Αντιδράσεις και σύγχυση έχουν προκαλέσει από τη μία πλευρά οι αποφάσεις που έλαβαν χθες ομοσπονδία και κρατίδια για τη διαχείριση του επερχόμενου κύματος της μετάλλαξης «Όμικρον» του νέου κορωνοϊού και από την άλλη πλευρά η -ασυνήθιστη- διαφοροποίηση του Ινστιτούτου Ρόμπερτ Κοχ, το οποίο έλαβε σαφείς αποστάσεις από την κυβερνητική πολιτική.
Λίγη ώρα πριν από την κρίσιμη συνεδρίαση του καγκελάριου Όλαφ Σολτς με τους πρωθυπουργούς των κρατιδίων, το Ινστιτούτο, το οποίο έχει την επιστημονική ευθύνη για τη διαχείριση της πανδημίας, με ανάρτησή του στο Twitter, ζήτησε μεταξύ άλλων «άμεσο περιορισμό των επαφών στον μεγαλύτερο δυνατό βαθμό», παράταση των σχολικών διακοπών, την επιστροφή των πανεπιστημίων σε ψηφιακή εκπαίδευση, την αναστολή της λειτουργίας των επιχειρήσεων εστίασης, την απαγόρευση των τραγουδιών σε εσωτερικούς χώρους και τον περιορισμό των συναθροίσεων στα δύο άτομα, με υποχρεωτική χρήση μάσκας, ακόμη και στους εξωτερικούς χώρους, όταν δεν είναι εφικτή η τήρηση αποστάσεων.
Το Ινστιτούτο έκανε ακόμη λόγο για «άνευ προηγουμένου δυναμική του νέου κύματος» και προέβλεψε μεγάλη επιβάρυνση του συστήματος υγείας εάν δεν ανακοπεί η επέλαση της Όμικρον. Προειδοποίησε μάλιστα για τον κίνδυνο βασικές δομές -όπως η ενέργεια, η αστυνομία, η πυροσβεστική- να μην μπορούν να λειτουργήσουν αξιόπιστα σε τέτοια περίπτωση.
Ο καγκελάριος και ο υπουργός Υγείας, υπό την εποπτεία του οποίου λειτουργεί το Ινστιτούτο Ρόμπερτ Κοχ, εξέφρασαν ιδιαίτερη ενόχληση για τη διχογνωμία που παρουσιάστηκε στην κοινή γνώμη, η οποία παρακολουθεί εξαντλημένη και απογοητευμένη την εξέλιξη της πανδημίας. Τόσο ο Όλαφ Σολτς όσο και ο Καρλ Λάουτερμπαχ επέλεξαν πάντως να ακολουθήσουν το αρχικό σχέδιό τους, αγνοώντας τις συστάσεις του Ινστιτούτου.
Έτσι, τα νέα μέτρα προβλέπουν από την 28η Δεκεμβρίου μεταξύ άλλων τον περιορισμό των συναθροίσεων στα δέκα άτομα, ακόμη και αν πρόκειται για εμβολιασμένους πολίτες, την αναστολή λειτουργίας των νυχτερινών κλαμπ, την ακύρωση μεγάλων εκδηλώσεων και τη διεξαγωγή αθλητικών αγώνων χωρίς θεατές.
Οι αποφάσεις δεν ικανοποίησαν τουλάχιστον δύο από τους πρωθυπουργούς, τον Βίνφριντ Κρέτσμαν της Βάδης-Βυρτεμβέργης (Πράσινοι) και αυτόν της Σαξονίας Μίχαελ Κρέτσμερ (CDU), οι οποίοι επέκριναν τις αποφάσεις ως «ανεπαρκείς».
Ο κυβερνήτης-δήμαρχος του Αμβούργου, ο Πέτερ Τσέντσερ, ανακοίνωσε ότι στην περιοχή του τα μέτρα θα ισχύσουν ήδη από την παραμονή των Χριστουγέννων, ενώ επέβαλε επιπλέον απαγόρευση κυκλοφορίας μετά τις 23:00. Μόνο παραμονή Πρωτοχρονιάς τα εστιατόρια θα μείνουν ανοιχτά έως τη 01:00.
Και στο Μεκλεμβούργο-Πομερανία η κυβέρνηση ανακοίνωσε ότι θα θέσει τους νέους κανόνες σε ισχύ από την 24η Δεκεμβρίου. Ο Βίνφριντ Κρέτσμαν και ο πρωθυπουργός της Βαυαρίας Μάρκους Ζέντερ ζήτησαν ακόμη από την ομοσπονδιακή κυβέρνηση να επαναφέρει την «εθνική κατάσταση επιδημίας», η οποία επέτρεπε τη λήψη άμεσων και ενιαίων μέτρων για την πανδημία και την οποία ο νέος κυβερνητικός συνασπισμός άφησε να εκπνεύσει την 25η Νοεμβρίου.
