Για «σκάνδαλο από τον απόηχο της χούντας», ομιλεί η αμερικανική εφημερίδα «New York Times», η οποία αφιερώνει μεγάλο χώρο στις σελίδες της για το “Μαξίμου-Gate”, το σκάνδαλο των υποκλοπών, που συγκλονίζει την Ελλάδα και απειλεί την εξουσία του πρωθυπουργού Κυριάκου Μητσοτάκη.
Οι δημοσιογράφοι Jason Horowitz και Niki Kitsantonis σημειώνουν ότι το σκάνδαλο είναι αρκετά επίκαιρο για τα ευρωπαϊκά δεδομένα, αφού ο πρωθυπουργός της Ισπανίας, Πέδρο Σάντσεθ, έχει γίνει στόχος του ισχυρού κατασκοπευτικού λογισμικού «Pegasus», όπως, σύμφωνα με πληροφορίες, και ο Πρόεδρος της Γαλλίας, Εμανουέλ Μακρόν, ο πρώην πρωθυπουργός του Βελγίου και κορυφαίοι αξιωματούχοι της Ε.Ε..
Υπάρχει αυξανόμενη ανησυχία ότι η Ευρώπη, η οποία είναι τόσο υπερήφανη για την προστασία της ιδιωτικής ζωής και το κράτος δικαίου, έχει σοβαρό πρόβλημα με συσκευές παρακολούθησης και κατασκοπείας τη στιγμή που οι δημοκρατίες της απειλούνται από την επιθετικότητα της Ρωσίας. Τόσο πολύ, που η Ε.Ε. ελέγχει τακτικά τις συσκευές.
Οι έρευνες για το spyware θα πρέπει τώρα «να περιλαμβάνουν έλεγχο των τηλεφώνων όλων των πολιτικών και των υψηλόβαθμων αξιωματούχων», έγραψε στο Twitter την Τρίτη (09/08) η Sophie in ‘t Veld, πρόεδρος της ειδικής επιτροπής του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου για το spyware, και πρόσθεσε: «Για να έχουμε μια πλήρη εικόνα της κατασκοπευτικής δραστηριότητας των κυβερνήσεων».
Σύμφωνα με την εφημερίδα, η Ελλάδα βρίσκεται πλέον στην κορυφή της ευρωπαϊκής λίστας ανησυχίας. Οι σύμμαχοι του κ. Μητσοτάκη, ενός ένθερμου υπερασπιστή της Ουκρανίας, έχουν υποστηρίξει ότι το σκάνδαλο δεν αποτελεί απειλή μόνο για την ελληνική σταθερότητα, αλλά και για τον κοινό αγώνα κατά της Ρωσίας.
«Αν ήμουν στη θέση του κ. Πούτιν, θα ήμουν πολύ χαρούμενος αν οι κυβερνήσεις που ήταν τόσο αντίθετες με τη Ρωσία, έπεφταν», δήλωσε ο Άδωνις Γεωργιάδης, υπουργός της κυβέρνησης και αντιπρόεδρος του κόμματος του κ. Μητσοτάκη, της Ν.Δ..
Αν και τόνισε ότι δεν κατηγορεί τη Ρωσία για τις υποκλοπές, πρόσθεσε ότι η Ρωσία είχε ασκήσει επιρροή στην Ελλάδα και στο παρελθόν, τονίζοντας: «Οπότε αν το έκαναν στο παρελθόν, γιατί να μην το κάνουν και τώρα;». Η Τουρκία, επίσης, είπε ο υπουργός Ανάπτυξης και Επενδύσεων, «θα μπορούσε να είναι» πίσω από όλα αυτά.
Ο κ. Μητσοτάκης, στην ομιλία του, μίλησε επίσης για το ενδεχόμενο «σκοτεινών δυνάμεων εκτός Ελλάδας» που εργάζονται «για την αποσταθεροποίηση της χώρας». Πάντως, η αντιπολίτευση υποστηρίζει ότι οι υπαινιγμοί της κυβέρνησης ισοδυναμούν με ένα απελπισμένο προπέτασμα καπνού για να αποφύγει το προφανές ζήτημα, δηλαδή ότι η κυβέρνηση πιάστηκε να κατασκοπεύει τους ίδιους τους πολίτες και τους πολιτικούς της αντιπάλους.
