Η κρίση στην Ουκρανία μοιάζει να πλησιάζει σε εκείνο το σημείο, που ακόμα και αυτοί που την περιγράφουν καθημερινά φτάνουν να έχουν ξεχάσει πώς ξεκίνησε.
Εδώ και μερικούς μήνες κάθε τόσο εμφανίζονται κάποιες «ειδήσεις» που μας προειδοποιούν ότι η Ρωσία ετοιμάζεται για επίθεση στην Ουκρανία. Το γιατί και το πώς, αλλά κυρίως με ποιά στόχευση έχει πάψει να απασχολεί ιδιαίτερα.
Λογικά οι υπουργοί Εξωτερικών Αντονι Μπλίνκεν από τη μεριά των ΗΠΑ και Σεργκέι Λαβρόφ από τη Ρωσία, που θα συναντηθούν σήμερα στο ουδέτερο έδαφος της Γενεύης γνωρίζουν καλά περί τίνος πρόκειται. Το ερώτημα είναι όμως όχι το τι γνωρίζουν, αλλά πόσα ομολογούν. Και αυτό θα κρίνει τελικά αν θα υπάρξει αποκλιμάκωση ή συνέχιση του «θρίλερ».
Η δεύτερη εκδοχή μοιάζει δυστυχώς πιο πιθανή, αν και το γεγονός και μόνο, ότι οι δύο ΥΠΕΞ αποφάσισαν να τα πουν «πρόσωπο με πρόσωπο», ερμηνεύεται από πολλούς ως το πρώτο σημάδι τουλάχιστον για την «άρση του κόκκινου συναγερμού», αφού οι συνομιλίες «αναβαθμίζονται» από το προηγούμενο επίπεδο των αναπληρωτών ΥΠΕΞ. Από την άλλη ο Αμερικανός ΥΠΕΞ, ο οποίος συναντήθηκε την Πέμπτη με τη Γερμανίδα Ανναλένα Μπέρμποκ, στο Βερολίνο φάνηκε να χαμηλώνει τον πήχυ. Δεν περιμένει θαύματα από τη συνάντηση, αλλά λίγο περισσότερη αλληλοκατανόηση.
Ολοι κερδισμένοι;
Αν θέλει κάποιος να είναι απολύτως ψυχρός παρατηρητής θα μπορούσε να πει ότι η κρίση αυτή «καλά κρατεί» επειδή φαίνεται να βολεύει πολλούς. Ενας Αμερικανός πρόεδρος που η δημοτικότητά του έχει κατακρημνιστεί μόλις ένα χρόνο μετά την ορκωμοσία του, και που σε πολλά θέματα της εξωτερικής πολιτικής δείχνει απροετοίμαστος αναζητά τρόπους να αποδείξει σε ψηφοφόρους και Ρεπουμπλικάνους πόσο αποφασιστικός μπορεί να είναι. Μπορεί να μην έχουμε φτάσει ακόμα σε καταστάσεις σαν εκείνες της ταινίας «Ο Πρόεδρος, ένα ροζ σκάνδαλο και ένας πόλεμος» από το «μακρινό» 1997, αν και κάποια φραστικά γλιστρήματα του Τζο Μπάιντεν ξύπνησαν κάποιες τέτοιες μνήμες.
Ωστόσο είναι πρόδηλη η επιθυμία των ΗΠΑ να δείχνουν στους Ευρωπαίους, ότι δεν μπορούν να ζήσουν χωρίς τη δική τους παρουσία στην «Γηραιά Ηπειρο». Το ΝΑΤΟ αποκτά ξανά μεγαλύτερη βαρύτητα, έχει ουσιαστικό λόγο ύπαρξης, σε μια Ευρώπη που όταν τα βρίσκει σκούρα απέναντι στους επικριτές της, επιστρατεύει ως ύστατο επιχείρημα τη διατήρηση της ειρήνης στα εδάφη της επί επτά δεκαετίες. Η αγωνία του Τζο Μπάιντεν πάντως για την ομοφωνία εντός της Βορειοατλαντικής Συμμαχίας δείχνει ότι ακόμα δεν έχουν όλοι ευθυγραμμιστεί.
Η αμερικανική πρόκληση έχει γίνει κατανοητή ακόμα και από τους άλλοτε πασιφιστές Πράσινους. Η αγωνία της Μπέρμποκ να αποδείξει ότι προχωρά «ώμο με ώμο» με την υπερδύναμη, ότι μπορεί να σταθεί ρεαλιστικά και ψύχραιμα στη διεθνή διπλωματική σκακιέρα, ότι έχει εγκαταλείψει παιδικές φαντασιώσεις για ένα κόσμο χωρίς όπλα, ήταν κάτι παραπάνω από εμφανής στη κοινή εμφάνιση με τον Αμερικανό ομόλογό της. Οπως και η επιμονή της να αναβιώσει μια διπλωματική πρωτοβουλία σε συνεργασία με τη Γαλλία, το αποκαλούμενο «σχήμα της Νορμανδίας».
