Πολλές από τις ερωτήσεις των δημοσιογράφων, κυρίως των ξένων, την Τετάρτη το απόγευμα στο Βερολίνο κατά τη διάρκεια της παρουσίασης της προγραμματικής συμφωνίας των κομμάτων του νέου συνασπισμού του «φαναριού» αφορούσαν ζητήματα εξωτερικής πολιτικής.
Είναι λογικό αφού η μεγαλύτερη χώρα της ΕΕ και τέταρτη μεγαλύτερη οικονομία του πλανήτη καθορίζει την πορεία ολόκληρης της Ευρώπης. Οι απαντήσεις ήταν μάλλον αόριστες και γενικόλογες. Αυτό έχει να κάνει με δύο ζητήματα που θα καθορίσουν την πορεία της μελλοντικής κυβερνήσης.
Το πρώτο διαφάνηκε από το γεγονός ότι ακόμα περισσότερες ερωτήσεις αφορούσαν το «ύψιστο» θέμα της επικαιρότητας. Την πανδημία. Η Γερμανία ξεπέρασε πλέον τους 100.000 θανάτους, τα κρούσματα σημειώνουν ρεκόρ και σε πολλές περιοχές τα νοσοκομεία στενάζουν. Το δίμηνο που πέρασε από τις εκλογές έως την χθεσινή ανακοίνωση της συμφωνίας μπορεί να αποδειχτεί καταστροφικό για τη χώρα, αφού ουσιαστικά αυτό που κυριάρχησε ήταν η ακαμψία και η καθυστέρηση ανάληψης αποφάσεων, που θα βασίζονταν στα σημερινά δεδομένα και όχι σε εκείνα στο τέλος του καλοκαιριού όταν είχε υιοθετηθεί το τελευταίο πακέτο μέτρων. Τώρα το πρόβλημα μοιάζει σχεδόν μη αναστρέψιμο.
Η Γερμανία βαδίζει προς άγνωστα νερά. Η δυσφορία ενόψει νέων περιορισμών μεγαλώνει, ο πληθωρισμός καλπάζει και ίσως κλείσει αυτό το μήνα στο 6%, η ανασφάλεια μοιάζει να έχει σκαρφαλώσει σε ασυνήθιστα επίπεδα για μια χώρα που έμοιαζε ο μοναδικός βράχος σταθερότητας μέσα στην Ευρωζώνη. Το βλέμμα των τριών εταίρων είναι σαφώς στραμμένο προς τα μέσα και όχι προς τα έξω. Πρέπει πρώτα να πείσουν τους συμπατριώτες τους ότι μπορούν να κουμαντάρουν το καράβι.
Το δεύτερο πρόβλημα αφορά την ίδια την σύνθεση αυτής της κυβέρνησης. Μιλάμε για τρία κόμματα που προεκλογικά προσπάθησαν να καταδείξουν σε τι διαφέρουν για να μεγαλώσουν το μερίδιο της εκλογικής τους πίτας. Τώρα θα πρέπει να αποδείξουν ότι η ταύτισή τους είναι τέτοια, που δικαιολογεί τις μάλλον μεγαλόστομες επικεφαλίδες του κοινού τους προγράμματος. Ο μελλοντικός καγκελάριος Ολαφ Σολτς επέμεινε ότι δεν πρόκειται για ένα κείμενο, που απλώς καταγράφει τον «ελάχιστο κοινό παρονομαστή», αλλά για μια σύνθεση απόψεων που πηγαίνει πολύ παραπέρα. Αλλά η υποψία των περισσότερων είναι ότι ακριβώς αυτό κατάφεραν στον σχετικά μικρό χρόνο που χρειάστηκαν για να δώσουν τα χέρια.
Η Αναλένα Μπέρμποκ άφησε κάποιους άφωνους με την μάλλον άστοχη και δυσνόητη άποψη, ότι δεν είναι απαραίτητα κακό εκεί που οι Πράσινοι βλέπουν ένα 9 οι Φιλελεύθεροι του Κρίστιαν Λίντνερ να βλέπουν ένα 6. Το γιατί αυτό είναι θετικό δεν το εξήγησε ακριβώς. Η ουδέτερη και ρεαλιστική στις εκτιμήσεις της «Νόιε Τσούρχερ Τσάιτουνγκ» από την Ελβετία, η εφημερίδα που διαβάζουν οι «διαμορφωτές της κοινής γνώμης» στη Γερμανία, στην πρώτη της εκτίμηση κατέληγε στο συμπέρασμα ότι οι διαπιστώσεις που περιέχονται στις 177 σελίδες της συμφωνίας είναι καλές, αλλά τα εργαλεία που προτείνονται δεν πείθουν. Οι προτάσεις μοιάζουν δειλές, επειδή ακριβώς προέρχονται από τρία τόσο διαφορετικά κόμματα.
