Παρά τα μεγάλα λόγια, τις ατέλειωτες υποσχέσεις για στροφή της οικονομίας στις επενδύσεις και μέσω αυτών στην αλλαγή του παραγωγικού υποδείγματος, η μείωση του παγίου κεφαλαίου (ακίνητα, κατασκευές, εξοπλισμός κ.λπ.), της ελληνικής οικονομίας συνεχίστηκε για 11ο χρόνο (2010- 2020), σύμφωνα με τους ετήσιους μη χρηματοοικονομικούς λογαριασμούς θεσμικών τομέων της ΕΛΣΤΑΤ.
Αναφερόμαστε, βεβαίως, στις καθαρές επενδύσεις , εκείνες δηλαδή που μένουν εαν από τις ακαθάριστες επενδύσεις αφαιρεθούν οι αποσβέσεις.
Στην Γραφική παράσταση που ακολουθεί – με βάση τα στοιχεία της ΕΛΣΤΑΤ και επεξεργασία της Eurobank research (7 ΗΜΕΡΕΣ ΟΙΚΟΝΟΜΙΑ, 29 Οκτωβρίου 2021, Τεύχος 394) παρουσιάζονται τα τρία αναφερόμενα μεγέθη.
Είναι εμφανές ότι οι Καθαρές Επενδύσεις Παγίου Κεφαλαίου από το 2010 μέχρι και το 2020 είναι αρνητικές. Για το 2020, που υπάρχουν πλήρη στοιχεία, οι νέες Ακαθάριστες Επενδύσεις Παγίου Κεφαλαίου που προστέθηκαν στο ήδη υπάρχον απόθεμα (€19,3 δισ. ή 11,7% του ΑΕΠ) ήταν μικρότερες από τις αντίστοιχες που αναλώθηκαν (€26,3 δισ. ή 15,9% του ΑΕΠ). Αλλά και στο 1ο εξάμηνο του 2021 οι Καθαρές Επενδύσεις Παγίου Κεφαλαίου παρέμειναν αρνητικές.
Ελλάδα – Ακαθάριστες Επενδύσεις Παγίων και Ανάλωση Παγίου Κεφαλαίου |
Πηγή: ΕΛΣΤΑΤ, Eurobank research.
Η συνολική συρρίκνωση των Καθαρών Επενδύσεων Παγίου Κεφαλαίου (ΚΕΠΚ) την περίοδο 2010-2020 ανήλθαν σε -93,1 δις ευρώ. Η μείωση επιμερίζεται ως εξής: νοικοκυριά –50,6 δις ευρώ ή 54,35%, μη χρηματοπιστωτικές επιχειρήσεις -34,7 δις ευρώ ή 37,27%, γενική κυβέρνηση -9,9 δις ευρώ ή 10,63%. Αντιθέτως οι χρηματοοικονομικές επιχειρήσεις αύξησαν τις καθαρές επενδύσεις παγίου κεφαλαίου κατά +2,1 δις ευρώ.
Η σημαντική συρρίκνωση των ΚΕΠΚ τις οποίες πραγματοποιούν τα νοικοκυριά οφείλεται κυρίως στη μείωση των επενδύσεων σε κατοικίες. Επίσης οφείλεται στη μείωση της απόκτησης κεφαλαιουχικών αγαθών (π.χ. μηχανολογικός και μεταφορικός εξοπλισμός) ως ιδιοκτητών ατομικών επιχειρήσεων. Η εξέλιξη αυτή προσδιόρισε σε μεγάλο βαθμό και τη συνολική μείωση των ΑΕΠΚ αλλά και των ΚΕΠΚ.
Όμως σημαντική συρρίκνωση παρουσίασαν και οι ΚΕΠΚ του επιχειρηματικού τομέα παρά το ότι σύμφωνα με την λογική των προγραμμάτων οικονομικής πολιτικής που εφαρμόστηκαν τη συγκεκριμένη δεκαετία αυτές θα έπρεπε να αποτελέσουν την αιχμή του δόρατος του «νέου παραγωγικού υποδείγματος» το οποίο δυστυχώς ακόμη αναμένεται!
Οι δύο παραπάνω αναφερόμενοι τομείς αλληλοσχετίζονται με τον πρώτο να συμβάλλει καθοριστικά στο μέγεθος του δευτέρου.
