Με τη Ρωσία να απειλεί να διακόψει την προμήθεια των ζωτικής σημασίας αερίου και πετρελαίου, οι ευρωπαϊκές κυβερνήσεις ξεσκονίζουν τα σχέδια για «δελτίο», που φέρνουν πίσω τις μνήμες της ενεργειακής κρίσης του 1973. Οι Ευρωπαίοι συζητούν πάλι για «Κυριακές χωρίς αυτοκίνητα», σβηστά φώτα και τον ορισμό της ώρας για ύπνο, με εντολή της κυβέρνησης καθώς οι τηλεοπτικές εκπομπές τελείωναν τότε υποχρεωτικά νωρίς για να κλείνουν οι τηλεοράσεις.
Ηταν αυτή η τελευταία φορά που είδαμε κάτι τέτοιο λόγω του αραβικού εμπάργκο; Πιθανώς όχι επειδή αυτό, και άλλα πρόσφατα επεισόδια, απέδειξαν ότι οι εταιρείες προσαρμόζονται γρήγορα, πράγμα που σημαίνει ότι το πλήγμα στην οικονομική παραγωγή της ζώνης του ευρώ μπορεί να είναι μικρότερο από 1%.
Και οι κυβερνήσεις έμαθαν επίσης ότι η επιβολή μέτρων λιτότητας, όπως ο δελτίο καυσίμων στην αντλία, θα αποφέρει ελάχιστα αν ο πληθυσμός δεν τα υποστηρίξει.
Έτσι, είναι πιθανό να πάνε σε κάτι πιο συναινετικό, όπως να πείσουν τα νοικοκυριά να χαμηλώσουν τους θερμοστάτες τους ή να σηκώσουν το πόδι από το πεντάλ του γκαζιού. Ωστόσο, η επιλογή των βιομηχανιών που θα πρέπει να μειώσουν τον ενεργειακό τους εφοδιασμό θα είναι μια ακανθώδης πολιτική απόφαση, αναγκάζοντας τις κυβερνήσεις να καταφύγουν στο είδος της σκληρότητας που συνήθως επιφυλάσσεται για την εποχή του πολέμου.
Ενώ η Ευρώπη μπορεί να αντικαταστήσει τις εισαγωγές ρωσικού αργού με άλλες πηγές, είναι απίθανο να μπορέσει να το κάνει με φυσικό αέριο σύντομα. Αυτό σημαίνει ότι η ανάγκη «κατανομής» του φυσικού αερίου είναι βέβαια εάν η Ρωσία κλείσει τις βρύσες ως αντίποινα για τις σαρωτικές οικονομικές κυρώσεις.
Αλλά οι οικονομολόγοι εκτιμούν ότι η ζημιά στην οικονομική ανάπτυξη θα είναι μικρή. Η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα τοποθετεί το χτύπημα από τη μείωση κατά 10% του ενεργειακού εφοδιασμού των ευρωπαϊκών εταιρειών στο 0,7% περίπου της ακαθάριστης προστιθέμενης αξίας της ζώνης του ευρώ.
Αυτό αντιστοιχεί με προηγούμενα περιστατικα όπως στη Βρετανία κατά τη διάρκεια του εμπάργκο της δεκαετίας του 1970 όσο και στην Ιαπωνία μετά την πυρηνική καταστροφή της Φουκουσίμα το 2011. Οι οικονομίες της Ευρώπης που είναι προσανατολισμένες στις υπηρεσίες είναι επίσης πιθανό να θιγούν πιο ελαφρά από ό,τι η προσανατολισμένη στη μεταποίηση Κίνα όταν πέρασε από τη δική της κρίση ηλεκτροδότησης πέρυσι.
«Τα προηγούμενα επεισόδια με εισαγωγή δελτίου της ενέργειας δεν ήταν τόσο επιζήμια όσο θα περίμενε κανείς και οι εταιρείες έχουν αποδειχθεί ικανές να επιτύχουν σημαντικά κέρδη απόδοσης όταν απαιτείται», έγραψε η Capital Economics. Για παράδειγμα, ο εξαγωγέας χοιρινού κρέατος Danish Crown έχει αρχίσει να αναβαθμίζει ορισμένες μονάδες παραγωγής από αέριο σε ντίζελ και οι πωλήσεις γεννητριών ντίζελ στη Δανία αυξήθηκαν 300-400% τον Μάρτιο.