Η ταύτιση της κυβέρνησης αυτής με το φανάρι, το σηματοδότη που ρυθμίζει την κυκλοφορία βοηθά τελικά να καταλάβουμε καλύτερα τις δυσκολίες, που θα έχει αυτό το σχήμα. Ενα φανάρι που συναντάμε καθημερινά όταν κινούμαστε, κρίνεται ασυνείδητα μέσα μας από το πόσο διαρκεί το κάθε του χρώμα. Και σίγουρα, όταν και τα τρία μαζί είναι αναμένα, τότε μιλάμε για βλάβη που το μόνο που προκαλεί είναι κυκλοφοριακό χάος. Ο κίνδυνος για ένα τέτοιο φαινόμενο είναι υπαρκτός, από την προσπάθεια και των τριών κομμάτων να αποδείξουν στο εκλογικό τους κοινό ότι έχουν εμφυτεύσει στο νέο κυβερνητικό πρόγραμμα μεγάλο ποσοστό των δικών τους θέσεων.
Σε ότι μας αφορά λοιπόν είναι σαφές ότι ο νέος υπουργός Οικονομικών δεν θα εγκαταλείψει τη θέση του για επιστροφή στη δημοσιονομική πειθαρχία. Οταν ρωτήθηκε για αυτό ο Λίντνερ απέφυγε να κάνει κάποια βιαστική, σκληρή δήλωση. Θύμισε ότι μια κυβέρνηση λειτουργεί συλλογικά, αλλά οι θέσεις του είναι γνωστές και οι σύμμαχοί του μέσα στην ΕΕ αρκετοί και ισχυροί. Αυτό θα είναι το πνεύμα που θα επικρατήσει στην Ευρώπη, όταν κάπως τεθεί υπό έλεγχο η πανδημία, ασχέτως αν θα επιδιορθωθούν, θα προσαρμοστούν δηλαδή στο σήμερα κάποια από τα απαρχαιωμένα κριτήρια του Μάαστριχτ.
Σε σχέση με τις δυσκολίες της επίτευξης των κλιματικών στόχων, στις οποίες θεωρητικά θα επιμείνουν οι Πράσινοι και οι οποίες θα είναι σχεδόν αξεπέραστες για κάποιες πιο «καθυστερημένες» χώρες του Νότου, αλλά και της Ανατολικής Ευρώπης οι πιέσεις μπορεί να υπάρξουν, αλλά και οι αντιστάσεις θα είναι εξίσου ισχυρές. Πόσες «θεραπείες σοκ» μπορούν να αντέξουν πια κοινωνίες, που χτυπήθηκαν πολλαπλά και σε εντελώς διαφορετικές περιόδους από την ανάγκη της «προσαρμογής» και των «μεταρρυθμίσεων».
Ολα αυτά δεν σημαίνουν ότι η ελληνική πλευρά θα πρέπει να παραμένει θεατής και να ψάχνει πάντα να κρυφτεί πίσω από κάποιον άλλο, που θα παίζει το ρόλο του μπροστάρη στην απόκρουση παράλογων απαιτήσεων από το Βερολίνο. Κυρίως θα πρέπει να φροντίσει να αναζητά συμμάχους, κοιτώντας και προς τα τέσσερα σημεία του ορίζοντα και να αποφύγει το σφάλμα να ποντάρει όλα της τα λεφτά στις πλάτες κάποιου ισχυρότερου. Το μάθημα αυτό θα έπρεπε να το έχουμε πάρει πια.
Η αποχώρηση Μέρκελ και οι επερχόμενες προεδρικές εκλογές στη Γαλλία αλλάζουν τα δεδομένα και αποτελούν ένα ξαναμοίρασμα της τράπουλας. Ευτυχώς (ή μήπως δυστυχώς) το τι χαρτί θα πάρουμε στα χέρια μας δεν εξαρτάται μόνο από την τύχη.