Ηταν εδώ και χρόνια τα «κακά παιδιά» μέσα στην ΕΕ. Ουγγαρία και Πολωνία έθεταν συχνά σε αμφισβήτηση αποφάσεις της Κομισιόν, έφερναν αναστάτωση στο Συμβούλιο και έκαναν πολλούς να «μετανοούν» για την γρήγορη διεύρυνση της Ενωσης προς Ανατολάς. Οι δύο χώρες, που συνεργάζονταν στενά στο πλαίσιο της «ομάδας του Βίζεγκραντ» επιβεβαίωσαν και στην περίπτωση της κρίσης στην Ουκρανία ότι αποτελούν δύο ιδιόρρυθμα μέλη. Μόνο που αυτή τη φορά δεν το έκαναν συνεργαζόμενες, αλλά τραβώντας το σκοινί σε δύο διαφορετικές κατευθύνσεις. Βουδαπέστη και Βαρσοβία μοιάζουν σήμερα να απέχουν πολύ περισσότερο πολιτικά από τα 850 χιλιόμετρα περίπου που τις χωρίζουν οδικώς….
Τι ακριβώς εκπροσωπούν;
Από τη μια πλευρά η Ουγγαρία ήταν από την αρχή επιφυλακτική έως αρνητική στην σκληρή γραμμή της ΕΕ απέναντι στη Μόσχα, με τον Βίκτορ Ορμπαν να έχει στο μεταξύ κατακτήσει για πολλούς το χαρακτηρισμό του «Δούρειου Ιππου» του Πούτιν. Η κυβέρνηση της Βουδαπέστης συνεχίζει να έχει ανοικτή γραμμή με τη Μόσχα και να επιδιώκει και προνομιακές ενεργειακές συμφωνίες μαζί της.
Από την άλλη η Πολωνία ζητά ολοένα και πιο σκληρή γραμμή απέναντι στη ρωσική επιθετικότητα. Πιέζει για σκληρές αποφάσεις, εξοντωτικές κυρώσεις και κάνει λόγο ακόμα και για την δυνατότητα του ΝΑΤΟ να οργανώσει μια στρατιωτική «ειρηνευτική αποστολή» στην Ουκρανία, κάτι που πρακτικά θα σήμαινε κήρυξη πολέμου της δυτικής συμμαχίας προς τη Ρωσία.
Τι σημαίνει αυτό για την ΕΕ;
Ουσιαστικά δηλαδή οι δύο χώρες, που κάποτε από κοινού αμφισβητούσαν την υπεροχή του κοινοτικού απέναντι στο εθνικό δίκαιο, εκφράζουν σήμερα τις δύο πιο ακραίες προσεγγίσεις του «ουκρανικού», υποχρεώνοντας τις Βρυξέλλες να αναζητούν πάντα κάποιους συμβιβασμούς, χρησιμοποιώντας ρητορικές ακροβασίες προκειμένου να καλύψουν την πανσπερμία απόψεων που υπάρχουν στους 27, με κάθε χώρα να τοποθετείται σε διαφορετικά σημεία ανάμεσα σε αυτά τα δύο προαναφερθέντα άκρα.
Το παρασκήνιο πίσω από όλα αυτά;
Τόσο η Ουγγαρία όσο και η Πολωνία (κυρίως) βρήκαν με την αφορμή του πολέμου ένα τρόπο να πάρουν «εκδίκηση» για τις επικρίσεις και καταγγελίες σε βάρος τους για τη μη συμμόρφωση με τις ευρωπαϊκές προδιαγραφές για το κράτος δικαίου. Παράλληλα η Πολωνία αμφισβητεί το μοντέλο λειτουργίας της ΕΕ των τελευταίων δεκαετιών με την συντριπτική κυριαρχία του γαλλογερμανικού άξονα και διεκδικεί μεγαλύτερο ρόλο για τον εαυτό της σε μια πολύ διαφορετική ΕΕ, από εκείνη που επιθυμούν το Παρίσι και το Βερολίνο. Πριν από μερικές ημέρες ο πρωθυπουργός της Πολωνίας Ματέους Μοραβιέτσκι σε ένα άρθρο του στη γαλλική «Le Monde» χαρακτήρισε την Ευρωπαϊκή Ενωση ως μια «ντε φάκτο ολιγαρχία» της Γαλλίας και της Γερμανίας. «Ο πόλεμος στην Ουκρανία αποκάλυψε πώς λειτουργεί η Ευρώπη» έγραψε ο Μοραβιέτσκι, υποστηρίζοντας ότι στα χαρτιά μπορεί να είναι όλα τα μέλη ίσα, αλλά στην πράξη είναι οι δύο μεγάλες χώρες του άξονα που καθορίζουν την πορεία της ΕΕ.
