Έγραφα στις 4/7 για την απόφαση του ΕΟΔΥ, δηλαδή της κυβέρνησης, να εγκαταλείψει την έκδοση καθημερινού δελτίου για την εξέλιξη των δεικτών της πανδημίας για χάρη της εβδομαδιαίας ενημέρωσης.
Επισήμαινα τότε ότι για την επιλογή αυτή δεν έχει διατυπωθεί η παραμικρή τεκμηρίωση, όταν μάλιστα προωθείται σε μια φάση όπου η πανδημία βρίσκεται σε έξαρση. Πρόκειται για ένα ακόμη λανθασμένο μήνυμα προς την κοινωνία ότι «τελειώσαμε με την πανδημία».
Χθες, 26 Ιουλίου 2022, δημοσιοποιήθηκε η τρίτη κατά σειρά «εβδομαδιαία έκθεση επιδημιολογικής επιτήρησης λοίμωξης από τον SARS-CoV-2», η οποία επιβεβαιώνει πλήρως τις δυσμενείς προβλέψεις εκείνου του άρθρου.
Χρειάστηκε επίπονη εργασία προκειμένου να συγκρίνω τα δεδομένα των τριών διαδοχικών εκθέσεων. Τα στοιχεία παρατίθενται με τέτοιο τρόπο λες και συνειδητά επιδιώκεται να συσκοτιστούν, κάνοντας τις συγκρίσεις όσο γίνεται πιο δυσχερείς.
Η ουσία πάντως της μελέτης των αριθμών παραπέμπει σε σημαντική επιδείνωση των σκληρών δεικτών: Αύξηση μέσα σε 20 μέρες των διασωληνωμένων και των εισαγωγών στα νοσοκομεία κατά 30% και, το κυριότερο, υπερδιπλασιασμός του μέσου όρου των ημερήσιων θανάτων, που την προηγούμενη εβδομάδα άγγιξαν τους 38.
Και μπορεί ο (πάντα επισφαλής) δείκτης των κρουσμάτων να σημείωσε την τελευταία εβδομάδα μια κάμψη της τάξεως του 9%, αλλά το γεγονός ότι ο δείκτης θετικότητας (δηλαδή το ποσοστό των τεστ PCR και rapid που βγαίνουν θετικά) παραμένει σταθερά πάνω από το 15% δεν αφήνει περιθώρια επανάπαυσης.
Ο ΕΟΔΥ δεν ένιωσε την παραμικρή ευαισθησία να δώσει μια εξήγηση για την επιλογή του να αραιώσει την πληροφόρηση για τις εξελίξεις της πανδημίας, πολύ περισσότερο να την τεκμηριώσει. Αντιθέτως, αρκετοί ειδικοί, όπως ο ομότιμος καθηγητής Δημόσιας Υγείας, μέλος της Επιτροπής Εμπειρογνωμόνων Covid-19 και μέλος της Εθνικής Επιτροπής Εμβολιασμών κ. Τάκης Παναγιωτόπουλος, έχουν ασκήσει σαφή κριτική σ’ αυτή την επιλογή, αλλά εις ώτα μη ακουόντων:
«Νομίζω ότι πρόκειται για μεγάλα λάθη, που υπονομεύουν το κύρος του Οργανισμού αλλά και της επιδημιολογικής κοινότητας στη χώρα μας – σε μια φάση που η αξιοπιστία τους ως σημείο αναφοράς και κοινής εμπιστοσύνης είναι παραπάνω από απαραίτητη. Είναι κρίμα! Ο τρόπος ενημέρωσης δεν μπορεί να αλλάζει όταν το επιδημικό κύμα είναι σε υψηλό σημείο.»
Προσωπικά δεν μου κάνει εντύπωση η κυβερνητική στροφή στο κομβικό ζήτημα της ενημέρωσης της κοινής γνώμης. Έχει παρέλθει πολύς καιρός από την εποχή που «οι ανθρώπινες ζωές έμπαιναν πάνω από τους οικονομικούς δείκτες». Όταν η ενημέρωση για την εξέλιξη της πανδημίας γινόταν σε ζωντανή μετάδοση καθημερινά, και ο εκπρόσωπος της κυβέρνησης καθηγητής Τσιόδρας θρηνούσε (ορθότατα) για την κάθε ανθρώπινη απώλεια, ανεξαρτήτως ηλικίας και κατάστασης υγείας, ενώ σήμερα χάνουμε κάθε μέρα ένα ολόκληρο πούλμαν συμπολιτών μας και δεν ασχολείται κανείς. Ας θυμηθούμε ότι εκείνες τις δύσκολες μέρες οι αριθμοί των θανάτων, των διασωληνώσεων και των κρουσμάτων ήταν υποπολλαπλάσιοι των σημερινών. Όταν η κυβέρνηση θριαμβολογούσε για τις επιδόσεις της χώρας και προέβαλλε συστηματικά την πρωτοκαθεδρία της επιστημονικής κοινότητας στη λήψη την αποφάσεων.
Από τότε έχουν αλλάξει πολλά. Το μήνυμα ότι «τελειώσαμε με την πανδημία» έχει δοθεί πολλές φορές από τα πιο επίσημα χείλη, και ισάριθμες φορές έχει διαψευστεί. Από τη συλλογική ευθύνη περάσαμε πολύ εύκολα και επιπόλαια στην ατομική. Από τα χειροκροτήματα στο νοσηλευτικό προσωπικό περάσαμε γρήγορα στη συγκατάβαση και στην άρνηση της ενίσχυσής τους. Η χώρα κατρακύλησε στους διεθνείς πίνακες, έφτασε να γίνει μία από τις πρωταθλήτριες χώρες του 2022 σε θύματα ανά εκατομμύριο κατοίκων, ενώ κατέγραψε απελπιστικά νούμερα θνητότητας στις Μονάδες Εντατικής Θεραπείας, ιδίως στην περιφέρεια.
Δεν με ξαφνιάζει ούτε η ολιγωρία των ΜΜΕ, η συντριπτική πλειοψηφία των οποίων έσπευσε να ευθυγραμμιστεί με την τακτική αποσιώπησης του δράματοςς, εφαρμόζοντας με ευλάβεια το δόγμα της διαπλοκής πως ό,τι δεν λέγεται και δεν γράφεται δεν υπάρχει.
Αν κάτι με ανησυχεί είναι η απουσία των καθ’ ύλην αρμόδιων. Οι ιατρικοί σύλλογοι, τα συνδικαλιστικά σωματεία των γιατρών και νοσηλευτών, οι πανεπιστημιακές ιατρικές σχολές θα έπρεπε να πρωτοστατούν στην αποκάλυψη αυτής της πραγματικότητας, συμπαρασύροντας και άλλες κοινωνικές δυνάμεις που έχουν το συμφέρον και την ευθυκρισία να αντισταθούν σε μια πολιτική αναγλησίας και άτοπου εφησυχασμού.
Αναγνωρίζω βέβαια ότι οι φωνές που αντιστέκονται στραγγαλίζονται από μια κυρίαρχη λογική οικονομικής επιβίωσης με κάθε μέσο, καθώς και από την τεράστια κοινωνική κόπωση που επέφεραν ο εγκλεισμός και η καραντίνα, συνεπικουρούμενα και από τη σύγχυση που επικράτησε από ένα σημείο και μετά. Σε κάθε περίπτωση, πάντως, φαίνονται πια απελπιστικά λίγες και ολοένα πιο αδύναμες, ενώ οι φορείς τους αντιμετωπίζουν τον κίνδυνο να εκλαμβάνονται ως γραφικοί. Αυτός είναι ένα άλλου είδους long covid, κοινωνικού τύπου, που θα τον πληρώσουμε εντέλει ακριβά.