Το έργο ήταν πάλι τόσο προβλέψιμο, που καταντά επικίνδυνα ανιαρό. Μακρόν εναντίον Λεπέν. Ξανά. Ενα (ολό)λευκό κολάρο με τραπεζική προϋπηρεσία καλείται να σώσει τη δημοκρατία. Και το αποτέλεσμα είναι σχεδόν προδιαγεγραμμένο. Πολλοί από τα εκατομμύρια των Γάλλων που δεν πήγαν να ψηφίσουν (το 26%) απλώς βαριόντουσαν την επανάληψη του ίδιου ακριβώς έργου που είδαν πριν από μια πενταετία.
Θα πει κάποιος ότι η αποχή είναι πλέον κάτι το συνηθισμένο στις δυτικές δημοκρατίες. Μόνο που η αποχή σταθερά αυξάνεται, οδηγώντας όλο και περισσότερο κομμάτι της κοινωνίας στο περιθώριο της πολιτικής. Αλλωστε το να επιστρέφεις πέντε χρόνια γηραιότερος, ακριβώς εκεί που ήσουν πριν, δεν γεννά και αίσθημα ευφορίας.
Οταν ένας στους τέσσερεις αντιμετωπίζει την κατάσταση ως αδιέξοδη, τότε κάτι στο σύστημα έχει βραχυκυκλώσει. Τον Εμανουέλ Μακρόν φυσικά και δεν τον απασχολεί αυτό. Τώρα προέχει η συλλογή ψήφων, που θα εξασφαλίσει την επανεκλογή του. Ακόμα πέντε χρόνια για να ζήσει το όνειρό του. Που δεν είναι το ίδιο πάντως με την πλειοψηφία των Γάλλων.
Αδιέξοδη μοιάζει η κατάσταση πιθανώς και για τον ένα στους δύο Γάλλους, που πήγαν να ψηφίσουν, αλλά δεν ήθελαν κανέναν από τους δύο πρωταγωνιστές του ίδιου πάλι διλήμματος. Το οποίο ξαναβρίσκουν μπροστά τους. Οι δυτικές δημοκρατίες επιμένουν όμως να σκεπάζουν τα αδιέξοδά τους ακριβώς με τέτοια διλήμματα προς τους πολίτες. Κυνικά θα μπορούσε να τα πει κάποιος και εκβιαστικά. Γιατί πόσο πρέπει να πιέσει κανείς τον εαυτό του για να ενθουσιαστεί με την χθεσινοβραδινή υπόσχεση Μακρόν, ότι το δικό του «πρότζεκτ» είναι καλύτερο από εκείνο της ακροδεξιάς. Πόσο πιο χαμηλά θα πέσει ο πήχης;
Ο Μακρόν στις εκλογές του 2017 στον πρώτο γύρο είχε πάρει 24%. Κυβέρνησε λες και ήταν ο απόλυτος μονάρχης. Είδε το 66% του β΄γύρου ως μια λευκή επιταγή για να κάνει ότι επιθυμεί. Η υποψία δυναμώνει ότι και τώρα κάτι ανάλογο θα συμβεί. Το γεγονός ότι αυτή τη φορά το ποσοστό του στη «δεύτερη κάλπη» δεν θα είναι τόσο υψηλό, δεν αφήνει πολλά περιθώρια αισιοδοξίας, για απεξάρτησή του από τον αυταρχισμό και την αλαζονεία. Μπορεί άλλωστε να επικαλεστεί ότι αυτή τη φορά πήγε καλύτερα στην «πρώτη κάλπη».
Τι μπορεί να σημαίνει αυτό για τη Γαλλία και την Ευρώπη; Πιστεύει κανείς σε κάποιο νέο ξεκίνημα; Η αισιοδοξία περιορίζεται στη φράση «και μη χειρότερα». Η «πατριωτική Δεξιά», όπως αρέσκεται να αποκαλείται πλέον η ακροδεξιά σε πολλές χώρες έχει θέσει την ατζέντα, το πλαίσιο και τα όρια της διακυβέρνησης. Οχι μόνο στη Γαλλία. Σε μια Ευρώπη που οι Πράσινοι της Γερμανίας μιλούν σαν εκπρόσωποι πολυεθνικών ενεργειακών ομίλων, οι Ιταλοί παρακαλούν ένα τραπεζίτη να μην βαρεθεί να τους «κυβερνάει», οι Ανατολικοευρωπαίοι αδημονούν να πάρουν την εκδίκησή τους από την καπιταλιστική Ρωσία ως «κληρονόμου» της καταπιεστικής Σοβιετικής Ενωσης, και οι Βρετανοί παίζουν με επιτυχία το ρόλο του «πρώην», που συνεχίζει να δίνει συμβουλές μετά το διαζύγιο, τι θα μπορούσε να περιμένει κανείς από τη Γαλλία;
Μια χώρα που όπως είπε ο Μελανσόν βρίσκεται σήμερα σε μια «απελπιστική κατάσταση». Μαζί του συμφωνεί ο ένας στους πέντε Γάλλους (από αυτούς που πήγαν να ψηφίσουν) και υποχρεώνεται να παραμερίσει την «απελπισία» με την ψήφο του. Ακόμα και αν το κάνει σήμερα, κανείς δεν ξέρει πώς αυτό το αίσθημα μπορεί να εκφραστεί αύριο.