«Ήταν προφανές ότι η κυβέρνηση έλεγε ψέματα», δήλωσε ο Γιώργος Κατρούγκαλος, τέως υπουργός Εξωτερικών της Ελλάδας επί διακυβέρνησης ΣΥΡΙΖΑ, ο οποίος συμμετείχε στην εμπιστευτική συνάντηση στις 29 Ιουλίου, το περιεχόμενο της οποίας είπε ότι δεν μπορούσε να αποκαλύψει.
Στελέχη του κόμματος της αντιπολίτευσης ερμήνευσαν τις μη διαψεύσεις του επικεφαλής των μυστικών υπηρεσιών σχετικά με την κατασκοπεία δημοσιογράφων, καθώς ακόμα και ενός 12χρονου παιδιού μεταναστών, ως επιβεβαιώσεις ότι το είχαν κάνει.
Σύμφωνα με το δημοσίευμα των «New York Times», εκμεταλλεύτηκαν τις αποκαλύψεις για «νόμιμη» κατασκοπεία ώστε να θέσουν υπό αμφισβήτηση τις κατηγορηματικές διαψεύσεις της κυβέρνησης ότι βρίσκεται πίσω από τις υποκλοπές του «Predator».
Η έκταση της κρατικής παρακολούθησης ίσως να μην είχε έρθει ποτέ στο φως, αν ο Νίκος Ανδρουλάκης, ηγέτης του τρίτου μεγαλύτερου πολιτικού κόμματος της Ελλάδας, του κεντροαριστερού ΠΑΣΟΚ – ΚΙΝΑΛ, δεν είχε αναβαθμίσει το iPhone του.
Τον Ιούνιο, ένας βοηθός του πρότεινε να δώσει το παλιό του τηλέφωνο στο νέο εργαστήριο ανίχνευσης κατασκοπευτικού λογισμικού στις Βρυξέλλες, στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο. Οι τεχνικοί διαπίστωσαν ότι ήταν στόχος κυβερνοεπίθεσης στις 21 Σεπτεμβρίου 2021, με το κακόβουλο λογισμικό «Predator», το οποίο κατασκευάζεται από την Cytrox, μια τεχνολογική εταιρεία που δραστηριοποιείται από την Ελλάδα, και αν εγκατασταθεί μέσω απάτης phishing, μπορεί να καταλάβει ένα ολόκληρο κινητό τηλέφωνο.
«Μπορεί να παρακολουθεί, μπορεί να καταγράφει», δήλωσε ο Δημήτρης Μάντζος, εκπρόσωπος του ΠΑΣΟΚ – ΚΙΝΑΛ, ο οποίος δήλωσε ότι ο ένοχος «πρέπει να είναι εγχώριος», διότι ελληνικά αποτυπώματα υπάρχουν παντού.
Ο αρχηγός του ΠΑΣΟΚ – ΚΙΝΑΛ, ωστόσο, δεν ήταν ο μόνος στόχος μιας και ο Θανάσης Κουκάκης, ένας ερευνητής δημοσιογράφος που είχε αποκαλύψει διάφορες ειδήσεις το 2019 για τις μεγάλες τράπεζες της Ελλάδας, παρατήρησε προβλήματα με το νέο του iPhone τον Ιούνιο του 2020.
Ρώτησε μια πηγή αν ήταν δυνατόν να βρίσκεται υπό παρακολούθηση. Η πηγή του είπε ότι όντως ήταν δυνατόν και ο ίδιος ανέφερε ότι του έδειξαν απομαγνητοφωνημένες συνομιλίες του, μεταξύ των οποίων και μια καθώς περίμενε την κόρη του μπροστά από το σχολείο της, με σημειώσεις που περιέγραφαν αλλοιωμένες φράσεις.
Εν συνεχεία, ο Θανάσης Κουκάκης διαμαρτυρήθηκε στην ΑΔΑΕ και πριν προλάβει να πάρει απάντηση, η κυβέρνηση τροποποίησε νόμο τον Μάρτιο του 2021, επιτρέποντάς της να αποκρύπτει πληροφορίες από άτομα που ερευνώνται για ζητήματα εθνικής ασφάλειας και έτσι η εν λόγω Αρχή τού είπε ότι δεν είχε καμία πληροφορία για το τηλέφωνό του.
