στο περίφημο απαγορευτικό όριο του 5% και το σχέδιο κατέρρευσε. Μαζί και η πρωθυπουργός που έβλεπε τα ποσοστά του συντηρητικού κόμματος να πέφτουν από το 40% στο 15%. Και στη λίστα των πρωθυπουργών που φεύγουν προστέθηκε άλλη μία.
Έτσι ήρθε η ώρα του 5ου πρωθυπουργού σε 6 χρόνια, του Σούνακ. Πέρα από τα συμβολικά στοιχεία που τον περιβάλλουν, -ινδουιστής, ινδικής καταγωγής, πάμπλουτος, ο νεότερος ηλικιακά πρωθυπουργός, έχει μία μάλλον ακαθόριστη προοπτική για το τι θα κάνει. Να καθησυχάσει τις αγορές. Αυτό είναι το μόνο σίγουρο. Εξάλλου οι αγορές αυτόν ήθελαν από την αρχή. Τον υποστήριξαν ανοικτά και τιμώρησαν την πρώην πρωθυπουργό μάλλον παραδειγματικά. Εξάλλου η άμεση κατάληψη της πολιτικής εξουσίας από εκπροσώπους του Σίτι, ανθρώπους δηλαδή που κάνουν καριέρα στο χρηματοπιστωτικό τομέα και μετά γίνονται πολιτικοί, είναι ορατή τάση στη Βρετανία τις τελευταίες δεκαετίες. Οι περισσότεροι υπουργοί Οικονομικών εμπίπτουν σε αυτήν την κατηγορία, τώρα και ο Πρωθυπουργός.
Ο Σούνακ δίνει έμφαση στη σταθερότητα των δημόσιων οικονομικών. Πιθανότατα να τα καταφέρει, αν και φλερτάρει με την ιδέα ενός κύματος περικοπών στις δημόσιες δαπάνες, που μάλλον θα επιτείνει τα προβλήματα των ανισοτήτων και του κύματος των νεόπτωχων των τελευταίων ετών. Τα οικονομικά προβλήματα όμως είναι περισσότερα του ενός.
Το κόστος του Brexit, αν και δύσκολο να υπολογιστεί λόγω της πανδημίας, έχει κάποια εμφανή στοιχεία. Η οικονομική ανάκαμψη μετά την πανδημία, δείχνει ότι το εμπόριο με την ΕΕ έχει μειωθεί κατά 15% και η βρετανική οικονομία που ήταν σχεδόν ισοδύναμη με τη Γερμανική (το 90% του γερμανικού ΑΕΠ), σήμερα κινείται κάτω από το 80%. Λιγότερο εμπόριο σημαίνει λιγότερες επενδύσεις λόγω της μεταφοράς δραστηριοτήτων, παραγωγικών και χρηματοπιστωτικών σε χώρες της ΕΕ. Μία μέση επιχείρηση θέλει αντί για 5 περίπου 35 ημέρες για να στείλει ένα πρϊόν στην Ευρώπη και ακριβώς διπλή γραφειοκρατία. Ταυτόχρονα εμφανίστηκαν σημαντικές ελλείψεις στην αγορά εργασίας. Στις μεταφορές, την εποχιακή απασχόληση στη γεωργία, και σε πληθώρα υπηρεσιών, μαζί και την υγεία, που προσπάθησε η κυβέρνηση να τις καλύψει με έκτακτες 5μηνες άδειες παραμονής.
Ο νέος πρωθυπουργός, πέρα από υποστηρικτής του Brexit, παραμένει θιασώτης της μηδενικής μετανάστευσης και της «λύσης Ρουάντα». Η ιδέα αυτή, που έχει ήδη καταγγείλει ο ΟΗΕ, προβλέπει οι μετανάστες που φθάνουν, συνήθως με βάρκες, από την Ευρώπη να τους «εξορίζουν» στην Ρουάντα, μετά από ειδική συμφωνία με τη χώρα αυτή. Ο Σούνακ επανέφερε ως Υπουργό Εσωτερικών, την επίσης ινδικής καταγωγής Braverman, που είναι η Υπουργός με την πιο σκληρή αντιμεταναστευτική στάση και θέλει να μηδενίσει τη μετανάστευση. Παραιτήθηκε από την κυβέρνηση της Τρέισι, πριν δύο εβδομάδες. Βρέθηκε να στέλνει «απόρρητα έγγραφα» σε λάθος ανθρώπους και μάλιστα από το προσωπικό της μέιλ. Και στις δύο εκδοχές, της αμέλειας ή της σκόπιμης παραπλάνησης, η κατάσταση αποπνέει πρωτόγνωρα παρακμιακά φαινόμενα.
Εν πολλοίς είναι η κατάσταση που βρίσκεται το Συντηρητικό κόμμα. Οι πρόσφατες προεκλογικές συζητήσεις για την αρχηγία του συντηρητικού κόμματος ήταν αποκαλυπτικές. Ακραίες θέσεις, παρδαλές θεωρίες, αναμάσημα τετριμμένων σλόγκαν, ένα μείγμα παραλογισμού και έλλειψης συνεκτικού πραγματολογικοί πολιτικού λόγου. Προσομοιάζει με τον Τραμπισμό και την κατάσταση των Ρεπουμπλικανών στις ΗΠΑ. Με μία λέξη το Brexit μεταμόρφωσε το ίδιο το συντηρητικό κόμμα, με τον Κάμερον να αποτελεί ίσως τον τελευταίο παραδοσιακό ηγέτη του συντηρητικού κόμματος.
Η τραγελαφική τροπή του συντηρητικού κόμματος και της πολιτικής ζωής τη Βρετανίας έχει δρόμο ακόμα. Όπως επισημαίνει ο Ρίτσαρντ Γουλφ, στο Guardian, το «σχίσμα ανάμεσα στο μύθο και την πραγματικότητα συνεχίζει να διευρύνεται». Το σχίσμα αυτό τα τελευταία 6 χρόνια έχει γίνει αγεφύρωτο. Ο Σούνακ οδηγείται στην ίδια μοίρα με τους προκατόχους του. Είναι εφικτό να «μπορείς να παραπλανείς όλους τους ανθρώπους για λίγο καιρό». Φυσικά μπορείς «να τους παραπλανείς για πολύ καιρό αν είναι συντηρητικοί», και ακόμα περισσότερο «αν έχουν πάψει να είναι παραδοσιακοί συντηρητικοί». Όπως υπογραμμίζει ο Γουλφ, στις δύο πλευρές του Ατλαντικού, το «τέρας» έχει διαμορφώσει ένα «εκρηκτικό κοκτέιλ», θεωριών συνομωσίας, παραισθήσεων περί της λύσης της ελεύθερης αγοράς και πολιτιστικών σταυροφοριών κατά της πολύπολιτισμικότητας, των ανήθικων δικαιωματιστών, της εθνικής αλλοίωσης και της ιστορίας του παρελθόντος.
Το σχίσμα μύθων και πραγματικότητας είναι όντως αγεφύρωτο. Η Βρετανική οικονομία είναι πλέον μία κανονική οικονομία σε ένα διεθνές περιβάλλον όπου για δεκαετίες οι αναπτυσσόμενες χώρες, με προεξέχουσα την Κίνα και την Ινδία, αλλά όχι μόνο, αναπτύσσονται ταχύτερα από τις ανεπτυγμένες. Ο κόσμος γίνεται πολυπολικός και η Ευρώπη ως ενοποιημένος χώρος έχει πιο ισχυρή παρουσία έναντι ενός κατακερματισμού ευρωπαϊκού χώρου. Η αναβίωση της ιδέας του «εθνικού δρόμου», της «ιδιαιτερότητας», των ιστοριών της «μεγάλης δύναμης» του παρελθόντος, συγκροτούν μία μυθοπλασία σε πλήρη αναντιστοιχία με την πραγματικότητα. Και ο δρόμος φαίνεται είναι μακρύς. Και ο κ. Σούνακ θα κυνηγάει τους μετανάστες, θα μέμφεται τους δικαιωματιστές, θα καταγγέλλει τους απεργούς, αλλά θα διαχειρίζεται το αγεφύρωτο χάσμα της μυθοπλασίας του με την οικονομική και κοινωνική πραγματικότητα.
*Ο Γιώργος Σταθάκης είναι πρ. Υπουργός Περιβάλλοντος & Ενέργειας, πρ. Βουλευτής Νομού Χανίων, ΣΥΡΙΖΑ, Καθηγητής Πολιτικής Οικονομίας στο Πανεπιστήμιο Κρήτης
πηγή: ieidiseis.gr