H λέξη Σοσιαλδημοκρατία κυριάρχησε στην επικαιρότητα το τελευταίο διάστημα με αφορμή τις εκλογές για ανάδειξη νέου αρχηγού στο ΚΙΝΑΛ.
Η ευρωπαϊκή θητεία στην Ευρωβουλή, μάλιστα, του νέου προέδρου Νίκου Ανδρουλάκη, προεβλήθη ως αυτόματα συνδεόμενη με την ευρωπαϊκή αίγλη που έχει η λέξη Σοσιαλδημοκρατία, καθώς φέρνει στη μνήμη τις παλιές καλές εποχές της μεταπολεμικής Ευρώπης, όταν η οικονομική ανάπτυξη συμβάδιζε με την κοινωνική ασφάλεια και την οργάνωση ενός στιβαρού κοινωνικού κράτους.
Δυστυχώς όλα αυτά είναι παρελθόν, περασμένα μεγαλεία που έχουν παρέλθει ανεπιστρεπτί.
Η Σοσιαλδημοκρατία έχει πουλήσει εδώ και καιρό την ψυχή της στην αγορά και στα χρηματιστήρια, πρωτοστάτησε στις ιδιωτικοποιήσεις και το άνοιγμα πολλών δημοσίων αγαθών στην ελεύθερη αγορά, καθώς και στο πάγωμα των μισθών για λόγους ανταγωνιστικότητας.
Η αλήθεια, βέβαια, είναι ότι αυτή η στροφή δεν ήταν πολιτική επιλογή, αλλά καταναγκασμός υπό το βάρος των τεράστιων δυνάμεων της αγοράς που έχει απελευθερώσει η παγκοσμιοποίηση.
Στο όνομα του ανταγωνισμού και της αποδοτικότητας οι επιλογές διαφορετικών οικονομικών πολιτικών είναι εξαιρετικά περιορισμένες αν όχι ανύπαρκτες.
Εάν μια κυβέρνηση θέλει να κάνει δημόσιες επενδύσεις, να αυξήσει τις κοινωνικές παροχές ή να ενισχύσει το δημόσιο σύστημα υγείας θα έρθει αντιμέτωπη με αρνητικές αξιολογήσεις της πιστοληπτικής ικανότητάς της επειδή θα δημιουργήσει ελλείμματα.
Το οικονομικό περιβάλλον πρέπει να είναι ανταγωνιστικό και κατά κανόνα ο πρώτος μοχλός αυτής της ανταγωνιστικότητας είναι οι αμοιβές, οι οποίες περνούν μια μακρά περίοδο στασιμότητας στις περισσότερες χώρες της Ευρώπης –στην Ελλάδα έπεσε «μαχαίρι» περίπου 30% λόγω των μνημονίων.
Το μεγάλο πρόβλημα της εποχής είναι ο πληθωρισμός, η ακρίβεια δηλαδή, που ισοδυναμεί με μείωση εισοδήματος. Όλοι ξορκίζουν όμως την αύξηση των μισθών, γιατί θα πληγεί η ανταγωνιστικότητα των επιχειρήσεων.
Τα συνδικάτα, που ήταν οι πυλώνες της πολιτικής δύναμης των Σοσιαλδημοκρατών κατά τη «χρυσή εποχή» τους, σήμερα είναι αποδυναμωμένα. Ακόμα και σε χώρες με ισχυρή παρουσία, όπως η Γερμανία, τα συνδικάτα δίνουν πλέον μάχες οπισθοφυλακής, κατά κύριο λόγο για τη διαφύλαξη των θέσεων εργασίας -οι οποίες κινδυνεύουν από τη μεταφορά των παραγωγικών υποδομών σε άλλες χώρες- και όχι για μισθολογικές διεκδικήσεις.
Ασκεί πράγματι γοητεία η λέξη Σοσιαλδημοκρατία, ιδιαίτερα για τους μεγαλύτερους στην ηλικία που έχουν μνήμες από τις εποχές του Βίλυ Μπραντ, του Χέλμουτ Σμιτ και του Φρανσουά Μιτεράν, όταν οι χώρες της κεντρικής Ευρώπης ήταν πρότυπο και μακρινό όνειρο για τους Έλληνες.
Όμως οι εποχές είναι διαφορετικές και η πολιτική πρόταση των προοδευτικών δυνάμεων χρειάζεται επαναπροσδιορισμό με βάση ευρείες κοινωνικές συμμαχίες.
Και αυτές μπορούν να σχηματιστούν μόνο προς την αριστερή πλευρά του πολιτικού ορίζοντα.