Είναι ο μοναδικός, που σε πολιτικό χρόνο ρεκόρ από την ημέρα που ανέλαβε καθήκοντα, να υποχρεώνεται να βλέπει μπροστά του πάλι κάλπες και μάλιστα με τον εφιάλτη της ήττας μπροστά του: να χάνει, κερδίσει-χάσει.
Η φθορά σε οποιοδήποτε κυβερνητικό σχήμα έρχεται αναπόφευκτα, αλλά ποτέ πριν ολοκληρωθεί η πρώτη τετραετία ή τέλος πάντων η πρώτη θητεία, η οποία συνήθως είναι τριετής και κάτι ψιλά. Ωστόσο ο σημερινός πρωθυπουργός πρωτοτυπεί και σ’ αυτό.
Καθόλου τυχαίο. Δείχνει να μην του ταιριάζει καμία εποχή. Ούτε χειμώνας ούτε καλοκαίρι. Τον χειμώνα παραδέρνει στα κύματα της πανδημίας και το καλοκαίρι στα κύματα του καύσωνα και των δασικών πυρκαγιών. Δεν έχει σχέδια για καμία δύσκολη κατάσταση, δεν αξιοποιεί εμπειρίες είτε από δικές του αστοχίες προηγούμενων περιόδων είτε από κακές επιλογές προηγούμενων κυβερνήσεων.
Είναι μοναδικός. Εμφανίστηκε κάποτε στην πολιτική σκηνή ως σωτήρας και αριστερότερος του τότε πρωθυπουργού και σημερινού αρχηγού της αξιωματικής αντιπολίτευσης αλλά παρά τα υπεσχημένα, δεν εμφάνισε πρόγραμμα ανασύνταξης της ελληνικής κοινωνίας, δεν έφερε ισορροπίες, δεν έδωσε ελπίδα στον Έλληνα ότι μπορεί να «γυρίσει» το παιχνίδι, να ισοφαρίσει τέλος πάντων.
Επαρμένος, εμπαθής, μικρών δυνατοτήτων, μεγάλων λόγων και αμφίβολης ποιότητας και αποτελεσματικότητας μέτρων, έχει καταφέρει από νωρίς να γίνει αντιπαθής σε ένα μεγάλο μέρος της ελληνικής κοινωνίας. Έχει επιβεβαιώσει τους χειρότερους φόβους του μεγαλύτερου μέρους των πολιτών είτε τον ψήφισαν είτε όχι. Και να τους ξεπεράσει σε ορισμένες περιπτώσεις, όπως αποδεικνύει η πικρή καθημερινότητα.
Η ενεργειακή κρίση έχει δείξει από νωρίς τα δόντια της, ωστόσο κανένα σοβαρό μέτρο δεν αντέταξε για να ανακόψει το ρεύμα ακρίβειας που μοιραία την ακολουθεί. Προφανώς ο ίδιος, τα στελέχη που τον περιβάλλουν και ο κοινωνικός περίγυρός του δεν δοκιμάζονται όσο οι περισσότεροι Έλληνες. Αυτό όμως δεν σημαίνει ότι έχει κάποιο ισχυρό ελαφρυντικό. Το αντίθετο, αφού κύριο μέλημά του έπρεπε να είναι η κοινωνική ευημερία, υποχρέωση επί της οποίας έδωσε τον όρκο του πρωθυπουργού. Ωστόσο αδυνατεί.
Μέγα πρόβλημα. Όχι όμως άλυτο, αφού η πολιτική-όπως ακριβώς και η φύση-απεχθάνεται τα κενά. Η αμφισβήτηση, η οποία έχει αρχίσει να εκδηλώνεται στο εσωτερικό της παράταξής του από τα τέλη πια του καλοκαιριού, παίρνει διαστάσεις. Δεν έχει σημασία που δεν βρίσκει φιλόξενο βήμα στα συστημικά μέσα ενημέρωσης. Σημασία έχει ότι καθημερινά βρίσκεται με όλο και λιγότερους συμπαραστάτες στο πλάι του να αναλύουν την κυβερνητική πολιτική και να στηρίζουν τις επιλογές του. Η ίδια αποσυσπείρωση παρατηρείται και στο χώρο των επιχειρηματιών που αρχικά τον στήριξαν ή έστω τον ανέχτηκαν. Οι της δεύτερης κατηγορίας μάλιστα δείχνουν ακόμα περισσότερο θυμωμένοι.