«Δεν χρειάζονται περιφερειακά μέτρα, αλλά εθνικά τυποποιημένο πλαίσιο για την αποτελεσματική και βιώσιμη αντιμετώπιση της Όμικρον. Όλα τα άλλα είναι ένα χάλι», δήλωσε ο κ. Ζέντερ και εξέφρασε την έκπληξή του για τη στάση του Ινστιτούτου Ρόμπερτ Κοχ.
«Είναι σαν η κρατιδιακή υγειονομική υπηρεσία της Βαυαρίας να πρότεινε κάτι διαφορετικό από το υπουργείο Υγείας της Βαυαρίας. Αυτό θα ήταν άξιο απορίας», είπε χαρακτηριστικά ο κ. Ζέντερ στη Münchner Merkur και έκανε λόγο για «χάος».
Από την πλευρά των ΜΜΕ, το δίκτυο RND χαρακτηρίζει «ανεύθυνη» τη στάση της κυβέρνησης «να μην ακούσει τους ειδικούς» και εκτιμά ότι σε σχέση με όσα πρότειναν το Ινστιτούτο Ρόμπερτ Κοχ και η νεοσυσταθείσα Επιτροπή Εμπειρογνωμόνων, η κυβέρνηση κάνει «εκπληκτικά λίγα, τα οποία τίθενται σε ισχύ εκπληκτικά αργά». Σύμφωνα με το RND, βασικό εμπόδιο στη λήψη δραστικότερων αποφάσεων αποτελεί το συγκυβερνών Κόμμα των Φιλελευθέρων (FDP), υψηλόβαθμα στελέχη του οποίου αντιτίθενται σε αυστηρότερα μέτρα. Επιπλέον, όπως υπενθυμίζεται στο άρθρο γνώμης, σε τέσσερα ομόσπονδα κρατίδια (Ζάαρλαντ, Σλέσβιγκ-Χολστάιν, Βόρεια Ρηνανία-Βεστφαλία, Κάτω Σαξονία) έχουν προγραμματιστεί εκλογές το 2022.
Το περιοδικό Stern γράφει ότι «οι αποφάσεις έρχονται και πάλι πολύ αργά – τουλάχιστον κατά δύο εβδομάδες».
Στον ρόλο του FDP αναφέρεται και το περιοδικό Der Spiegel, το οποίο ωστόσο επισημαίνει ότι πίσω από την άρνηση των Φιλελευθέρων για αυστηρότερα μέτρα «κρύβονται ωραιότατα και όλοι όσοι δεν θέλουν lockdown πριν από τις γιορτές. Και αυτοί ήταν σχεδόν όλοι». Για τις ανακοινώσεις του Ινστιτούτου Ρόμπερτ Κοχ, το γερμανικό περιοδικό επισημαίνει ότι ο Καρλ Λάουτερμπαχ εξέφρασε τον εκνευρισμό του κατά τη διάρκεια της διάσκεψης, μιλώντας για έλλειψη συντονισμού. Απαντώντας μάλιστα σε ερώτηση εάν θα επιβληθούν κυρώσεις στον επικεφαλής τους Ινστιτούτου, τον Λόταρ Βίλερ, ο υπουργός Υγείας δήλωσε ότι «αυτό είναι προς συζήτηση».
Έκπληξη προκάλεσε εξάλλου χθες η απόφαση της – συνήθως επιφυλακτικής – Διαρκούς Επιτροπής Εμβολιασμών (STIKO), η οποία εξέδωσε σύσταση για τη χορήγηση της ενισχυτικής δόσης του εμβολίου τρεις μήνες μετά τη δεύτερη δόση.
Ως χθες, η σύστασή της προέβλεπε διάστημα έξι μηνών μεταξύ 2ης και 3ης δόσης.
Στην ανακοίνωσή της, η Επιτροπή εξήγησε ότι πρέπει να μειωθεί επειγόντως η διασπορά της παραλλαγής Όμικρον, η οποία, τόνισε, θα καθορίσει την εξάπλωση του ιού «σε πολύ σύντομο χρονικό διάστημα».
Η STIKO ανέφερε ακόμη ότι τα δύο εμβόλια με το λεγόμενο αγγελιοφόρο RNA (mRNA) που χρησιμοποιούνται θεωρούνται απολύτως ισοδύναμα σε αποτελεσματικότητα.
Πριν από λίγες ημέρες, ο συνιδρυτής της BioNTech Ουγούρ Σαχίν δήλωνε στο Spiegel ότι ενόψει της εξάπλωσης της Όμικρον, το επιστημονικά λογικό θα ήταν η 3η δόση να χορηγείται τρεις μήνες μετά τη 2η.