«Ο Ταγίπ Ερντογάν προσπαθεί απλώς να ανεβάσει την τιμή», δήλωσε ο υπουργός Εξωτερικών του Λουξεμβούργου Ζαν Ασελμπορν και εξέφρασε την πεποίθηση ότι η Τουρκία δεν θα αναλάβει την ευθύνη να γίνει η χώρα που θα εμποδίσει την ένταξη της Σουηδίας και της Φινλανδίας στο ΝΑΤΟ.
«Αμφιβάλλω ότι το θέμα για τον Τούρκο πρόεδρο έχει να κάνει πράγματι με τη Φινλανδία και τη Σουηδία και με τις κουρδικές εξτρεμιστικές ομάδες. Αντιθέτως, ο Ερντογάν προσπαθεί να ανεβάσει την τιμή», σημείωσε ο κ. Ασελμπορν σε συνέντευξή του στη Γερμανική Ραδιοφωνία (Deutschlandfunk) και έκανε λόγο για «νοοτροπία παζαριού». Η αρνητική στάση της Αγκυρας έχει πιθανότατα σχέση με το γεγονός ότι η Τουρκία ελπίζει σε παραχωρήσεις σε ό,τι αφορά την πώληση εξοπλιστικών συστημάτων, ανέφερε.
Η Αγκυρα αιτιολογεί τις επιφυλάξεις της για το ενδεχόμενο ένταξης της Σουηδίας και της Φινλανδίας στο ΝΑΤΟ επικαλούμενη σχέσεις των δύο χωρών με το κουρδικό ΡΚΚ, το οποίο η Τουρκία θεωρεί τρομοκρατική οργάνωση.
Αρκετοί, ανάμεσά τους ο ΓΓ του ΝΑΤΟ και ο υπουργός Εξωτερικών των Ηνωμένων Πολιτειών, έσπευσαν να διασκεδάσουν την εντύπωση που είχαν προκαλέσει οι αρχικές δηλώσεις του Ταγίπ Ερντογάν και του Μεβλούτ Τσαβούσογλου, αναφορικά με την ένταξη της Φινλανδίας και της Σουηδίας στη Συμμαχία. Τελικά η Τουρκία δεν θα επιμείνει, θα συζητήσουμε και θα βρούμε μια λύση – αυτή ήταν η κεντρική ιδέα των δηλώσεών τους.
Να, όμως, που ο Ερντογάν επανήλθε και μάλιστα με πολύ πιο συγκεκριμένο τρόπο και επιθετικό τόνο. «Πρώτα από όλα, δεν μπορούμε να πούμε ναι σε εκείνους που έχουν επιβάλει κυρώσεις στην Τουρκία, ώστε να ενταχθούν σε μια συμμαχία για την ασφάλεια, όπως είναι το ΝΑΤΟ», είπε χαρακτηριστικά ο Τούρκος πρόεδρος, για να προσθέσει: «Μας λένε πως θα έρθουν στην Τουρκία. Θα έρθουν, άραγε, για να μας πείσουν; Να με συγχωρείτε, αλλά δεν πρέπει καν να μπουν στον κόπο».
Αξίζει να σημειωθεί ότι αυτού του δεύτερου γύρου δηλώσεων για το συγκεκριμένο θέμα είχε προηγηθεί μια ενημέρωση εκ μέρους του τουρκικού υπουργείου Δικαιοσύνης, που στόχο είχε να ενισχύσει τα επιχειρήματα της Άγκυρας. Σύμφωνα με αυτήν, λοιπόν, την τελευταία πενταετία, οι δύο σκανδιναβικές χώρες έχουν απορρίψει όλα τα αιτήματα της Τουρκίας για την έκδοση σε αυτήν «τρομοκρατών» του Κουρδικού Εργατικού Κόμματος και του δικτύου των αποκαλούμενων «γκιουλενιστών».
