Το αποτέλεσμα των προεδρικών εκλογών στη Χιλή θα μπορούσε να είναι ένα καλό δείγμα μελέτης, όχι μόνο της πολιτικής επιστήμης, αλλά και της κοινωνιολογίας. Η κατάκτηση της πρώτης θέσης από έναν πολιτικό, που πολλοί κατατάσσουν στην κατηγορία «ακροδεξιός» ίσως να μην ήταν έκπληξη, με δεδομένο ότι και σε άλλες χώρες της Λατινικής Αμερικής έχουμε δει να προκύπτουν ανάλογα αποτελέσματα. Πιο πρόσφατο οι εκλογές και στην Αργεντινή, όπου οι συντηρητικές δυνάμεις κατάφεραν να επικρατήσουν σε μεγάλο βαθμό ενώ υπάρχει πάντα και το πιο χαρακτηριστικό «πρότυπο» του Μπολσονάρο στη Βραζιλία.
Αυτό που προκαλεί όμως εντύπωση στη Χιλή είναι ότι αυτό το αποτέλεσμα που κάποιοι βλέπουν ως «παλινόρθωση» ενός αυταρχικού και σκληρού νεοφιλελευθερισμού, έρχεται μετά από μια ιδιαίτερα ταραγμένη διετία, στη διάρκεια της οποίας οι Χιλιανοί έδειξαν να είναι έτοιμοι να έρθουν σε ρήξη με το παρελθόν τους.
Πρώτα ήταν οι μεγάλες κινητοποιήσεις κατά της ακρίβειας και της οικονομικής πολιτικής της κυβέρνησης Πινιέρα το 2019, στη συνέχεια το δημοψήφισμα που ψήφισαν σε ποσοστό σχεδόν 80% κατά του παλιού πινοτσετικού Συντάγματος και αργότερα οι εκλογές για τη νέα Συνταγματική Συνέλευση, που θεωρήθηκαν μια νίκη προοδευτικών δυνάμεων και έφεραν στο καινούριο αυτό σώμα εκπροσώπους κινημάτων, αλλά και μειονοτήτων που ως τώρα ζούσαν στο περιθώριο.
Μετά από όλα αυτά είναι δύσκολο να ερμηνευθεί το 28% του Χοσέ Αντόνιο Καστ, ενός πολιτικού που ανοικτά έχει υμνήσει στο παρελθόν το Πινοτσέτ και τις «επιτυχίες του στην οικονομική πολιτική», και εκπροσωπεί ουσιαστικά 100% το παλιό κατεστημένο. Εκτός αυτού ο γιός ενός πρώην αξιωματικού της Βέρμαχτ έχει ταχθεί κατά του νέου Συντάγματος, έχει εκφραστεί υπέρ του Μπολσονάρο, εναντίον των λαϊκών κινητοποιήσεων, μιλά συνεχώς για «νόμο και τάξη», τάσσεται κατά των αμβλώσεων αλλά παράλληλα θέλει να περικόψει τα βοηθήματα σε ανύπαντρες μητέρες, αντιπροσωπεύει δηλαδή ουσιαστικά ακριβώς τα αντίθετα από όσα φαινόταν να εκφράζει «ο άνεμος των αλλαγών» της τελευταίας διετίας.
Οπως σημειώνουν πολιτικοί αναλυτές θεωρητικά ο Καστ εκπροσωπεί περίπου ένα 20% της κοινωνίας, αυτό που αποκαλείται «βαθύ πινοτσετικό κράτος». Το γεγονός ότι μπόρεσε να διεισδύσει και σε χώρους της κεντροδεξιάς ήταν η μεγάλη του επιτυχία την οποία σκοπεύει να επεκτείνει και στον δεύτερο γύρο των εκλογών στις 19 Δεκεμβρίου.
Το πέτυχε αυτό πατώντας σε μεγάλο βαθμό στην ανασφάλεια, στην οποία οδηγεί τα φτωχότερα κομμάτια της κοινωνίας η έκρηξη της φτώχειας και της εγκληματικότητας, συναίσθημα που ενισχύθηκε και από την πανδημία. Κατάφερε να παρουσιάσει την «αλλαγή», που έμοιαζε να επιθυμεί η χιλιανή κοινωνία ως απειλή, ενώ εκμεταλλεύτηκε φυσικά και την απουσία κάποιου σοβαρού αντιπάλου από το στρστόπεδο της Κεντροδεξιάς, κάτι που ερμηνεύτηκε τελικά ως σιωπηρή στήριξη αυτού του χώρου προς το πρόσωπό του.
Αν τελικά ο Καστ επικρατήσει, κάτι που αυτή τη σιτγμή δείχνει πολύ πιθανό, τότε δεν χρειάζεται να είναι κανείς προφήτης για να προβλέψει ότι θα χρειαστεί να χρησιμοποιήσει ακόμα πιο αυταρχικές μεθόδους από τον προκάτοχό του για να αναχαιτίσει το κύμα λαϊκής δυσαρέσκειας ενός όχι ασήμαντου, αλλά όπως φαίνεται, ούτε και πλειοψηφικού κομματιού της κοινωνίας, το οποίο συσπειρώθηκε γύρω από το αντίπαλο του Γκάμπριελ Μπόριτς. Αυτό το ένα τέταρτο και κάτι της κοινωνίας, που θα συνεχίσει να απαιτεί εκδημοκρατισμό της χώρας και κόψιμο των δεσμών, που τη συνδέουν με την περίοδο της χούντας του Πινοτσέτ, ακόμα και 31 χρόνια μετά το τυπικό τέλος της.