Τα πράγματα γίνονται ακόμα σοβαρότερα καθώς στο κλίμα αυτό προστίθενται οι δυσμενείς εξελίξεις στα ελληνοτουρκικά. Η Άγκυρα ανεβάζει στροφές και δείχνει διατεθειμένη να προκαλέσει νέα αναταραχή στο Αιγαίο και τη ΝΑ Μεσόγειο αδιαφορώντας για τις συμμαχίες που οικοδομεί η ελληνική πλευρά με ισχυρούς παίκτες της διεθνούς πολιτικής ή και προσπαθώντας να τις ακυρώσει στην πράξη. Μια κίνηση αιφνιδιαστική, που θα αποσκοπεί στη δημιουργία τετελεσμένων, κανείς σοβαρός παρατηρητής των εξελίξεων δεν αποκλείει πλέον. Τα τετελεσμένα θα δημιουργήσουν νέα δεδομένα και κανείς δεν μπορεί να διαβεβαιώσει ότι θα είναι αναστρέψιμα.
Το κλίμα είναι βαρύ και η κατάσταση τόσο περίπλοκη που είναι αδύνατο να τη διαχειριστεί μόνος του ο σημερινός πρωθυπουργός.
Παρά ταύτα το πρωθυπουργικό επιτελείο κορδώνεται, βοηθούμενο από τα δημοσκοπικά ευρήματα, ότι παίζει χωρίς αντίπαλο. Λάθος. Τα πράγματα έχουν αλλάξει. Μπορεί τα ποσοστά της αξιωματικής αντιπολίτευσης να απέχουν αυτών που θα δημιουργούσαν κίνδυνο για τη ΝΔ αλλά το ζητούμενο δεν είναι αυτό. Ζητούμενο μέχρι πριν από λίγο καιρό ήταν η ανατροπή του ισχύοντος εκλογικού νόμου της απλής αναλογικής με διαδοχικές εκλογές, οι οποίες τη δεύτερη Κυριακή θα διεξαχθούν με τον εκλογικό νόμο μιας ιδιάζουσας ενισχυμένης αναλογικής που ψήφισε η σημερινή πλειοψηφία και θα έδιναν την πολυπόθητη αυτοδυναμία στη ΝΔ.
Δεν βγαίνει. Ούτε η απαραίτητη για το σκοπό αυτό ενότητα στο κυβερνών κόμμα υπάρχει ούτε η εκλογική βάση του έχει πια την ίδια έκταση με αυτή του 2019.Οι τεκτονικές πλάκες έχουν ήδη αρχίσει να κινούνται.
Πρώτα και κύρια έχουν εκδηλωθεί κινήσεις για τη δημιουργία νέων πολιτικών οργανισμών στο χώρο της δεξιάς. Ίσως μάλιστα προσεχώς εκδηλωθεί ακόμα μια κίνηση, η σοβαρότερη όλων, που θα σκεπάσει ή ακυρώσει όλες τις άλλες. Πρόκειται για ρεύμα, το οποίο εκφράζεται από τις πρόσφατες δημόσιες παρεμβάσεις του πρώην πρωθυπουργού Κώστα Καραμανλή και του πρώην προέδρου της Δημοκρατίας Προκόπη Παυλόπουλου και καλύπτει το χώρο της κοινωνικής και πατριωτικής δεξιάς. Αν καρποφορήσουν οι διαβουλεύσεις, η ομάδα στήριξης του σημερινού πρωθυπουργού δεν θα αντέξει.
Την κατάσταση αυτή θα κληθεί να αξιοποιήσει ο Αλέξης Τσίπρας, ο οποίος μπορεί να μη βλέπει στις δημοσκοπήσεις τα ποσοστά του να βελτιώνονται, ωστόσο παραμένει ο ελεγκτής του παιχνιδιού και διεκδικεί να διατηρήσει το ρόλο αυτό και μετά τις προσεχείς εκλογές στην κατεύθυνση σχηματισμού μια κυβέρνησης προοδευτικής πλειοψηφίας.
Στο μετεκλογικό παιχνίδι διεκδικεί μια θέση και ο Γιώργος Παπανδρέου, ο οποίος δεν επέστρεψε στην πολιτική για να περιοριστεί στο ρόλο του υποψηφίου προέδρου του ΚΙΝΑΛ (ή ίσως του ανασυγκροτημένου ΠΑΣΟΚ μεθαύριο) αλλά να κερδίσει θέση σε μια μετεκλογική προοδευτική κυβέρνηση συνεργασίας.
Όλα αυτά δεν προμηνύουν τίποτα καλό για τον σημερινό πρωθυπουργό, ακόμα και αν διεκδικεί την πρώτη θέση στην επόμενη εκλογική αναμέτρηση. Δεν θα διαθέτει τον απαιτούμενο αριθμό εδρών για να μείνει πρωταγωνιστής. Κομπάρσος ίσως με πρωταγωνιστές άλλους, τόσο από τα δεξιά όσο και από τα αριστερά.