Ο πρωθυπουργός Κ. Μητσοτάκης δεν κουράζεται να επαναλαμβάνει σε κάθε ευκαιρία ότι οι επόμενες εκλογές θα γίνουν «στο τέλος της τετραετίας». Δεν υπάρχει αμφιβολία, δε, ότι ο κατηγορηματικός τόνος που χρησιμοποίησε όποτε του ετέθη αυτό το ζήτημα, δεν αφήνει περιθώρια αμφισβήτησης των προθέσεών του. Ωστόσο, το τελευταίο διάστημα προέκυψαν ορισμένα γεγονότα, τα οποία δείχνουν ότι μπορούν δυνητικά να μεταβάλλουν τα πολιτικά δεδομένα εντός των οποίων πορεύθηκε η χώρα τα τελευταία δυο χρόνια και τα οποία ήταν προσαρμοσμένα στις επιδιώξεις του κ. Μητσοτάκη για επανεκλογή.
Πρώτο νέο δεδομένο είναι η επανεμφάνιση του Γιώργου Παπανδρέου, που δείχνει να είναι ικανή να μεταβάλλει τις ισορροπίες που είχαν αποκρυσταλλωθεί κι εμφανίζονταν σε κάθε μέτρηση των διαθέσεων της κοινής γνώμης, χωρίς εξαιρέσεις: Μικρή υποχώρηση των ποσοστών της κυβερνητικής παράταξης, αδυναμία της αντιπολίτευσης να καρπωθεί την όποια κυβερνητική φθορά, καθαρή υπεροχή της Νέας Δημοκρατίας σε πρόθεση ψήφου από τον ΣΥΡΙΖΑ, σαφές προβάδισμα Μητσοτάκη στη καταλληλότητα για πρωθυπουργός. Η δυνατότητα Παπανδρέου να αυξήσει τα ποσοστά του ΚΙΝΑΛ (σε περίπτωση εκλογής του) μπορεί να πλήξει κατ’ αρχήν τον ΣΥΡΙΖΑ, αφού από εκεί θα επαναπατριστούν κάποιοι από εκείνους που εγκατέλειψαν τα προηγούμενα χρόνια το ΠΑΣΟΚ, ωστόσο θα δημιουργήσει ένα αντιδεξιό μέτωπο, που ίσως (εάν «βγουν τα κουκιά» κατά την πρωθυπουργική ρήση) ματαιώσει την πρόθεση Μητσοτάκη για «κάψιμο» της απλής αναλογικής και διεξαγωγής «διπλών εκλογών» που θα εξασφάλιζαν μια δεύτερη θητεία αυτοδύναμης παρουσίας της ΝΔ στην κυβέρνηση.
Δεύτερον, η πορεία των εθνικών θεμάτων μπορεί να ανατρέψει τους πρωθυπουργικούς σχεδιασμούς. Ειδικότερα η πρόθεση Ερντογάν να δημιουργήσει συνθήκες θερμού επεισοδίου το οποίο θα χρεώσει στην ελληνική πλευρά, αποδεικνύεται πλέον μόνη του ελπίδα να ανακτήσει κάποιες πιθανότητες επικράτησης στις εκλογές του 2023. Μια επικίνδυνη όξυνση από πλευράς Τουρκίας μπορεί να αποτελέσει και το κεντρικό διακύβευμα πρόωρης προσφυγής στις κάλπες, ώστε να εκπληρώνεται η συνταγματική διάταξη περί «σοβαρού εθνικού θέματος» που δικαιολογεί πρόωρες εκλογές. Άλλωστε η Άγκυρα έχει προαναγγείλει έναρξη γεωτρήσεων εντός των υδάτων της κυπριακής ΑΟΖ μέσα στον Νοέμβριο, πράγμα που και πάλι θα αυξήσει κατακόρυφα την ένταση στο Αιγαίο και την Ανατολική Μεσόγειο, με άγνωστες συνέπειες καθώς, όπως λέει ο λαός μας «πολλές φορές πηγαίνει η στάμνα στη βρύση, αλλά μία σπάζει».
Τρίτη παράμετρος είναι η πορεία της οικονομίας και ειδικότερα του δημόσιου και του ιδιωτικού χρέους. Σήμερα η Ελλάδα έχει μακράν το υψηλότερο δημόσιο χρέος την Ευρωπαϊκή Ένωση, ενώ σχεδόν κάθε Έλληνας αισθάνεται ακόμα «δέσμιος» των τραπεζών για τα δάνεια που έχει λάβει και είτε εξυπηρετεί με μεγάλες δυσκολίες, είτε αδυνατεί, περιμένοντας ως «μάννα εξ ουρανού» άλλη μια αναβολή στον πλειστηριασμό της ακίνητης περιουσίας του. Αυτά τα δεδομένα, σε συνδυασμό με την αναμονή για τον ορισμό του νέου επικεφαλής της γερμανικής Κεντρικής Τράπεζας που θα ορίσει σε μεγάλο βαθμό -από κοινού με τον νέο υπουργό Οικονομικών- την επαναφορά στο ευρωπαϊκό τραπέζι της αναθεώρησης ή μη του Συμφώνου Σταθερότητος, δηλαδή της δημοσιονομικής πειθαρχίας, δημιουργούν πρόσθετες δυσκολίες στο Μέγαρο Μαξίμου και την πλατεία Συντάγματος, οι οποίες μπορεί να γείρουν την πλάστιγγα υπέρ των πρόωρων εκλογών, «πριν έλθουν τα χειρότερα».
Πολιτικά, οικονομικά και γεωστρατηγικά δεδομένα μεταβάλλονται με τις παραπάνω εξελίξεις και ζητούν νέες απαντήσεις από την κυβερνητική παράταξη, η οποία έως τώρα περίμενε σχεδόν αμέριμνη την εξάντληση του συνταγματικού περιθωρίου, προκειμένου να στεφθεί και πάλι νικήτρια των επόμενων εκλογών…