Αργότερα, μια έρευνα των Reporters United, η οποία περιελάμβανε έγγραφα των κρατικών μυστικών υπηρεσιών και τις εισαγγελικές παραγγελίες, έδειξε ότι η κρατική παρακολούθηση τερματίστηκε την ίδια ημέρα που κατέθεσε την καταγγελία του.
Κατόπιν, αποδείχθηκε ότι το τηλέφωνο του κ. Κουκάκη ήταν μολυσμένο με το «Predator», το οποίο ανακάλυψε μόλις τον Μάρτιο του τρέχοντος έτους, αφού η Citizen Lab, οι σημαντικότεροι ειδικοί στον κόσμο σε θέματα κατασκοπευτικού λογισμικού, εξέτασαν τη συσκευή του.
Η κυβέρνηση αρνήθηκε ότι είχε οποιαδήποτε σχέση με αυτό. Μόλις την Τετάρτη (10/08), έλαβε τελικά ένα τηλεφώνημα από τον εισαγγελέα του Ανώτατου Δικαστηρίου της χώρας ώστε να καταθέσει σχετικά με την καταγγελία του.
«Η αποκάλυψη της υπόθεσης Ανδρουλάκη είναι ευλογία για εμένα», δήλωσε ο κ. Κουκάκης, ο οποίος είναι πεπεισμένος ότι ο κ. Μητσοτάκης γνώριζε τα πάντα για τις παρακολουθήσεις στο σημερινό σκάνδαλο.
Ο κ. Ανδρουλάκης, επίσης, κατέθεσε νομικές καταγγελίες και ζήτησε από το ελληνικό παρατηρητήριο να εξετάσει την παραβίαση της ιδιωτικής του ζωής. Στην περίπτωσή του, η αρμόδια Αρχή μπόρεσε να επιβεβαιώσει με τον πάροχο τηλεφωνικών υπηρεσιών του κ. Ανδρουλάκη, στις αρχές Αυγούστου, ότι η ΕΥΠ είχε παρακολουθήσει το τηλέφωνό του.
Ο Γιώργος Γεραπετρίτης, ένας από τους στενότερους συνεργάτες του κ. Μητσοτάκη, δήλωσε ότι στη συνέχεια προσπάθησε να κανονίσει μια συνάντηση μεταξύ του κ. Ανδρουλάκη και του επικεφαλής των μυστικών υπηρεσιών, ώστε ο τελευταίος να εξηγήσει στον πρόεδρο του ΠΑΣΟΚ – ΚΙΝΑΛ και μόνο σε αυτόν, όπως επιτρέπεται από τον νόμο, γιατί βρισκόταν υπό παρακολούθηση, αλλά είπε ότι δεν έλαβε ποτέ απάντηση.
Αντ’ αυτού, ο κ. Ανδρουλάκης λέει ότι θέλει το θέμα να το χειριστεί η δικαιοσύνη και να τεθεί ενώπιον της Επιτροπής Δεοντολογίας του Κοινοβουλίου και του ελληνικού παρατηρητή προστασίας της ιδιωτικής ζωής.
Πάντως, η υπόθεση έχει προκαλέσει πολιτική αναταραχή στην Ελλάδα, με τις βουλευτικές εκλογές να πλησιάζουν.
Ο κ. Γεωργιάδης αναγνώρισε ότι οποιαδήποτε απόδειξη ότι ο κ. Μητσοτάκης γνώριζε για την παρακολούθηση θα ήταν «πολύ κακή», αλλά ο υπουργός Ανάπτυξης και Επενδύσεων επιμένει ότι ο πρωθυπουργός «δεν το γνώριζε».
Επέρριψε, δε, την ευθύνη σε «πολιτικό ατόπημα» του μέχρι πρότινος επικεφαλής της ΕΥΠ, αλλά προειδοποίησε επίσης ότι το σκάνδαλο θα μπορούσε να ανοίξει την πόρτα σε μια αντιπολίτευση πιο ευνοϊκή προς τη Ρωσία.
Ο κ. Ανδρουλάκης, όμως, όπως και πολλοί Έλληνες, είναι πεπεισμένος ότι ο εχθρός βρίσκεται στο εσωτερικό, έχοντας δηλώσει: «Δεν περίμενα ποτέ ότι η ελληνική κυβέρνηση θα με έθετε υπό παρακολούθηση, χρησιμοποιώντας τις πιο σκοτεινές πρακτικές».
