Όπως είναι γνωστό διαθέσιμο εισόδημα είναι το εισόδημα που έχουν τα άτομα στη διάθεση τους και μπορούν είτε να το δαπανήσουν (κατανάλωση ή επένδυση) είτε να το αποταμιεύσουν. Υπολογίζεται αν από το ακαθάριστο εισόδημα αφαιρεθούν οι άμεσοι φόροι και οι εισφορές σε ταμεία κοινωνικών ασφαλίσεων και προστεθούν οι όποιες κρατικές μεταβιβάσεις (επιδοτήσεις κ.τ.λ).
Η εξέλιξη του μεγέθους του διαθέσιμου εισοδήματος των νοικοκυριών δίνεται από τα στοιχεία του Πίνακα 1.
Πίνακας 1
Διαθέσιμο εισόδημα νοικοκυριών
Πηγή: ΕΛΣΤΑΤ : Τριμηνιαίοι μη χρηματοοικονομικοί λογαριασμοί θεσμικών τομέων
Παρατηρούμε ότι: το 9μηνο του 2020 το διαθέσιμο εισόδημα των νοικοκυριών μειώθηκε κατά 1,634 δις ευρώ ή κατά 1,78% ενώ το αντίστοιχο διάστημα του 2021 αυξήθηκε κατά 5,175 δις ευρώ ή 5,7%.
Σε αυτή την εξέλιξη συνέβαλαν αποφασιστικά οι επιδοτήσεις της κυβέρνησης λόγω της πανδημίας, συγκρατώντας τη μείωση το έτος 2020 και αυξάνοντάς το το 2021. Όπως δείχνουν τα στοιχεία του Πίνακα 2, οι επιδοτήσεις αυξήθηκαν κατά 151,7% το 2020 έναντι του 2019 και κατά 33,4% το 2021 έναντι του 2020.
Αντιθέτως το εισόδημα εξαρτημένης εργασίας, ήτοι το εισόδημα από μισθούς (Πίνακας 2) παρουσιάζεται μειωμένο τα δύο έτη έναντι του 2019, παρά τη μείωση των φορολογικών συντελεστών και των εισφορών της κοινωνικής ασφάλισης.
Πίνακας 2
Πηγή: ΕΛΣΤΑΤ: Τριμηνιαίοι μη χρηματοοικονομική λογαριασμοί θεσμικών τομέων
Είναι λοιπόν σαφές ότι το διαθέσιμο εισόδημα των νοικοκυριών , στο πρώτο 9μηνο της φετινής και την περυσινή χρονιά στηρίχθηκε χάρη στην επιδοματική πολιτική.
Η προσωρινότητα της επιδοματικής πολιτικής, που χάρις σε αυτήν στηρίχθηκε το διαθέσιμο εισόδημα των νοικοκυριών, η οποία κατά το μεγαλύτερο μέρος της πρόκειται να αποσυρθεί σύμφωνα με τον προϋπολογισμό του 2022, για λόγους δημοσιονομικούς, και η ταυτόχρονη μείωση του διαθέσιμου εισοδήματος εξαρτημένης εργασίας, δημιουργεί ένα από τα βασικά προβλήματα με τα οποίο βρίσκεται αντιμέτωπη η κυβέρνηση.
Το πρόβλημα οξύνθηκε υπέρμετρα λόγω των παρατηρούμενων πληθωριστικών πιέσεων στις τιμές των αγαθών και της ενέργειας με αποτέλεσμα τη δραματική μείωση της αγοραστικής δύναμης των εργαζομένων( ειδικά όσων εργάζονται σε καθεστώς εξαρτημένης εργασίας), παρά την αύξηση του διαθεσίμου εισοδήματος των νοικοκυριών, κατά 2,0% από 1 Ιανουαρίου 2022. Η αγοραστική δύναμη των εργαζομένων νοικοκυριών ύστερα από 10 χρόνια λιτότητας βρίσκεται μπροστά σε ένα πληθωριστικό σοκ.
Αυτές οι εξελίξεις εξανάγκασαν την κυβέρνηση, παρά τα όσα υποστήριζε, να υποσχεθεί μια νέα αύξηση του κατώτατου μισθού από τον Μάιο του τρέχοντος έτους.
Το σημείο που χρειάζεται να υπογραμμισθεί είναι ότι η αύξηση του διαθεσίμου εισοδήματος το 2021 δεν στάθηκε ικανή να εξασφαλίσει και την αγοραστική δύναμη των εργαζομένων νοικοκυριών. Αντιθέτως , η αγοραστική δύναμή τους έχει υποστεί σφοδρή μείωση. Σύμφωνα με τα στοιχεία του ΙΝΕ/ΓΣΕΕ « τον Δεκέμβριο του 2021 η απώλεια αγοραστικής δύναμης του μέσου μηνιαίου ατομικού διαθέσιμου εισοδήματος άγγιζε το 7% σε ετήσια βάση. Ταυτόχρονα, η απώλεια αγοραστικής δύναμης του κατώτατου μισθού έφτασε στο 10,4%, ενώ του μέσου μισθού των μισθωτών μερικής απασχόλησης στο 13,7%». Τα παραπάνω στοιχεία, από ό,τι γνωρίζω, δεν έχουν τύχει απαντήσεως από το οικονομικό επιτελείο της κυβέρνησης. Η μονοδιάστατη προβολή της αυξήσεως του διαθεσίμου εισοδήματος των νοικοκυριών δεν αφορά στην εξέλιξη της αγοραστικής δύναμης των εργαζομένων νοικοκυριών.
Διαβάστε ακόμη: