Η συμφωνία συνεργασίας, που υπέγραψαν την περασμένη εβδομάδα στη Ρώμη Μακρόν και Ντράγκι οδήγησε σε πληθωρισμό σχολίων για το ενδεχόμενο οι δύο χώρες του «Νότου», Γαλλία και Ιταλία να είναι έτοιμες να αναλάβουν κοινές πρωτοβουλίες εντός ΕΕ σαν απάντηση στην παντοδυναμία του Βερολίνου. Η συγκυρία θεωρείται μάλιστα ιδανική, από τη στιγμή που στη Γερμανία συγκροτείται μια εντελώς διαφορετική κυβέρνηση από εκείνες που γνωρίζαμε και η οποία θα χρειαστεί έτσι κι αλλιώς κάποιο χρόνο για να βρει τα πατήματά της.
Οι πιο αισιόδοξοι μάλιστα μέτρησαν πόσες φορές αναφέρεται η λέξη «Ευρώπη», στο 177 σελίδων κυβερνητικό πρόγραμμα των τριών γερμανικών κομμάτων του «φαναριού» και διαβλέπουν τώρα μια ευκαιρία για καλύτερη και στενότερη συνεργασία των 27. Αφήνουμε στην άκρη το γεγονός ότι τα κυβερνητικά προγράμματα δεν κρίνονται από τις λογοτεχνικές επιδόσεις των πολυμελών ομάδων συγγραφής τους, αλλά από την εφαρμογή τους. Οφείλουμε βεβαίως να αναμένουμε για να δούμε αν αυτή η φραστική αοριστιλογία μπορεί να συγκεκριμενοποιηθεί και με έργα ή αν θα παραμείνει, όπως γράφτηκε σε μια γερμανική εφημερίδα μια υπεραισιόδοξη «λίστα επιθυμιών». Σαν εκείνες που στέλνουν μικρά παιδιά στα επερχόμενα Χριστούγεννα, όταν δε μπορούν να αποφασίσουν ποιο δώρο λαχταρούν περισσότερο και τα συμπεριλαμβάνουν όλα.
Το κακό με την αισιοδοξία για την «περισσότερη Ευρώπη» είναι ότι συνήθως στηρίζεται ακριβώς στην ασάφεια του όρου και αγνοεί ότι τα τελευταία χρόνια, ολοένα και πληθαίνουν οι αφορμές που δίνονται για όρκους πίστης στο ευρωπαϊκό εγχείρημα, οι μεγάλες κρίσεις δηλαδή, αλλά οι απαντήσεις που τελικά επιλέγονται είναι σταθερά προσανατολισμένες στην ικανοποίηση εθνικών αναγκών, αλλά και αντανακλαστικών.
Στην προκειμένη περίπτωση προστίθεται το ερώτημα για το πόσο ισχυροί είναι τελικά οι κύριοι Μακρόν και Ντράγκι, τι ακριβώς επιδιώκουν και αν έχουν τη λαϊκή υποστήριξη για να το επιτύχουν.
Αναμφισβήτητα ο μέσος Γάλλος ή ο μέσος Ιταλός θα σου απαντήσει ότι βρίσκει ενοχλητική την οικονομική υπεροπλία της Γερμανίας και τον τρόπο με τον οποίο αυτή αντιμετώπισε τις κρίσεις του παρελθόντος. Συνήθως με ένα δασκαλίστικο και υπεροπτικό ύφος, το οποίο έχει εξασθενήσει βεβαίως τώρα με την πανδημία, όπου το Βερολίνο δεν ήταν και το καλύτερο παράδειγμα προς μίμηση.
Αυτό που δεν πρέπει να αγνοεί κανείς ωστόσο, είναι ότι τόσο η γαλλική όσο και η ιταλική κοινωνία έχουν δείξει μια σταθερή ροπή προς συντηρητικότερες και κυρίως εθνικές λύσεις. Αυτό δεν είναι και τόσο καινούριο, αν θυμηθούμε για παράδειγμα ότι οι Γάλλοι είχαν απορρίψει το πολυδιαφημισμένο, αλλά ατυχές «Ευρωπαϊκό Σύνταγμα». Αυτή τη στιγμή ο προέδρος Μακρόν ετοιμάζεται για μια εκλογική μάχη που θα τον φέρει αντίπαλο με κάποιον που θα κατατάσσεται σίγουρα πολύ δεξιότερά του. Οποιος και αν είναι αυτός. Μπορεί να είναι πάλι η Μαρίν Λεπέν, μπορεί να είναι ο θεωρητικός του εθνολαϊκισμού Ερίκ Ζεμούρ, μπορεί να είναι (μάλλον απίθανο) κάποιος από την παραδοσιακή Κεντροδεξιά σαν τον Μισέλ Μπαρνιέ.
