Ηταν 8 Δεκεμβρίου του 1991, όταν οι ηγέτες της Ρωσίας, της Ουκρανίας, και της Λευκορωσίας συναντήθηκαν κρυφά στο Μπελαβέζσκαγια Πούστσα της δυτικής Λευκορωσίας, όπου υπέγραψαν τις Συμφωνίες Μπελαβέζα ή Συμφωνίες του Μινσκ, οι οποίες κήρυξαν το τέλος της Σοβιετικής Ένωσης και ανακοίνωσαν τον σχηματισμό της Κοινοπολιτείας Ανεξάρτητων Κρατών (ΚΑΚ) ως μιας πιο χαλαρής ένωσης, που θα έπαιρνε τη θέση της. Επίσης κάλεσαν τις άλλες δημοκρατίες να ενταχθούν στην ΚΑΚ. Το προοίμιο των Συμφωνιών έγραφε χαρακτηριστικά: «Η ΕΣΣΔ, ως αντικείμενο διεθνούς δικαίου και γεωπολιτικής πραγματικότητας, παύει να υπάρχει». Πρωταγωνιστής σε όλη αυτή τη διαδικασία ήταν ο πρώτος πρόεδρος της Ρωσίας της νέας εποχής Μπόρις Γιέλτσιν.
Ο Μιχαήλ Γκορμπατσόφ ως ακόμα Πρόεδρος της ΕΣΣΔ μίλησε τότε για «αντισυνταγματικό πραξικόπημα». Ωστόσο, δε μπορούσε να ανατρέψει μια διαδικασία που είχε ξεκινήσει πολύ νωρίτερα με την απόσχιση των βαλτικών δημοκρατιών, το Μάρτιο του 1990 και ολοκληρώθηκε τελικά στις 25 Δεκεμβρίου με την παραίτηση του ίδιου του Γκορμπατσόφ και την υποστολή της σοβιετικής σημαίας από το Κρεμλίνο. Είχε μεσολαβήσει και η απόπειρα πραξικοπήματος τον Αύγουστο του ΄91 που είχε συμβάλει σημαντικά στις διαδικασίες αποσύνθεσης. Αλλά σημάδια για το αναπόφευκτο όπως αποδείχτηκε τέλος της άλλοτε πανίσχυρης σοβιετικής αυτοκρατορίας είχαν υπάρξει από πολύ νωρίτερα. Ενα από αυτά ήταν και η τραγωδία του Τσέρνομπιλ, ήδη τον Απρίλιο του 1986, που είχε δείξει σοβαρές δομικές αδυναμίες του καθεστώτος. Στις 31 Δεκεμβρίου του 1991 η Δημοκρατία της Ρωσίας γινόταν δεκτή χωρίς καμιά αντίρρηση ως διάδοχος της Σοβιετικής Ενωσης στον ΟΗΕ.
Τριάντα χρόνια μετά παραμένει τελικά ερωτηματικό αν η εξέλιξη αυτή δικαιολογούσε τους πανηγυρισμούς, που ακούστηκαν εκείνη την περίοδο για το «τέλος της ιστορίας» και την ελπίδα για την είσοδο σε μια ανέφελη νέα εποχή για τον πλανήτη. Πολλά βιβλία έχουν γραφτεί για το θέμα, πολλές συζητήσεις έχουν γίνει, αλλά μονοσήμαντη απάντηση δεν υπάρχει.
Το μόνο σίγουρο είναι ότι σήμερα βιώνουμε μια κατάσταση, όπου κάποιοι θεωρούν ότι μπορεί και να βλέπουμε τα προεόρτια μιας στρατιωτικής σύγκρουσης στα σύνορα Ρωσίας-Ουκρανίας, που ξεπερνά ίσως και τις φοβίες, που κυριαρχούσαν την εποχή του «Ψυχρού Πολέμου». Είναι ακόμα ασαφές αν αυτή η νέα ένταση έχει να κάνει με εσωτερικές σκοπιμότητες του ΝΑΤΟ, που θέλει πάντα να αποδεικνύει την ανάγκη ύπαρξής του ή αν πράγματι η Μόσχα είναι έτοιμη να ανεβάσει σε άλλα επίπεδα την αντιπαλότητά της με τη Δύση.