Στην αρχή του κειμένου, οι δύο δημοσιογράφοι αναφέρονται στην τεταμένη και άκρως εμπιστευτική συνάντηση σε αίθουσα του ελληνικού Κοινοβουλίου, όπου ο επιλεγμένος από τον πρωθυπουργό επικεφαλής της ΕΥΠ απέφυγε ευγενικά τις ερωτήσεις των βουλευτών της αντιπολίτευσης.
Αυτοί ζητούσαν να μάθουν αν είχε παρακολουθήσει έναν αντίπαλο πολιτικό και έναν οικονομικό δημοσιογράφο που ερευνούσε ισχυρά επιχειρηματικά συμφέροντα κοντά στον πρωθυπουργό.
Οι έρευνες, όμως, δεν οδήγησαν ως επί το πλείστον πουθενά. Ο πρόεδρος της επιτροπής, ένας πολιτικός σύμμαχος του πρωθυπουργού, δηλαδή του Κυριάκου Μητσοτάκη, αποθάρρυνε τις περαιτέρω ερωτήσεις, περιόρισε τον χρόνο στο ελάχιστο και διασφάλισε ότι η συνεδρίαση της 29ης Ιουλίου, το περιεχόμενο της οποίας εξακολουθεί να προστατεύεται, δεν έβγαλε πουθενά.
Σε λιγότερο από μια εβδομάδα, οι κατηγορίες για κυβερνητική κατασκοπεία εξελίχθηκαν σε ένα εκτεταμένο σκάνδαλο που τώρα κλονίζει την ελληνική κυβέρνηση, εγείρει φόβους για εκτεταμένη παρακολούθηση σε όλη την Ευρώπη και ενδεχομένως να βάλει άλλη μια ρωγμή στο ενιαίο μέτωπο της Ευρώπης κατά της Ρωσίας για τον πόλεμό της στην Ουκρανία.
Η Ελλάδα σήμερα κατακλύζεται από συζητήσεις για εκβιασμούς, σκάνδαλα α λα «Watergate» και ένα μυστικό αστυνομικό κράτος που χρησιμοποιεί ένα νόμιμο πρόγραμμα παρακολούθησης με περισσότερες από 15.000 εντολές μόνο κατά την περσινή χρονιά για την έναρξη, την επέκταση ή τη διακοπή υποκλοπών. Το «Predator», ένα κακόβουλο κατασκοπευτικό λογισμικό που χρησιμοποιείται για τη διείσδυση σε κινητά τηλέφωνα, έχει γίνει μέρος του ελληνικού λεξιλογίου.
Ο Κυριάκος Μητσοτάκης, ένας συντηρητικός που ανέλαβε προσωπικά τον έλεγχο του χαρτοφυλακίου των μυστικών υπηρεσιών το 2019 και του οποίου ο πατέρας αποδυναμώθηκε από κατηγορίες για πολιτική κατασκοπεία όταν εκείνος διετέλεσε πρωθυπουργός πριν από περίπου 30 χρόνια, προσπαθεί να διαχειριστεί τη ζημιά.
Έτσι, απομακρύνθηκε ο επικεφαλής της ΕΥΠ, Παναγιώτης Κοντολέων, και ο πρωθυπουργός αποδέχθηκε την παραίτηση του γενικού γραμματέα της κυβέρνησης, Γρηγόρη Δημητριάδη, ο οποίος είναι επίσης ανιψιός του, και προχώρησε σε τηλεοπτική δήλωση τη Δευτέρα (08/08) που ήταν γεμάτη με διαψεύσεις, αλλά και προτάσεις για τη μεταρρύθμιση της ΕΥΠ, συμπεριλαμβανομένης της προσθήκης ενός επιπέδου δικαστικού ελέγχου.
«Δεν το γνώριζα και προφανώς δεν θα το επέτρεπα ποτέ», είπε ο κ. Μητσοτάκης για την κατασκοπεία του πολιτικού του αντιπάλου, αν και η υπηρεσία πληροφοριών της χώρας υπάγεται στην εποπτεία του.
ΠΗΓΗ: New York Times – Jason Horowitz και Niki Kitsantonis