Η αλήθεια, βεβαίως, είναι ότι δύσκολα μπορεί κανείς να πιστέψει ότι ο η Τουρκία απειλεί με βέτο σε ένα τόσο σημαντικό για τους Αμερικανούς και τους Ευρωπαίους θέμα απλώς και μόνο επειδή Σουηδία και Φινλανδία δεν της κάνουν τα χατίρια. Αν, όμως, δεν είναι αυτή η πραγματική αιτία για τη στάση της, τότε ποια είναι;
Ποιες είναι, με άλλα λόγια, οι απαιτήσεις που προβάλει ο Ερντογάν απέναντι σε ΗΠΑ και ΕΕ για να πει το «ναι»; Και τι θα πει ο Τσαβούσογλου στον ομόλογό του, Άντονι Μπλίνκεν, τον οποίο θα συναντήσει τις επόμενες ώρες στην Ουάσιγκτον, όπου βρίσκεται για επίσημη επίσκεψη (όλως τυχαίως, την ώρα που είναι εκεί και ο πρωθυπουργός της Ελλάδας…);
Όσον αφορά στους Αμερικανούς, η βαλίτσα του Τσαβούσογλου είναι γεμάτη από αιτήματα: Την έγκριση της αγοράς νέων μαχητικών F-16 και της αναβάθμισης του υπάρχοντος στόλου της τουρκικής πολεμικής αεροπορίας. Την έκδοση του ιμάμη Φετουλάχ Γκιουλέν, ο οποίος έχει χαρακτηριστεί από τον Ερντογάν ως ο μεγαλύτερος εχθρός του.
Επίσης, την αποδοχή των «νόμιμων δικαιωμάτων» της Τουρκίας στο Αιγαίο και τη ΝΑ Μεσόγειο. Και φυσικά, την αναγνώριση του αναβαθμισμένου στρατηγικού της ρόλου στην ευρύτερη περιοχή, που περιλαμβάνει και ένα βαθμό αυτονομίας στις επιλογές και τις συμμαχίες της, συμπεριλαμβανομένης της Ρωσίας. Όπως και το ελεύθερο να εισβάλει και να έχει στρατιωτική παρουσία όπου κρίνει αναγκαίο για τα συμφέροντά της.
Από στους Ευρωπαίους, την ίδια στιγμή, ο Ερντογάν ζητά επίσης πολλά και σημαντικά: Τη συνέχιση και ενίσχυση της χρηματοδότησης της Τουρκίας, για τον ρόλο της στο προσφυγικό, όπως και την τόνωση των διμερών εμπορικών συναλλαγών προς όφελός της. Την αντιμετώπισή της περίπου ως ισότιμης με την Ελλάδα και την Κύπρο, έστω και αν δεν είναι μέλος της ΕΕ. Τη συνολική αναθεώρηση της «στρατηγικής πυξίδας», που εμμέσως πλην σαφώς την χαρακτηρίζει ως αντιδημοκρατικό κράτος και απειλή για τις ευρωπαϊκές αξίες και αρχές.
Παράλληλα, το ξεμπλοκάρισμα των ενταξιακών διαπραγματεύσεων, καθώς θεωρεί ότι δεν μπορεί να συζητείται η αποδοχή της Ουκρανίας και όχι της Τουρκίας στους κόλπους της «ευρωπαϊκής οικογένειας». Και βεβαίως, το ελεύθερο να «αλωνίζει» στο ευρωπαϊκό έδαφος, καταδιώκοντας τους εχθρούς του Ερντογάν – Κούρδους, «γκιουλενιστές» και αριστερούς αγωνιστές.
Είναι βέβαιο, τέλος, ότι στις απαιτήσεις που προβάλλονται τόσο προς τους Αμερικανούς όσο και προς τους Ευρωπαίους είναι η ενεργός στήριξη της τουρκικής οικονομίας και της λίρας – με κεφάλαια, επενδύσεις, αλλά και τις κατάλληλες αξιολογήσεις των αρμόδιων οίκων.
Πόσα από όλα αυτά μπορεί, άραγε, να πετύχει ο Ερντογάν παίζοντας το «χαρτί» του βέτο στην ένταξη Σουηδίας και Φινλανδίας στο ΝΑΤΟ; Για την ώρα, ουδείς είναι σε θέση να γνωρίζει. Το σίγουρο είναι ότι κανείς δεν δικαιούται να υποτιμά την αποφασιστικότητά του και την αντοχή του απέναντι στις πιέσεις, όπως έχει αποδείξει και η υπόθεση της αγοράς των ρωσικών S-400.
Ο «σουλτάνος» είναι, άλλωστε, γνήσιος κληρονόμος της παράδοσης του ανατολίτικου παζαριού, την οποία η γειτονική χώρα ακολουθεί πιστά και διαχρονικά, τόσο στην περίοδο της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας όσο και μετά την ίδρυση του σύγχρονου κράτους της Τουρκίας από τον Κεμάλ Ατατούρκ, πριν από 99 χρόνια.