«H Σουηδία δεν χρειάζεται μια Chinatown, μια Somalitown, μια Little Italy». Η φράση αυτή χαρακτηρίζει με τον καλύτερο τρόπο το κλίμα πριν τις εκλογές στη Σουηδία, που διεξάγονται σήμερα. Κι αυτό γιατί δεν προέρχεται από τον Τζίμι Ακεσον, αρχηγό του ακροδεξιού κόμματος των «Σουηδών Δημοκρατών», αλλά από τη σημερινή πρωθυπουργό και ηγέτη του Σοσιαλδημοκρατικού Κόμματος Μαγκνταλένα Αντερσον.
Το μεταναστευτικό άμεσα συνδεδεμένο με το πρόβλημα της εγκληματικότητας κυριάρχησε στις συζητήσεις των κομμάτων, δείχνοντας μια συνολική μετατόπιση του κλίματος προς τα δεξιά, ανεξαρτήτως αν τελικά η κάλπη θα δώσει την ευκαιρία στην Αντερσον να ανανεώσει την θητεία της ή αν οι «Σουηδοί Δημοκράτες» θα γίνουν οι ρυθμιστές για το σχηματισμό μιας κυβέρνησης Δεξιάς και Ακροδεξιάς.
Μετά από τις ταραχώδεις εξελίξεις του περασμένου Νοεμβρίου η Αντερσον ηγείτο μιας κυβέρνησης μειοψηφίας με την ανοχή των Κομμάτων της Αριστεράς, του Κέντρου και των Πρασίνων. Τότε είχε υποσχεθεί μια στροφή της σοσιαλδημοκρατίας προς πιο ξεκάθαρες κοινωνικές πολιτικές, σε μια προσπάθεια να αναχαιτίσει τη σταθερή συρρίκνωση της δύναμης του κόμματος, που άλλες εποχές έμοιαζε «ταυτισμένο» με το ίδιο το μοντέλο διακυβέρνησης ενός σκανδιναβικού κράτους «μοντέλου».
Ομως οι εξελίξεις των τελευταίων μηνών άλλαξαν πλήρως την ατζέντα. Η χώρα που ήταν άλλοτε πρότυπο της ουδετερότητας έχει πια πάρει το δρόμο για την ένταξη στο ΝΑΤΟ. Η ενεργειακή ακρίβεια και τα επακόλουθά της υποχρεώνουν εκατομμύρια ανθρώπους σε «περικοπές» πραγμάτων, που θεωρούνταν αυτονόητα και ευνοούν το κλίμα της ξονοφοβίας, που συντηρεί με επιτυχία η ακροδεξιά, η οποία μετά την είσοδό της στη Βουλή το 2010 έχει μια σταθερά ανοδική πορεία.
Σε δήμους και κοινότητες που έχουν κερδίσει ή συγκυβερνούν οι «Σουηδοί Δημοκράτες» έχουν υιοθετηθεί μέτρα ανήκουστα για μια χώρα που εκτός των άλλων θεωρείτο πρότυπο ανεκτικότητας, όπως η απαγόρευση των ΛΟΑΤΚΙ σημαιών ή η απόσυρση ξενόγλωσσων βιβλίων από δημοτικές βιβιλιοθήκες.
Η Σουηδία από «ανθρωπιστική υπερδύναμη», που καμάρωνε ότι είναι το 2015 στο αποκορύφωμα της ανθρωπιστικής κρίσης, απειλεί να γίνει τώρα η «Ουγγαρία της Σκανδιναβίας». Η Αντερσον προσανατολίζεται σε ένα μοντέλο ανάλογο της επίσης σοσιαλδημοκρατικής κυβέρνησης της Δανίας, που με τη σειρά της υιοθέτησε την ιδέα της Βρετανίας να «ξεφορτώνεται» μετανάστες στέλνοντάς τους στη Ρουάντα. Το σουηδικό σχέδιο λέει ότι από τους μετανάστες, που θα λαμβάνουν άδεια να εγκατασταθούν στη χώρα, το 50% θα πρέπει να προέρχεται από χώρες του Βορρά. Μια ρύθμιση που θεωρητικά αποκλείει Ιταλούς, Ισπανούς και Ελληνες και είναι ουσιαστικά ασύμβατη με το κοινοτικό δίκαιο.
Ολα αυτά σε μια χώρα, που περίπου ο ένας στους τέσσερις κατοίκους της έχει μεταναστευτικό υπόβαθρο, αλλά τα σαφή προβλήματα στην διαδικασία ενσωμάτωσης έχουν δημιουργήσει δυστοπικά γκέτο, ειδικά στα προάστια των μεγαλουπόλεων. Σε μια εποχή που το κοινωνικό κράτος παντού στην Ευρώπη αποξηλώνεται, η δύσκολη λύση είναι να αντιμετωπιστεί αυτό το φαινόμενο με «επιθετικές κοινωνικές πολιτικές». Η εύκολη λέει ότι απλώς αρκεί να κλείσουν τα σύνορα. Η «Ευρώπη φρούριο» θα αποτελείται όπως όλα δείχνουν από μια σειρά «κάστρα» με πανύψηλα τείχη. Ανεξαρτήτως του αν θα κυβερνούν κεντροδεξιοί ή κεντροαριστεροί. Τον Ορμπαν πολλοί καταδίκασαν, αλλά η πολιτική του έχει πλέον δημιουργήσει «σχολή».
Ο Μπόρις Τζόνσον στέλνει χιλιάδες αιτούντες άσυλο στη Ρουάντα και προκαλεί θύελλα αντιδράσεων
Η Σουηδή βουλευτής κουρδικής καταγωγής, που μισεί ο Ερντογάν