Σίγουρο είναι ωστόσο ότι για τους πολίτες της Ρωσίας κυρίως, αλλά και για άλλες πρώην σοβιετικές δημοκρατίες η διάλυση της ΕΣΣΔ δεν έφερε ούτε περισσότερη δημοκρατία, ούτε καλύτερη ποιότητα ζωής. Δεν είναι τυχαίο ότι και στις δύο άλλες χώρες που υπέγραψαν τη «Συμφωνία του Μινσκ» στην Λευκορωσία και στην Ουκρανία η κατάσταση μόνο «ομαλή» δεν είναι. Εκατομμύρια άνθρωποι ζουν σε συνθήκες φτώχειας και ανασφάλειας, η διαφθορά κάνει πάρτυ, ενώ ζητήματα όπως η ελευθερία του Τύπου συνεχίζουν να θεωρούνται πολυτέλεια.
Η αλήθεια είναι λοιπόν ότι οι «αλλαγές» απλώς δημιούργησαν ένα νέο «καθεστώς», ένα καπιταλισμό «τούρμπο», που συνειδητά επελέγη μέσα από τις τότε αποκαλούμενες «θεραπείες σοκ», μετέφεραν κρατικό πλούτο σε κάποιες κάστες, που δεν ήταν πάντα άσχετες με το παλιό σύστημα, δημιούργησαν και τους περίφημους ολιγάρχες, που επέκτειναν τις δραστηριότητές τους και εκτός των άλλοτε σοβιετικών δημοκρατιών. Η Ευρώπη ασχολήθηκε μόνο με την «οικονομική μετάβαση» και δεν ενίσχυσε όσο θα μπορούσε και ίσως όφειλε δημοκρατικές δυνάμεις που είχαν ρισκάρει ακόμα και τη ζωή τους απέναντι στο προηγούμενο καθεστώς. Αλλά η ίδια απλοϊκή και συχνά αφελής τακτική ακολουθήθηκε και στην υπόλοιπη Ανατολική Ευρώπη.
Δεν ξέρω αν αυτοί που πανηγύριζαν τότε για το «τέλος του κομμουνισμού» νοιώθουν σήμερα ασφαλέστεροι, όταν γνωρίζουν ότι τα πυρηνικά όπλα βρίσκονται στα χέρια ενός αδίστακτου συστήματος υπό τον Βλάντιμιρ Πούτιν, ο οποίος εδώ και δεκαετίες πλέον λειτουργεί ως «αυτοκράτορας». Ή όταν ακούν για ξεκαθάρισμα λογαριασμών και ψυχρές δολοφονίες σε δυτικοευρωπαϊκές πρωτεύουσες, με πρωταγωνιστές εκπροσώπους διαφόρων «μαφιών» από τη Γεωργία, την Τσετσενία ή αλλού. Για να μην αναφερθούμε στις συνεχείς καταγγελίες για παρεμβάσεις Ρώσων «χάκερς» στο δημόσιο διάλογο στην ΕΕ, που συχνά λειτουργούν και ως άλλοθι για να εξηγηθούν εσωτερικές αδυναμίες της δυτικής δημοκρατίας, που αποκαλύφθηκαν εντόνοτερα και εξαιτίας της πανδημίας.
Τριάντα χρόνια μετά οι ψευδαισθήσεις ολοένα και λιγοστεύουν. Ο κόσμος δεν έχει γίνει ούτε πιο δίκαιος, ούτε πιο δημοκρατικός, ούτε πιο ασφαλής. Η σχέση με τη Ρωσία παραμένει προβληματική, κάτι για το οποίο δε μπορεί απλώς να ρίχνει κανείς ευθύνες αποκλειστικά στη Μόσχα. Η ενεργειακή εξάρτηση της Ευρώπης, η «υποχρεωτικότητα» συνεργασίας για ζητήματα κλιματικής κρίσης, η δεδομένη παρουσία του ρωσικού παράγοντα σε περιφερειακά «μέτωπα» υποχρεώνουν σε μια ρεαλιστική και ψύχραιμη προσέγγιση. Και καλό είναι να θυμόμαστε όλοι πολίτες και πολιτικοί, ότι η ιστορία δεν τελειώνει ποτέ και σίγουρα δεν γράφεται με βάση τις φαντασιώσεις και τις επιθυμίες μας.