To Ανώτατο Δικαστήριο των ΗΠΑ, μετά από σχεδόν 50 χρόνια, ακύρωσε την ιστορική απόφαση «Ρόου εναντίον Γουέιντ» του 1973 με την οποία αναγνωρίστηκε το δικαίωμα στην άμβλωση.
Οι στιγμές που βιώνει η Αμερική, είναι για μια ακόμη φορά, ιστορικές. Η μισή χώρα, η λεγόμενη «κόκκινη» Αμερική, πανηγυρίζει και η άλλη μισή βράζει.
Ξεχειλίζει η οργή και όλοι μιλούν για μια νέα σκοτεινή εποχή, για ανεπανόρθωτο πλήγμα στο δικαίωμα της επιλογής καθώς επίσης και για μια εξέλιξη που γυρίζει την χώρα δεκαετίες πίσω.
Σύμφωνα με την ανταποκρίτρια της ΕΡΤ, Λένα Αργύρη, πλήθος κόσμου, το οποίο άρχισε να συγκεντρώνεται στο Ανώτατο Δικαστήριο, αμέσως μόλις έγινε γνωστή η απόφαση, διαμαρτύρεται, λέγοντας ότι δεν μπορεί μια τόσο προσωπική απόφαση για κάθε γυναίκα να γίνεται αντικείμενο πολιτικής εκμετάλλευσης, ότι δεν μπορεί να αποφασίζει εν έτη 2022 κανένα δικαστήριο για το τι θα γίνεται με το σώμα των γυναικών και κυρίως δηλώνουν ότι αυτό είναι μόνο η αρχή για να ανατραπούν ένα ένα και άλλα δικαιώματα στην χώρα.
Εκδηλώνεται φόβος για γενικευμένα επεισόδια, τα μέτρα ασφαλείας έχουν αυξηθεί παντού. Ήδη σιδερένιοι φράχτες είχαν υψωθεί έξω από το Δικαστήριο, πριν από πολλές εβδομάδες, τότε που κυκλοφόρησε και το προσχέδιο της απόφασης. Η αστυνομική παρουσία ήταν και είναι έντονη στο Κογκρέσο αλλά και παντού στην πόλη.
Μόλις 16 πολιτείες, συν την Ουάσιγκτον, θα διατηρήσουν το δικαίωμα στην άμβλωση. Σε όλη την υπόλοιπη Αμερική, κάτι τέτοιο θα είναι απαγορευτικό και θα τιμωρείται αυστηρά.
Ο Τζο Μπάιντεν απεύθυνε διάγγελμα στους Αμερικανούς πολίτες, μετά από την απόφαση του Ανώτατου Δικαστηρίου που καταργεί το συνταγματικό δικαίωμα στην άμβλωση.
Οργή Μπάιντεν: «Η υγεία των γυναικών είναι σε κίνδυνο»
«Είναι μια στενάχωρη ημέρα για το έθνος μας. Η υγεία των γυναικών είναι σε κίνδυνο. Πιστεύω ότι η απόφαση του 1973 είναι η σωστή και όχι η σημερινή. Ήταν Συνταγματικό δικαίωμα που υποστήριζαν τόσο οι Δημοκρατικοί όσο και οι Ρεπουμπλικάνοι πρόεδροι αυτής της χώρας», δήλωσε μεταξύ άλλων ο πρόεδρος των ΗΠΑ, φανερά οργισμένος.
«Η σημερινή απόφαση, από τρεις δικαστές που διορίστηκαν από έναν πρώην πρόεδρο, τον Ντόναλντ Τραμπ, χαλάει την ισορροπία της νομοθεσίας μας. Είναι μια εξτρεμιστική, μια ακραία απόφαση που αναγκάζει τις γυναίκες να μεγαλώσουν το παιδί του βιαστή τους.
Αυτή η απόφαση γυρνάει τη χώρα μας 150 χρόνια πίσω και με σοκάρει. Είναι μια στενάχωρη ημέρα για τη χώρα μας. Μόνο το Κογκρέσο μπορεί να επαναφέρει το δικαίωμα των γυναικών ως ομοσπονδιακό νόμο, για αυτό το φθινόπωρο θα πρέπει όλοι να ψηφίσουμε τους εκπροσώπους που μας εκφράζουν, που εκφράζουν τα δικαιώματα των γυναικών μας», πρόσθεσε ο Τζο Μπάιντεν και υπενθύμισε ότι δεν μπορεί ο εκάστοτε πρόεδρος των ΗΠΑ, να ακυρώσει μια απόφαση του Ανώτατου Δικαστηρίου.