Η ιδέα δε μοιάζει να ανησυχεί τους Αμερικάνους ιδιαίτερα είτε γιατί δεν την πολυπιστεύουν, είτε γιατί έχουν εγγυήσεις ότι θα βρίσκεται διαρκώς υπό τις φτερούγες του ΝΑΤΟ, είτε γιατί θεωρούν ότι αρκετά ταπεινώθηκε η ΕΕ ως παρατηρήτρια των όσων διαδραματίζονται στην αυλή της και κάπου πρέπει να διασώσει την αξιοπρέπεια της. Η γαλλογερμανική πρόταση διαμεσολάβησης ταιριάζει φυσικά μια χαρά και στις φιλοδοξίες του Εμανουέλ Μακρόν, που έχει μια ακόμα σκηνή για να παρουσιαστεί ως «Η» ηγετική φυσιογνωμία στην Ευρώπη. Και για μια ακόμα φορά την Τετάρτη θύμισε στους Ευρωπαίους ότι «πρέπει να οπλιστούν» για να διατηρήσουν την ασφάλεια τους και την ειρήνη.
Κερδισμένοι από την ένταση μπορούν συνεπώς να βγουν και άλλοι μικρότεροι ή μεγαλύτεροι παίκτες, που συζητούν τώρα ανοικτά αν θα πρέπει να τροφοδοτήσουν με στρατιωτικό υλικό την Ουκρανία. Οι καλύτερες μπίζνες γίνονται ανέκαθεν εν καιρώ κρίσης. Ετσι ακόμα και οι φιλειρηνιστές Πράσινοι μπορούν να έχουν μια δικαιολογία για να συμφωνήσουν με την αποστολή «αμυντικών όπλων» στο Κίεβο.
Η Ρωσία επέστρεψε
Στην απέναντι όχθη είναι σαφές ότι ο Βλάντιμιρ Πούτιν έχει ήδη καταφέρει να στείλει το μήνυμα. Η Ρωσία δεν είναι η αδύναμη υπό κατάρρευση χώρα, στα τέλη του 20ου αιώνα, που έμοιαζε να μην ξέρει που βαδίζει, με ηγέτη έναν αλκοολικό και κυκλοθυμικό ηγέτη. Εχει επιστρέψει ως μεγάλη δύναμη με τις δικές της σφαίρες επιρροής. Εχει στρατηγική και θα εμποδίσει με κάθε τρόπο μια περικύκλωσή της, από όπλα που μπορούν να την πλήξουν μέσα σε λίγα λεπτά. Η Μόσχα θα συνεχίσει τον πόλεμο νεύρων μέχρι να μπορέσει να λάβει κάποιες εγγυήσεις που ζητά.
Αν δε μπορούν οι ΗΠΑ να καταλάβουν τι σημαίνει αυτό, μπορεί να το νοιώσουν βλέποντας πυραύλους στην Κούβα και στην Βενεζουέλα στραμμένους εναντίον της. Ο Ρώσος πρόεδρος ως ηγέτης ενός αυταρχικού καθεστώτος έχει και το πλεονέκτημα των πιο γρήγορων και αποφασιστικών κινήσεων. Δεν έχει κάποια σοβαρή αντιπολίτευση να ρωτήσει πριν κάνει την επόμενη κίνησή του. Οχι ότι υπάρχει τέτοια στη Δύση. Οταν το μιντιακό αφήγημα χτίζεται πάνω στην εικόνα της «πεινασμένης ρωσικής αρκούδας» δεν υπάρχουν και πολλοί που είναι έτοιμοι να κάνουν δυσάρεστες ερωτήσεις.
Το λογικό συμπέρασμα είναι ότι αυτή η βολική κρίση θα συνεχιστεί για κάποιο διάστημα, μέχρι να την βαρεθούν και αυτοί που την προκάλεσαν. Κάποια στιγμή θα βρεθεί μια φόρμουλα συμβιβασμού που θα μπορούν όλοι να «πουλήσουν» ως κερδισμένοι στα δικά τους ακροατήρια. Φυσικά όποιος παίζει με την φωτιά μπορεί και να καεί. Απρόοπτα πάντα συμβαίνουν. Αλλά οι παίκτες είναι έμπειροι και σίγουροι για τον εαυτό τους, που θεωρούν αυτό τον κίνδυνο ελεγχόμενο. Μένει να αποδειχτεί αν έχουν δίκιο.
Διαβάστε ακόμα
Ο Εμανουέλ Μακρόν στο Ευρωκοινοβούλιο: Ο λόγος του (δεν) μας χόρτασε
Η Επίτροπος Υγείας προειδοποιεί ότι δεν έχουμε τελειώσει ακόμα με τον κορωνοϊό