Η 25η Νοεμβρίου 2021 θα περάσει στην πολιτική ιστορία της Σουηδίας ως μια από τις πιο αλλόκοτες μέρες της. Μετά την παραίτηση του Στέφαν Λέφβεν τον Αύγουστο και τις συνεννοήσεις των κομμάτων, που ακολούθησαν, η Μαγκνταλένα Αντερσον από το Σοσιαλδημοκρατικό Κόμμα ήταν έτοιμη να σχηματίσει κυβέρνηση μαζί με τους Πράσινους με το το Αριστερό Κόμμα και το Κόμμα του Κέντρου να δηλώνουν ότι θα παράσχουν ψήφο «ανοχής».
Στη συνέχεια ακολούθησε η ψηφοφορία για το νέο προϋπολογισμό. Σε ένδειξη διαμαρτυρίας για μια σχεδιαζόμενη αύξηση των συντάξεων, το Κεντρώο Κόμμα έσπασε τη συμφωνία και υποστήριξε την πρόταση προϋπολογισμού της αντιπολίτευσης. Ως αποτέλεσμα, οι Πράσινοι αποχώρησαν από τον συνασπισμό με τους Σοσιαλδημοκράτες, αρνούμενοι να εργαστούν με έναν προϋπολογισμό που υποστηρίζεται από τους εθνικιστές ακροδεξιούς «Σουηδούς Δημοκράτες». Κατά συνέπεια, μετά από μόλις επτά ώρες στην εξουσία, η Αντερσον υποχρεώθηκε να παραιτηθεί. Ομως λίγες μέρες αργότερα, εκλεγόταν ξανά πρωθυπουργός, μιας μονοκομματικής κυβέρνησης μειοψηφίας.
Τα γεγονότα αυτά ήταν ενδεικτικά μιας πολωμένης και εύθραυστης περιόδου που διανύει το πολιτικό σύστημα και με τις εκλογές του Σεπτεμβρίου του 2022 να αφήνουν περιθώρια για κάθε είδους προγνωστικό.
Αλλαγή πλεύσης
Στις εκλογές αυτές η Αντερσον, πρώην υπουργός των Οικονομικών από το 2014 έως το 2021, δείχνει διατεθιμένη να οδηγήσει το κόμμα της με μια ατζέντα που δεν θα θυμίζει την θητεία της ως «θησαυροφύλακα» της χώρας, όταν δήλωνε πιστή οπαδός της δημοσιονομικής λιτότητας. Το σύνθημα της ήταν πάντα κάτι αντίστοιχο του «προσέχουμε για να έχουμε στις πιο δύσκολες μέρες». Η αλήθεια είναι ότι αυτή την πολιτική ακολούθησαν με αυστηρότητα όλες οι σοσιαλδημοκρατικές κυβερνήσεις από την οικονομική κρίση, που έπληξε τη Σουηδία στην αρχή της δεκαετίας του 1990.
Το αποτέλεσμα ήταν μεταξύ άλλων να «αδυνατίσει» υπερβολικά το άλλοτε κραταιό κοινωνικό κράτος, που αποτελούσε πρότυπο για πολλές κυβερνήσεις ανά τον πλανήτη. Το ερώτημα που πλανάται τώρα είναι αν η πρωθυπουργός θέλει να επιστρέψει πίσω στις σοσιλαδημοκρατικές ρίζες των εποχών του Ολαφ Πάλμε.
Τον περασμένο Μάιο η Άντερσον τέθηκε επικεφαλής μιας ομάδας εντός του Σοσιαλδημοκρατικού Κόμματος που δημοσίευσε μια έκθεση με τίτλο «Πολιτικές διανομής για ισότητα και δικαιοσύνη». Αυτή η έκθεση αποτελούσε και ένα είδος απολογισμού των κοινωνικών εξελίξεων στη Σουηδία τα τελευταία σαράντα χρόνια, βάζοντας το δάχτυλο στις αυξανόμενες ανισότητες που προέκυψαν από πολιτικές αποφάσεις των προηγούμενων κυβερνήσεων, τόσο της δεξιάς όσο και της αριστεράς. Ταυτόχρονα ήταν και ένα μήνυμα προς όλα τα σοσιαλδημοκρατικά κόμματα της Ευρώπης που έχουν διανύσει μια φθίνουσα πορεία τις τελευταίες δύο δεκαετίες.
Η έκθεση περιέχει με μια σειρά προτάσεων για μεταρρυθμίσεις, που ξεκινούν από το φορολογικό σύστημα και καταλήγουν σε μέτρα για την ενίσχυση του τομέα πρόνοιας και των συστημάτων κοινωνικής ασφάλισης. Θεωρήθηκε ως μια ιδεολογική δήλωση, βασισμένη σε παραδοσιακές σοσιαλδημοκρατικές αξίες, και έγινε δεκτή με ικανοποίηση από την αριστερή πτέρυγα των Σοσιαλδημοκρατών. Στο ίδιο πνεύμα κινήθηκε και η πρώτη ομιλία της Αντερσον μετά την ανάληψη των καθηκόντων της το Νοέμβριο, θέτοντας τρεις προτεραιότητες για την κυβέρνησή της: την καταπολέμηση της εγκληματικότητας που σχετίζεται με συμμορίες, την επιτάχυνση της πράσινης βιομηχανικής επανάστασης και την ενίσχυση της ποιότητας του συστήματος πρόνοιας.