«Καλώ για ειρηνικές διαμαρτυρίες. Η βία δεν είναι ποτέ αποδεκτή. Γνωρίζω ότι οι γυναίκες θα αντιμετωπίσουν δυσκολίες. Είμαι στο πλάι σας», τόνισε στο κλείσιμο της ομιλίας του ο Τζο Μπάιντεν.
Τόνισε, ότι «αυτοί οι συντηρητικοί δικαστές, που δεν έχουν καμία επαφή με αυτά που ζητάνε οι πολίτες, μετέτρεψαν τις ΗΠΑ σε μια ακραία χώρα μεταξύ των αναπτυσσόμενων χωρών της Δύσης. Αυτή, δεν πρέπει να είναι η τελευταία μας λέξη».
«Το Σύνταγμα δεν κάνει καμία αναφορά στην άμβλωση»
«Το Σύνταγμα δεν κάνει καμία αναφορά στην άμβλωση και κανένα από τα άρθρα του δεν προστατεύει ρητά αυτό το δικαίωμα», γράφει στο σκεπτικό της απόφασης, εξ ονόματος της πλειοψηφίας των 6 συντηρητικών δικαστών, ο Σάμιουελ Αλίτο. Η απόφαση Ρόου εναντίον Γουέιντ «ήταν εξ αρχής πλήρως αθεμελίωτη» και «πρέπει να ακυρωθεί», πρόσθεσε.
«Ήρθε η ώρα να θέσουμε το ζήτημα των αμβλώσεων στους εκλεγμένους εκπροσώπους του λαού», στα τοπικά κοινοβούλια, γράφει επίσης ο δικαστής.
Η διατύπωση αυτή είναι πολύ κοντά στο κείμενο του προσχεδίου απόφασης που είχε διαρρεύσει στον Τύπο τον Μάιο, προκαλώντας διαδηλώσεις σε όλη τη χώρα και κύμα αγανάκτησης στους προοδευτικούς κύκλους. Έκτοτε, το κλίμα ήταν τεταμένο γύρω από το Δικαστήριο, όπου είχε τοποθετηθεί ένας φράχτης ασφαλείας για να μην πλησιάζουν κοντά οι διαδηλωτές. Τον Ιούνιο, ένας ένοπλος συνελήφθη κοντά στο σπίτι του συντηρητικού δικαστή Μπρετ Κάβανο και του ασκήθηκε δίωξη για απόπειρα δολοφονίας.
Σήμερα, αμέσως μόλις ανακοινώθηκε η απόφαση, εκατοντάδες διαδηλωτές άρχισαν να συγκεντρώνονται στην Ουάσινγκτον – κάποιοι έκλαιγαν από χαρά, άλλοι από θλίψη.
Η σημερινή απόφαση θεωρείται «μία από τις σημαντικότερες στην ιστορία του Ανωτάτου Δικαστηρίου από την εποχή που ιδρύθηκε, το 1790», παρατήρησε ο καθηγητής δικαίου της υγείας, Λόρενς Γκόστιν. «Έχει συμβεί και άλλες φορές το Ανώτατο Δικαστήριο να αλλάξει αποφάσεις του, όμως για να θεμελιώσει ή να επαναφέρει ένα δικαίωμα και ποτέ για να το καταργήσει», σημείωσε.
Η απόφαση αυτή πηγαίνει επίσης αντίθετα με την τάση που παρατηρείται διεθνώς για την αποποινικοποίηση των αμβλώσεων σε χώρες όπου η επιρροή της Ρωμαιοκαθολικής Εκκλησίας παραμένει πολύ ισχυρή, όπως στην Ιρλανδία, την Αργεντινή, το Μεξικό ή την Κολομβία. Επιστεγάζει έναν αγώνα μισού αιώνα που έδινε μεθοδικά η θρησκευόμενη δεξιά, για την οποία η απόφαση συνιστά τεράστια νίκη αλλά όχι και το τέλος της μάχης: το κίνημα θα συνεχίσει να αγωνίζεται ώστε να ωθήσει όσο το δυνατόν περισσότερες Πολιτείες να καταργήσουν τις αμβλώσεις ή να πετύχει την απαγόρευσή τους σε ομοσπονδιακό επίπεδο.