Η μέχρι σήμερα θεωρητική πρόταση που βρίσκεται στον πυρήνα και των τριών μνημονιακών προγραμμάτων αλλά και του λεγόμενου προγράμματος Πισσαρίδη, για υποκατάσταση των επενδύσεων που οδηγούνται στον τομέα των κατοικιών από επενδύσεις σε κλάδους που παράγουν διεθνώς εμπορεύσιμα αγαθά, είναι προφανές ότι δεν μπορεί να στεφθεί με επιτυχία.
Παρά την διατήρηση μιας θετικής τάσης στις εξαγωγές αγαθών, οι αντίστοιχες επενδύσεις δεν παρουσίασαν μια ανάλογη αύξηση. Αυτό συμβαίνει διότι η συρρίκνωση του εγχώριου εισοδήματος οδήγησε πολλές επιχειρήσεις υπό καθεστώς πίεσης να στραφούν προς το εξωτερικό χωρίς όμως να αυξήσουν την παραγωγή τους.
Απλά αυτά που πωλούσαν προηγουμένως εγχωρίως τώρα προσπαθούν να τα πωλήσουν στην αλλοδαπή.
Η συρρίκνωση των εισοδημάτων – μισθών και άλλων- των εργαζομένων , ενώ αποτελεί το βασικό λόγο βελτίωσης της ανταγωνιστικότητας, ως προς τις τιμές, των ελληνικών επιχειρήσεων (και αποτελεί παράλληλα βασικό στοιχείο του κυρίαρχου οικονομικού δόγματος) παράλληλα λειτουργεί καθοριστικά στη μείωση της εγχώριας ζήτησης, προκειμένου τμήμα της παραγωγής να εξαναγκαστεί να στραφεί στις εξαγωγές.
Όμως το ύψος των εξαγόμενων αγαθών έχει μικρή συμμετοχή στη προσδιορισμό του ΑΕΠ και είναι σχεδόν αδύνατον να «απορροφήσει» τον όγκο των επενδύσεων που κατευθύνονταν στις κατοικίες. Σύμφωνα με τα στοιχεία ( Eurobank research ) : Πριν ξεσπάσει η παγκόσμια χρηματοπιστωτική κρίση 2007-2009, η Ελλάδα, η Ιρλανδία, η Ισπανία και η Κύπρος είχαν τα υψηλότερα μερίδια επενδύσεων σε κατοικίες ανάμεσα στις χώρες της ΕΕ-27 (Ελλάδα 41,6% επί του συνόλου των επενδύσεων παγίων, Ιρλανδία 38,7%, Ισπανία 38,1%, Κύπρος 48,1%, Ευρωζώνη 29,0%). Το 2020, η Ιρλανδία και η Ελλάδα εμφάνισαν μακράν τα χαμηλότερα μερίδια επενδύσεων σε κατοικίες σε σύγκριση με τις χώρες της ΕΕ-27 (Ελλάδα 9,3%, Ιρλανδία 5,3%, Ισπανία 29,5%, Κύπρος 38,0%, Ευρωζώνη 25,9%).
Το ακολουθούμενο υπόδειγμα της μονότονης και επιτακτικής αύξησης του μεγέθους των εξαγωγών αγαθών δεν μπορεί να επιλύσει το πρόβλημα της αύξησης των επενδύσεων στην ελληνική οικονομία. Η μοναδική ελπίδα της κυβέρνησης φαίνεται ότι αποτελούν οι αναμενόμενοι πόροι του Ταμείου Ανάκαμψης.
Σύμφωνα με το σχέδιο του προϋπολογισμού 2022, η μεγέθυνση του ΑΕΠ, στηρίζεται, κατά κύριο λόγο στις επενδύσεις. Η αύξηση του ακαθάριστου σχηματισμού παγίου κεφαλαίου προβλέπεται στο 23,4%. Η αύξηση ουσιαστικά στηρίζεται στα 4,5 δισ. που υπολογίζει η κυβέρνηση να εισρεύσουν από το Ταμείο Ανάκαμψης. Η αύξηση κατά 23,4% αντιστοιχεί σχεδόν επακριβώς σε 4,5 δις ευρώ.
Αποτελεί κρίσιμο ερώτημα χωρίς τους (αναμενόμενους) πόρους του Ταμείου Ανάκαμψης ποια θα ήταν η (αναμενόμενη και μη βέβαιη) αύξηση του ακαθάριστου σχηματισμού παγίου κεφαλαίου;
Διαβάστε ακόμη:
Περιμένοντας τη Σοσιαλδημοκρατία…
Γιατί η αύξηση του ΑΕΠ δεν προσφέρεται για πανηγυρισμούς
Οι πληθωριστικές πιέσεις θα συνεχιστούν τουλάχιστον μέχρι το πρώτο εξάμηνο του 2022