Ακόμη και για τη Γερμανία, τη δυτικοευρωπαϊκή χώρα που εξαρτάται περισσότερο από τη ρωσική ενέργεια, ο αντίκτυπος μιας περικοπής κατά 8% στην κατανάλωση πετρελαίου, φυσικού αερίου και άνθρακα θα μείωνε το ΑΕΠ κατά 1,4%, σύμφωνα με έγγραφο του δικτύου οικονομολόγων ECONtribute.
Φυσικά, υπάρχουν και πιο απαισιόδοξα σενάρια. Η Nomisma Energia εκτιμά ότι η ιταλική οικονομία, η οποία εξαρτάται επίσης από τη Ρωσία για την ενέργειά της, θα υποστεί πλήγμα 5,6% εάν οι προμήθειες φυσικού αερίου από τη Ρωσία μειωνόταν περίπου στο μισό, υποθέτοντας κάποια κέρδη στην απόδοση αλλά χωρίς αλλαγή σε εναλλακτικές πηγές.
Οι σημερινές στρατηγικές για δελτίο αποσκοπούν κυρίως να προστατευτούν τα νοικοκυριά και να επικεντρώσουν το βάρος στις εταιρείες, ξεκινώντας από εκείνες που μπορούν να στραφούν σε άλλες πηγές ενέργειας. Αυτό είναι ένα βασικό μάθημα από τη δεκαετία του 1970. Οι δύο ευρωπαϊκές χώρες που επέβαλαν δελτίο καυσίμων για τον πληθυσμό – η Σουηδία και η Ολλανδία – έπρεπε να αλλάξουν γρήγορα πορεία λόγω των αντιδράσεων του κοινού.
Αντίθετα, οι περισσότερες κυβερνήσεις εκείνη την εποχή άφησαν την τιμή των καυσίμων να αυξηθεί, μειώνοντας αυτόματα τη ζήτηση. Και εστίασαν σε μέτρα που ο πληθυσμός θεωρούσε πιο δίκαια, όπως χαμηλότερα όρια ταχύτητας και συχνότερα δημόσια μέσα μεταφοράς.
«Μπορεί να λειτουργήσει το δελτίο; Είναι συνάρτηση της προθυμίας του κοινού να το υποστηρίξει», δήλωσε ο Άλαν Πισάρσκι, ο οποίος βοήθησε στη διαμόρφωση της στρατηγικής των Η.Π.Α. για την αντιμετώπιση του εμπάργκο πετρελαίου του 1973. Λέει ότι η Ευρώπη πρέπει να επικεντρωθεί στο να πείσει τους ανθρώπους να μειώσουν τη θέρμανση – μια εκστρατεία που βρίσκεται ήδη σε εξέλιξη σε ορισμένες χώρες.
Ακόμη και η κατάρτιση μιας λίστας με τις βιομηχανίες που θα πρέπει να λαμβάνουν καύσιμα για μεγαλύτερο χρονικό διάστημα, όπως κάνει η γερμανική κυβέρνηση, μπορεί να είναι πολιτικά δύσκολη, δείχνει η ιστορία. Όταν το εμπάργκο πετρελαίου έπληξε τις Ηνωμένες Πολιτείες, οι γερουσιαστές των ορεινών πολιτειών του Κολοράντο και του Νιου Χάμσαϊρ αντέκρουσαν την ιδέα της απενεργοποίησης των λιφτς στα χιονοδρομικά κέντρα και προσπάθησαν να εκτρέψουν την προσοχή στην ενέργεια που χρησιμοποιείται στα θερμοκήπια για την ανθοκομία. Στη Γερμανία, ο χημικός όμιλος BASF έχει ήδη προειδοποιήσει για «πλήρη παύση των εργασιών» εάν η παροχή φυσικού αερίου μειωθεί σε λιγότερο από το ήμισυ των τρεχουσών αναγκών.
Στο τέλος, οι βιομηχανίες που χρειάζονται θερμότητα ως μέρος της παραγωγικής τους διαδικασίας, όπως οι κατασκευαστές χημικών, μετάλλων, γυαλιού και χαρτιού, είναι πιθανό να έχουν προτεραιότητα. Όσοι έχουν συμβόλαια διακοπής είναι πιθανό να είναι οι πρώτοι που θα αντιμετωπίσουν διακοπές προμήθειας και ίσως χρειαστεί ακόμη και να μειώσουν την εργάσιμη εβδομάδα, όπως συνέβη στην Κίνα κατά τη διάρκεια του δελτίου πέρυσι.
Η «ντρίμπλα» με πληρωμές σε ρούβλια της Gazprom διασώζει τους Γερμανούς βιομήχανους