Όπως σε κάθε δύσκολη κατάσταση οι ευρωπαϊκές κυβερνήσεις με ευκολία ρίχνουν ευθύνες στους ευρωπαϊκούς θεσμούς, έτσι και με την αυγή της περιόδου αστάθειας στην ενεργειακή προμήθεια και στις τιμές του φυσικού αερίου και των υδρογονανθράκων οι ευρωπαϊκές πρωτεύουσες πέταξαν το μπαλάκι στο γήπεδο των Βρυξελλών.
Τι κι αν οι ευρωπαϊκοί θεσμοί δηλώνουν – και είναι αναρμόδιοι – στη διαμόρφωση των εθνικών ενεργειακών μιγμάτων; Τι κι αν επισημαίνουν πως οι ανατμητικές τάσεις εκδηλώθηκαν μετά την δραματική αύξηση στις δημοπρασίες ρύπων (EU ETS) από χώρες της ΕΕ που κέρδησαν πάνω από € 11 δισεκατομμύρια το πρώτο εννεάμηνο του 2021, έναντι της αντίστοιχης περιόδου του 2020; Τι κι αν οι ενεργειακές προμήθειες διαφέρουν σε ικανότητες διανομής, μεταφοράς, κατανάλωσης ή αποθήκευσης από χώρα σε χώρα; Οι ευρωπαίοι ηγέτες θέλουν να ξεπεράσουν τυχόν προβληματική κυβερνητικών ευθυνών και αντεπιτίθενται στην, ακόμη ακατονόμαστη ενεργειακή κρίση, με προτάσεις που αφορούν στο απώτερο μέλλον.
Ασφαλώς, συνδυάζουν τις προτάσεις με τους φιλόδοξους περιβαλλοντικούς στόχους. Αλλά τα πράγματα δεν είναι τόσο απλά. Ο διεθνής Τύπος επισημαίνει σε κάθε τόνο την αντίστιξη. Οι συντάκτες της ιταλικής εφημερίδας “Il Manifesto”, Luciana Casteloni και ο Massimo Serafini σχηματοποιούν το ζήτημα με λίγες λέξεις: “Η διαλείπουσα φύση των ανανεώσιμων πηγών ενέργειας δεν μπορεί να εγγυηθεί συνεχή παροχή ρεύματος. Απαιτούνται τεράστιες επενδύσεις για τις οποίες κάποιος πρέπει να πληρώσει. Όπως είδαμε στη Γερμανία, ακόμη και σταθμοί ηλεκτροπαραγωγής με καύση άνθρακα – που προκαλούν τη μεγαλύτερη περιβαλλοντική ρύπανση – έπρεπε να χρησιμοποιηθούν για να αποφευχθούν διακοπές ρεύματος. Επομένως, δεν προκαλεί έκπληξη το γεγονός ότι ενόψει αυτού του αδιεξόδου, τόσο οι σταθμοί φυσικού αερίου όσο και οι πυρηνικοί σταθμοί τίθενται ξανά σε λειτουργία. … Πολλές χώρες, από τη Γαλλία και τη Βρετανία μέχρι την Κίνα και την Ινδία, αποφάσισαν να βασιστούν στην πυρηνική ενέργεια για να επιτύχουν την ενεργειακή τους μετάβαση”.
Αυτή τη ρεαλιστική προσέγγιση ακόμη δεν την είδαμε να εκτυλίσσεται στην Ευρώπη. Στο δρόμο προς τη Γλασκώβη για την COP25, οι ηγέτες πηγαίνουν με το βλέμμα στο πλανητικό θερμόμετρο, κοιτάζοντας τον πλανήτη από τη σκοπιά της υπερθέρμανσης. Για την παγωνιά που προοιωνίζονται οι ανατιμήσεις τον ερχόμενο χειμώνα η μόνη απάντηση είναι – προσώρας – η εύκολη απάντηση: να δοθούν πόροι ενίσχυσης των ευάλωτων νοικοκυριών και επιχειρήσεων για την αντιμετώπιση του υψηλότερου ενεργειακού κόστους. Αυτό είναι και η κυριότερη πρόταση της πρόσφατης εργαλειοθήκης της Ευρπωαϊκής Επιτροπής. Αλλά, στην πραγματικότητα αυτή η πρόταση είναι εμβαλωματική. Λύνει το πρόβλημα για τους “επιλέξιμους ευάλωτους” αλλά οξύνει το δημοσιονομικό, καθώς αυτά τα χρήματα θα πρέπει να προέλθουν από κάπου. Κι αν αυτό το “κάπου” είναι νέοι φόροι, τότε θα πληγεί η ανάπτυξη. Αν είναι νέο χρέος θα πληγούμε όλοι.
Ίσως η μεγάλη πρόκληση της εποχής να είναι το τι χρέος θα αφήσουμε στις επόμενες γενιές. Οικονομικό ή περιβαλλοντικό; Ή μήπως και τα δύο; με ευθύνη των Βρυξελλών, βεβαίως – βεβαίως.-