Ακόμα και αν ο Μακρόν κερδίσει τις εκλογές με το σύνθημα «Εγώ ή οι αντιδημοκράτες» πρέπει να σκεφτούμε τι κλίμα θα δημιουργηθεί στη Γαλλία το επόμενο εξάμηνο. Ηδη στις συζητήσεις που γίνονται με χαρακτηριστικότερο το παράδειγμα των Ρεπουμπλικάνων ακούγονται θέσεις που μόνο «φιλοευρωπαϊκές» δεν θα μπορούσαν να χαρακτηριστούν. Φυσικά κυριαρχεί το μεταναστευτικό, αλλά και η ακρίβεια η οποία από πολλούς υποψήφιους αποδίδεται σε λάθη της ΕΕ.
Πριν από κάποιες εβδομάδες μια εφημερίδα ειρωνευόταν τον Μισέλ Μπαρνιέ, πρώην Ευρωπαίο Επίτροπο και διεκδικητή του χρίσματος των Ρεπουμπλικάνων για το γεγονός ότι η ρητορική του μπορεί να σε συνεπάρει όσο ένα υπνωτικό χάπι. Η απάντηση του Γάλλου πολιτικού ήταν να υιοθετήσει έναν πολύ πιο εθνικό και επιθετικό λόγο, που έκανε ακόμα και τους Financial Times, οι οποίοι από την αρχή είχαν δει με θετικό μάτι την υποψηφιότητά του, να αναρωτιούνται για αυτή την «εθνική» στροφή. Αυτό θα είναι όμως το κλίμα που θα επικρατήσει όπως όλα δείχνουν από εδώ και πέρα. Η προσπάθεια του Εμανουέλ Μακρόν να εμφανιστεί ως «Ο Ευρωπαίος ηγέτης», είναι αμφίβολο αν θα πείσει και τόσο. Αλλωστε και την τελευταία φορά αυτή ήταν η στυλιστική επιλογή του, τα αποτελέσματα της οποίας ήταν μάλλον ισχνά.
Σε ότι αφορά την Ιταλία, το γεγονός ότι η εκλογή προέδρου τον ερχόμενο χρόνο εξασφαλίζει μια περίοδο πολιτκής ανακωχής, καθόλου δεν σημαίνει ότι ο Μάριο Ντράγκι έχει άπλετο χρόνο και λευκή επιταγή να πορευθεί όπως φαντάζεται. Η κυβέρνησή του παραμένει ετερόκλητη και προσωρινή, με τις δυνάμεις της εθνικιστικής Δεξιάς να παραμένουν ισχυρές και να περιμένουν τη στιγμή που θα μπορέσουν να απαλλαγούν από τις όποιες υποχρεώσεις για πολιτική ορθότητα και να πάρουν το αίμα τους πίσω.
Συνυπολογίστε σε όλα αυτά ότι μιλάμε για κοινωνίες κουρασμένες και φοβισμένες από την πανδημία, που βλέπουν ορατό το ενδεχόμενο να αρχίσουν σε λίγες ημέρες ή εβδομάδες οι εθνικές κυβερνήσεις να ανοιγοκλείνουν πάλι τα εθνικά τους σύνορα και μπορείτε να καταλάβετε πόσο ρεαλιστική μπορεί να είναι μια «ευρω-αισιοδοξία». Και πόσο ενδιαφέροντα μπορεί να είναι αυτή τη στιγμή για τους πολίτες ρητορικά σχήματα για την «αρχιτεκτονική της Ευρώπης».
Οσο για την «πονηρή» σκέψη ότι Γάλλοι και Ιταλοί μπορεί να πιάσουν τους Γερμανούς στον ύπνο, αυτή είναι τουλάχιστον αφελής. Πιθανότερο είναι η νέα κυβέρνηση Σολτς να λειτουργεί διστακτικά, παρά να παρασυρθεί σε κάποιες βιαστικές υποχωρήσεις απέναντι στα γαλλικά αιτήματα. Δεν είναι τυχαίο πάντως το γεγονός ότι η Ανγκέλα Μέρκελ, που συνήθως αντιδρούσε στα μεγαλεπήβολα σχέδια Μακρόν με σιωπή, δήλωνε ήσυχη από το γεγονός ότι τη διαδέχεται ο Ολαφ Σολτς, ως εγγυητής της συνέχειας της πολιτικής της.
Στην καλύτερη περίπτωση λοιπόν Παρίσι και Ρώμη το μόνο που θα μπορούσαν να ελπίζουν να πετύχουν είναι ένα προσωρινό μέτωπο άμυνας απέναντι στον γερμανικό «οδοστρωτήρα». Για κάποιο διάστημα και για συγκεκριμένους σκοπούς κάτι τέτοιο μπορεί να είναι και χρήσιμο και για «τρίτους». Αλλά σίγουρα δεν είναι κανένα προωθητικό σχέδιο για μια πιο «σφιχτή Ευρώπη».