Η απόφαση θα πρέπει επίσης να θεωρηθεί νίκη του Ρεπουμπλικάνου πρώην προέδρου Ντόναλντ Τραμπ, ο οποίος κατά τη διάρκεια της θητείας του διόρισε τους τρεις από τους έξι συντηρητικούς δικαστές, τον Νιλ Γκόρσατς, τον Μπρέτ Κάβανο και την Έιμι Κόνεϊ Μπάρετ.
Οι τρεις προοδευτικοί δικαστές διαφώνησαν με την πλειοψηφία θεωρώντας ότι η απόφαση «θέτει σε κίνδυνο άλλα δικαιώματα της ιδιωτικής ζωής, όπως την αντισύλληψη και τους γάμους μεταξύ ατόμων του ίδιου φύλου» αλλά και «δυναμιτίζει τη νομιμότητα» του ίδιου του Δικαστηρίου. Η πλειοψηφία «χειραφετήθηκε από την υποχρέωσή της να εφαρμόζει τον νόμο με έντιμο και αμερόληπτο τρόπο», καταγγέλλουν σε οξύ ύφος οι τρεις δικαστές.
Ο επικεφαλής του Δικαστηρίου, ο μετριοπαθής συντηρητικός Τζον Ρόμπερτς, προσπάθησε να τηρήσει μια πιο ισορροπημένη στάση: ήθελε να δικαιώσει μεν την Πολιτεία του Μισισίπι (ένας νόμος της οποίας στάθηκε αφορμή για την ανατροπή του δεδικασμένου) χωρίς όμως να ανατρέψει την απόφαση Ρόου εναντίον Γουέιντ.
Σύμφωνα με το ινστιτούτο Guttmacher, ένα κέντρο ερευνών που αγωνίζεται για την πρόσβαση στην αντισύλληψη και τις αμβλώσεις σε όλον τον κόσμο, 13 Πολιτείες έχουν ήδη περάσει «νόμους-ζόμπι»: απαγορεύουν τις αμβλώσεις και θα τεθούν αυτομάτως σε ισχύ. «Τις επόμενες ημέρες, εβδομάδες και μήνες, θα δούμε κλινικές να κλείνουν» σε αυτές τις Πολιτείες, όπως το Τέξας ή η Λουιζιάνα, σχολίασε ο Λόρενς Γκόστιν. Εκτιμάται ότι θα ακολουθήσουν το παράδειγμά τους άλλες 12 Πολιτείες, απαγορεύοντας πλήρως ή εν μέρει τις αμβλώσεις.
Σε ένα μεγάλο μέρος της χώρας επομένως οι γυναίκες που θέλουν να κάνουν άμβλωση θα αναγκαστούν είτε να συνεχίσουν την εγκυμοσύνη, είτε να παρανομήσουν (για παράδειγμα, παραγγέλλοντας χάπια μέσω του διαδικτύου) ή να ταξιδέψουν σε άλλες Πολιτείες, όπου η άμβλωση θα επιτρέπεται. Το ταξίδι όμως είναι ακριβό και η απόφαση του Ανωτάτου Δικαστηρίου θα πλήξει κυρίως τις φτωχές γυναίκες ή εκείνες που μεγαλώνουν μόνες τα παιδιά τους – η μεγάλη πλειονότητα προέρχεται από τις μειονότητες των ισπανόφωνων και των Αφροαμερικανών.
Η ακύρωση του δικαιώματος στην άμβλωση που αποφάσισε σήμερα το αμερικανικό Ανώτατο Δικαστήριο απαντά «στο θέλημα του Θεού», δήλωσε ο Αμερικανός πρώην πρόεδρος Ντόναλντ Τραμπ.
Ερωτηθείς από το κανάλι Fox News για τον δικό του ρόλο στην εξέλιξη αυτή, επειδή κατά τη θητεία του στον Λευκό Οίκο διόρισε τρεις δικαστές και έτσι έγειρε την πλειοψηφία του Ανωτάτου Δικαστηρίου στο συντηρητικό στρατόπεδο, ο Ρεπουμπλικανός δισεκατομμυριούχος απάντησε: «Είναι θέλημα Θεού».