Με το βλέμμα στις κάλπες
Δεν έχει περάσει βεβαίως πολύς χρόνος από τότε για να κριθεί η αξιοπιστία των δηλώσεων. Ολοι όμως αναρωτιούνται αν τελικά έχουμε να κάνουμε με ένα είδος «απολογίας» για την προηγούμενη συντηρητικοποίηση του κόμματος και αν αυτή η νέα προσέγγιση θα βοηθήσει τη Σοσιαλδημοκρατία να κερδίσει τις εκλογές και να εισέλθει σε μια νέα «χρυσή εποχή» πολιτικής δημιουργίας.
Το κλίμα πάντως μετά και την πανδημία δείχνει ευνοϊκό για μια τέτοια «αναστροφή». Στην πλειοψηφία της κοινής γνώμης, αλλά και στα κυρίαρχα μέσα ενημέρωσης, η ιδιωτικοποίηση, η εμπορευματοποίηση και η εφαρμογή λογικών «μάνατζμεντ» στη δημόσια διοίκηση δεν θεωρούνται πλέον ως αξιόπιστες λύσεις στα τρέχοντα προβλήματα. Αυτό αφήνει περιθώρια να δοθεί προτεραιότητα στην ενίσχυση του κράτους πρόνοιας και να αυξηθεί ο δημόσιος έλεγχος, όπως επιμένει η Αντερσον. Η περιστολή του κράτους πρόνοιας και του ασφαλιστικού δικτύου, που αποκάλυψαν σημαντικά κενά κατά τη διάρκεια της πανδημίας φαίνεται να της δίνουν δίκαιο.
Αν μάλιστα η Αντερσον μπορέσει να αξιοποιήσει και το «μπόνους» της πρωθυπουργού ανεβάζοντας τα ποσοστά της προσωπικής της δημοφιλίας μέχρι το φθινόπωρο, και διαγράφοντας κακές αναμνήσεις από την περίοδο εξουσίας παλιότερων σοσιαλδημοκρατικών κυβερνήσεων, τότε θα έχει έναν ακόμα λόγο να αισιοδοξεί, σύμφωνα με πολλούς Σουηδούς αναλυτές.
Οι Σουηδοί φαίνεται επίσης να πιστεύουν στην ανάγκη για είσοδο της χώρας σε μια περίοδο «πράσινης βιομηχανικής επανάστασης», που θα εστιάζει και στις πολιτικές της αγοράς εργασίας καθώς και σε θέματα ενίσχυσης της περιφέρειας, όπως υπόσχεται τώρα η πρωθυπουργός. Τα οικονομικά της Σουηδίας είναι ισχυρά και δίνουν περιθώρια για τέτοιες αλλαγές.
Ως πλεονέκτημα για τη σοσιαλδημοκρατία εκτιμάται και το γεγονός ότι η πολιτική σύγκρουση για τη μετανάστευση έχει εκτονωθεί, δεδομένου ότι όλα τα μεγάλα κόμματα είναι εξίσου αυστηρά στην προσφυγική πολιτική. Το ίδιο ισχύει και για τα περί «νόμου και τάξης», κάτι που παρατηρείται εξάλλου σε ολόκληρη την Σκανδιναβία, πράγμα που σημαίνει ότι αυτά τα ζητήματα δύσκολα θα μπορέσουν να αποτελέσουν αντικείμενα δημαγωγικής εκμετάλλευσης από τους ακραίους «Σουηδούς Δημοκράτες». Αυτό δεν σημαίνει βεβαίως ότι οι τελευταίοι δεν θα αγωνιστούν για να διατηρήσουν την ισχυρή υποστήριξή τους σε τμήματα της εργατικής τάξης.
Αλλά οι οκτώ μήνες που απομένουν μέχρι τις επόμενες γενικές εκλογές στη Σουηδία ενδέχεται να αφήσουν χώρο στους Σοσιαλδημοκράτες να στρίψουν πράγματι αριστερότερα επιλέγοντας το ρόλο μιας αξιόπιστης εναλλακτικής λύσης στην πιο συντηρητική αντιπολίτευση, που έχει δει ποτέ η Σουηδία. Οι εκλογές τον Σεπτέμβριο θεωρούνται πράγματι μια μεγάλη ευκαιρία για την 55χρονη απόφοιτη Οικονομικών Επιστημών, που εντάχθηκε στο κόμμα από τα 16 της χρόνια.
Διαβάστε ακόμα
Περιμένοντας τη Σοσιαλδημοκρατία…
Η χαμένη τιμή της Σοσιαλδημοκρατίας
«Σόλτσοματ»: Ο νέος, βαρετός Γερμανός καγκελάριος που ξεφεύγει αθόρυβα από τις κακοτοπιές