Στις αρχές του 21ου αιώνα ο οικονομικός Τύπος παγκοσμίως έκανε λόγο για τον «μεγάλο ασθενή της Ευρώπης», που δεν ήταν άλλος από τη Γερμανία. Τα αγομαχητά της οικονομίας σε συνδυασμό με τις συνέπειες της βιαστικής ενοποίησης είχαν συσσωρεύσει τεράστια προβλήματα, που έφταναν να αποτελούν απειλή συνολικά τις οικονομίες της ευρωζώνης.
Τη «λύση» έδωσε αρχικά η κυβέρνηση Σρέντερ με ένα στην ουσία του νεοφιλελεύθερο μοντέλο μείωσης του κόστους της εργασίας και ενίσχυσης του εξαγωγικού προσανατολισμού της γερμανικής βιομηχανίας. Η περιβόητη «Ατζέντα 2010», την οποία αναγκάστηκε ουσιαστικά να αποκηρύξει η σοσιαλδημοκρατία μια δεκαετία αργότερα, δεν ήταν παρά μια ολομέτωπη επίθεση στα δικαιώματα και τα εισοδήματα των πραγματικά εργαζόμενων.
Το μοντέλο αυτό που πέρασε ο «σύντροφος των αφεντικών» αποδείχτηκε αποτελεσματικό γι’ αυτό και στην ουσία του δεν άλλαξε ούτε στα χρόνια της κυβέρνησης Μέρκελ. Η Γερμανία μετατράπηκε σταθερά σε πρωταθλήτρια των εξαγωγών, εκμεταλλευόμενη και την υπεροχή της απέναντι σε άλλες ευρωπαϊκές οικονομίες. Εδειχνε να είναι η μονίμως μεγάλη κερδισμένη της «άνθησης της παγκοσμιοποίησης».
Μόνο που η φάση αυτή τελείωσε το αργότερο στην αρχή της πανδημίας. Προβλήματα στις εφοδιαστικές αλυσίδες, προσωρινό κλείσιμο αγορών, μείωση της κατανάλωσης γενικότερη αβεβαιότητα. Μετά ήρθε ο πόλεμος και ο «εξαναγκασμός» της Γερμανίας να σταματήσει να λειτουργεί ενεργειακά αχόρταγα, λόγω και των κυρώσεων που επιβλήθηκαν από τη Δύση στη Ρωσία.
Το αποτέλεσμα ήταν να κλονιστεί συθέμελα αυτό το μοντέλο του πρωταθλητή των εξαγωγών. Τον Μάιο, για πρώτη φορά εδώ και δεκαετίες, οι γερμανικές εταιρείες εισήγαγαν περισσότερα αγαθά από όσα έστελναν στο εξωτερικό. Το ποσοστό των «αγαθών ξένης προέλευσης» στις εξαγωγές γερμανικών εταιρειών αυξήθηκε από σχεδόν δέκα τοις εκατό σε 24,5 τοις εκατό μεταξύ 1990 και 2021, ανέφερε η αρμόδια δημόσισα αρχή του Βισμπάντεν.
Οι επικεφαλής μεγάλων ομίλων και τραπεζών προειδοποιούν τώρα ότι η χώρα θα γλιστρήσει στην ύφεση αν η Μόσχα διακόψει απότομα την παροχή φυσικού αερίου. Η πρόβλεψη αυτή είναι σωστή αλλά και υποκριτική ταυτόχρονα. Το πρόβλημα δε μπορεί να εντοπίζεται αποκλειστικά στις μειωμένες ροές φυσικού αερίου. Δηλώσεις κορυφαίων στελεχών, όπως ο επικεφαλής της Deutsche Bank μοιάζουν απλώς να προετοιμάζουν άλλοθι για αποφάσεις ανάλογες εκείνες της εποχής Σρέντερ.
Η υπόνοια που γεννιέται εδώ είναι ότι επιχειρείται μια τιτάνια προσπάθεια δημιουργίας κλίματος επικείμενης καταστροφής στους πολίτες, προκειμένου να συμβιβαστούν στο τέλος με το «μικρότερο κακό». Να είναι για παράδειγμα ικανοποιημένοι, αν δεν υποστούν περαιτέρω περικοπές και επιβαρύνσεις στο εισόδημά τους, αλλά να μην διανοούνται να απαιτήσουν να λάβουν αυξήσεις στο ύψος του πληθωρισμού.
Τα πιο πρόσφατα στοιχεία της Ομοσπονδιακής Στατιστικής Υπηρεσίας, επιβεβαιώνουν ότι η χώρα έχει κολλήσει στον στασιμοπληθωρισμό. Η οικονομία δεν αναπτύσσεται και οι αυξανόμενες τιμές μειώνουν το εισόδημα από τους μισθούς, και την κατανάλωση, και κατά συνέπεια το τζίρο των επιχειρήσεων. Ήταν ωστόσο ακριβώς οι κρατικές και ιδιωτικές καταναλωτικές δαπάνες, που μόλις και μετά βίας απέτρεψαν μια ύφεση τα προηγούμενα χρόνια. Σε αυτήν την κατάσταση, η επιβάρυνση των μισθωτών με αυξανόμενες τιμές ενέργειας και υψηλότερο κόστος δανεισμού δεν είναι παρά ένα πισώπλατο χτύπημα στην οικονομία.
Την ίδια στιγμή η Ενωση των Βιομηχανικών και Εμπορικών Επιμελητηρίων κρούει τον κώδωνα του κινδύνου: «Η Γερμανία αυτή τη στιγμή χάνει. Οι τιμές της ενέργειας εκρήγνυνται, πολλές πρώτες ύλες είναι σπάνιες και λόγω των επακόλουθων δυσκολιών παράδοσης που προκλήθηκαν από το Corona, αντιμετωπίζουμε επίσης προβλήματα προμήθειας ημικατεργασμένων και έτοιμων προϊόντων». Ο μεγάλος ασθενής φαίνεται τελικά να υποτροπιάζει.
Τι ζητούν όμως οι βιομήχανοι; Φοροελαφρύνσεις και άμεσες επιδοτήσεις για τους ίδιους και περικοπές συντάξεων και αύξηση του χρόνου εργασίας για τους εξαρτώμενους από το μισθό τους. Θέλουν δηλαδή να διασώσουν αυτό το μοντέλο, που επιβλήθηκε τις δύο τελευταίες δεκαετίες χρηματοδοτώντας το σε βάρος των μισθωτών, αυτοαπασχολούμενων και συνταξιούχων.
Ο Σρέντερ μπορεί να έχει πέσει σε δυσμένεια, λόγω των σχέσεων του με τον Πούτιν, αλλά οι μέθοδοί του και οι «ιδέες» του φαίνεται ότι συνεχίζουν να εμπνέουν. Κατά σύμπτωση είναι πάλι οι σοσιαλδημοκράτες στην κυβέρνηση μαζί με τους Πράσινους, που καλούνται να βγάλουν τα κάστανα από τη φωτιά για λογαριασμό του γερμανικού κεφαλαίου. Πώς το έλεγε εκείνο το τραγούδι με τον Κεμάλ;
Μπορεί να λέει ψέματα η Λαγκάρντ;
Η απεργία στη Lufthansa ως προάγγελος θερμών εξελίξεων στη Γερμανία