Η απόφαση «ακολουθεί το Σύνταγμα» και «επαναφέρει τα πάντα σε πολιτειακό επίπεδο, όπως θα έπρεπε ανέκαθεν να ισχύει», πρόσθεσε.
Πολλές αμερικανικές Πολιτείες άρχισαν ήδη να ανακοινώνουν ότι λαμβάνουν μέτρα για να απαγορεύσουν την πρόσβαση στις αμβλώσεις, αμέσως μετά την απόφαση που έλαβε το Ανώτατο Δικαστήριο, ακυρώνοντας την ιστορική απόφαση Ρόου εναντίον Γουέιντ του 1973 για την εθελούσια διακοπή της εγκυμοσύνης.
Ο γενικός εισαγγελέας του Μιζούρι ανακοίνωσε ότι αυτή η συντηρητική Πολιτεία των κεντρικών ΗΠΑ είναι η «πρώτη» που απαγορεύει τις αμβλώσεις. «Είναι μια μνημειώδης ημέρα για την ιερότητα της ζωής», ανέφερε σε ανάρτησή του στο Twitter ο Έρικ Σμιτ.
Η Ρεπουμπλικανή κυβερνήτρια της Νότιας Ντακότας Κρίστι Νόεμ ανακοίνωσε επίσης ότι στο εξής η άμβλωση θεωρείται παράνομη στην Πολιτεία αυτή, στις βόρειες ΗΠΑ, καθώς είχε ήδη ψηφιστεί ένας νόμος ο οποίος δεν εφαρμοζόταν αλλά θα έμπαινε αυτομάτως σε ισχύ εάν το Ανώτατο Δικαστήριο άλλαζε τη νομολογία του.
Ο νόμος αυτός αναφέρει ότι «από σήμερα, όλες οι αμβλώσεις είναι παράνομες στη Νότια Ντακότα, εκτός και αν υπάρχει ιατρική γνωμάτευση που να βεβαιώνει ότι ο τερματισμός της κύησης είναι αναγκαίος για να σωθεί η ζωή της εγκύου» ανέφερε στην ανακοίνωσή της.
Στο κοινοβούλιο της Νότιας Ντακότας θα διεξαχθεί εντός του έτους μια «ειδική συνεδρίαση» με σκοπό «να σώσουμε ζωές και να βοηθήσουμε τις μητέρες που επηρεάζονται από την απόφαση» του Ανωτάτου Δικαστηρίου, πρόσθεσε, χωρίς άλλες διευκρινίσεις.
Λίγο αργότερα, ο Ρεπουμπλικάνος κυβερνήτης της Ιντιάνας ανακοίνωσε επίσης ότι συγκαλεί το κοινοβούλιο για να αποφασίσει το συντομότερο δυνατόν την απαγόρευση των αμβλώσεων. «Η απόφαση του Ανωτάτου Δικαστηρίου είναι σαφής και επαφίεται τώρα στις Πολιτείες να εξετάσουν αυτό το σημαντικό ζήτημα. Θα το κάνουμε το συντομότερο δυνατόν», ανέφερε μέσω του Twitter ο Έρικ Χόλκομπ.
Η συνεδρίαση αυτή ορίστηκε για τις 6 Ιουλίου.
«Έχουμε την ευκαιρία να προστατεύσουμε την ιερότητα της ζωής και αυτό ακριβώς θα κάνουμε», πρόσθεσε ο κυβερνήτης.
Ο Τζάστιν Τριντό χαρακτήρισε «φρικιαστική» την απόφαση του Ανώτατου Δικαστηρίου των ΗΠΑ που ανέτρεψε την απόφαση-ορόσημο του 1973 για το δικαιώμα στην άμβλωση, με τον Καναδό πρωθυπουργό να εκφράζει την συμπόνοια του στις γυναίκες που «χάνουν το νόμιμο δικαίωμά τους στην άμβλωση».
«Οι ειδήσεις που έρχονται από τις ΗΠΑ είναι φρικιαστικές. Η καρδιά μου είναι μαζί με τα εκατομμύρια των Αμερικανίδων που τώρα πρόκειται να χάσουν το νόμιμο δικαίωμά τους για άμβλωση», έγραψε ο Τριντό στο Twitter.
«Καμία κυβέρνηση, κανένας πολιτικός ή άνδρας δεν πρέπει να λέει σε μια γυναίκα τι μπορεί και τι δεν μπορεί να κάνει με το σώμα της», είπε.