Τι θα φέρει λοιπόν το μέλλον;
Είναι προφανές ότι όλα αυτά προϊδεάζουν για μια συνολικότερη συζήτηση για το μοντέλο λειτουργίας της ΕΕ, η οποία δεν θα είναι καθόλου «αναίμακτη», αλλά μπορεί να συνοδευτεί από έντονες αντιπαραθέσεις και αναταράξεις για το «ευρωπαϊκό οικοδόμημα». Ηδη η δυσαρέσκεια, που εκφράζεται από την κοινή γνώμη σε πολλές χώρες για το γεγονός ότι οι πολιτικές ηγεσίες υποτίμησαν τις «εσωτερικές συνέπειες» των αποφάσεων τους σε σχέση με τον πόλεμο έχει δημιουργήσει ένα κοινωνικά εκρηκτικό μίγμα και προβληματίζει έντονα και τους χρυσοπληρωμένους κορυφαίους υπαλλήλους της Κομισιόν. Η ΕΕ θα συνειδητοποιήσει όταν λήξει ο πόλεμος ότι θα είναι οικονομικά γονατισμένη και πολιτικά ακόμα πιο διχασμένη με ότι αυτό μπορεί να συνεπάγεται. Και κυρίως δεν θα μπορεί να συνεχίσει με «business as usual» μετά από αυτές τις κοσμογονικές αλλαγές των τελευταίων ετών.
Γιατί μας αφορά όλο αυτό;
Η ελληνική κυβέρνηση έχει εδώ και μήνες «κρύψει» την αναποφασιστικότητά της στη λήψη ουσιαστικών μέτρων αντιμετώπισης της ενεργειακής κρίσης και της ακρίβειας πίσω από ρητορείες για την «ανάγκη ευρωπαϊκών λύσεων». Είναι προφανές ότι όσο οι διαφωνίες μέσα στην ΕΕ είναι τόσο μεγάλες και η αμφισβήτηση των άλλοτε πανίσχυρων μεγάλων τόσο εμφατική, η πολιτική της Ενωσης θα παραμένει αντιφατική, ερμαφρόδιτη και κυρίως αναποτελεσματική. Οι πολίτες μπορεί να μην ενδιαφέρονται για τις ασκήσεις ισορροπιών και τις αψιμαχίες πίσω από τις κλειστές πόρτες των Βρυξελλών, βιώνουν όμως τα αποτελέσματα αυτής της αδυναμίας και απειλούνται με έναν εφιαλτικό χειμώνα σε ότι αφορά την ποιότητα της ζωής τους.
Τι θέλει η Ελλάδα μέσα στην ΕΕ;
Επιπλέον θα πρέπει κάποια στιγμή η ελληνική πολιτική ηγεσία να εξηγήσει τι ακριβώς προσδοκά από την συμμετοχή της στην ΕΕ και στην ευρωζώνη. Δεν αρκεί να κατευνάζει την κοινή γνώμη με υποσχέσεις για τα «δισ. που θα εισρεύσουν στη χώρα» κάτι που αποτελεί ουσιαστικά την επίσημη ρητορική των κυβερνήσεων εδώ και δεκαετίες χωρίς ωστόσο ο πολυδιαφημισμένος «πακτωλός χρημάτων» να αποτρέψει την χρεωκοπία της χώρας. Ούτε μπορεί κάθε φορά η Αθήνα να θεωρεί ως εύκολη και «σίγουρη» λύση να στοιχίζεται πίσω από κάποιον από τους δύο μεγάλους, εκτιμώντας ότι έτσι μπορεί να εξυπηρετήσει καλύτερα τα εθνικά συμφέροντα.