Μπορεί στην Ευρώπη κάποιοι να έχουν αρχίσει να αναρωτιούνται σχετικά πιο μεγαλόφωνα για το κατά πόσο είναι σκόπιμη και κυρίως «αποδοτική» η ταύτιση με την πολιτική των ΗΠΑ, αλλά στην Ουάσιγκτον σκέφτονται ήδη το επόμενο… επίπεδο. Ηδη πριν ξεκινήσει ο πόλεμος η κυρίαρχη αντίληψη ήταν ότι ο μεγάλος επόμενος αντίπαλος της υπερδύναμης δεν θα είναι η Ρωσία, αλλά η Κίνα. Κάτι που είχε αναδειχθεί ιδιαίτερα στα χρόνια του Ντόναλντ Τραμπ.
Τώρα και καθώς ο πόλεμος στην Ουκρανία φαίνεται να διαψεύδει αισιόδοξες προσδοκίες το περισκόπιο στρέφεται πάλι πιο ανατολικά. Το υπενθύμισε αυτές τις μέρες η Γουέντι Σέρμαν, αναπληρώτρια υπουργός Εξωτερικών των Ηνωμένων Πολιτειών η οποία κάλεσε τους Ευρωπαίους να αντιμετωπίσουν από κοινού τις βλέψεις του Πεκίνου. Η κυρία Σέρμαν μάλιστα ανέλαβε να παίξει το ρόλο του προστάτη της ΕΕ και κατηγόρησε το Πεκίνο για την «παρενόχληση» ευρωπαϊκών κρατών, αναφερόμενη και στο παράδειγμα της Λιθουανίας, η οποία πρόσφατα έπεσε θύμα «εμπάργκο» από την πλευρά των Κινέζων.
Αυτό που βεβαίως φοβούνται περισσότερο οι ΗΠΑ είναι η συστράτευση Μόσχας και Πεκίνου, όπως φάνηκε από τις νέες απειλές προς τη σινική ηγεσία, να μην τολμήσει να δώσει όπλα στη Ρωσία, αλλά και από τις κατηγορίες ότι η Ρωσία επιδιώκει να αντικαταστήσει με την Κίνα τους οικονομικούς δεσμούς της με τη Δύση.
Ενοχλημένη είναι η Ουάσιγκτον, όπως φάνηκε από τις δηλώσεις της Σέρμαν και από το γεγονός ότι το Πεκίνο υιοθετεί την «παραπληροφόρηση» της Μόσχας. Είναι σαφές ότι οι ΗΠΑ αισθάνονται ενοχλημένες από το γεγονός ότι ένα πολύ μεγάλο μέρος του πλανήτη κάθε άλλο παρά είναι πρόθυμο να υιοθετήσει τις δικές τους θέσεις, τόσο σε σχέση με τον πόλεμο, όσο και αναφορικά με τη μελλοντική παγκόσμια τάξη πραγμάτων. Αυτό είναι λογικό να προκαλεί μόνιμο εκνευρισμό στην διοίκηση Μπάιντεν.
Αλλά οι βλέψεις των ΗΠΑ είναι γνωστές. Το ερώτημα έχει να κάνει με το πώς σκέφτονται οι Ευρωπαίοι. Θα ακολουθήσουν τις αμερικανικές προτροπές διαμορφώνοντας στη βάση αυτών τη σχέση τους με το Πεκίνο; Η κατά μέτωπον επίθεση, που δέχτηκε για παράδειγμα η Γερμανία για την εξωτερική της πολιτική στα χρόνια της Ανγκέλα Μέρκελ δεν έχει να κάνει μόνο με την υποτιθέμενη «αφέλεια», που οδήγησε στην ενεργειακή της πρόσδεση με τη Μόσχα.
Η προσπάθεια της πρώην καγκελαρίου να ενισχύσει τους εμπορικούς και οικονομικούς δεσμούς με το Πεκίνο ήταν κάτι, που ποτέ δε μπορούσε να χωνέψει ο «ατλαντικός» σύμμαχος. Η Μέρκελ επιχείρησε να δέσει την ΕΕ με μια συμφωνία μαμούθ με την Κίνα λίγο πριν αποχωρήσει από το αξίωμά της, κατά τη διάρκεια της γερμανικής προεδρίας της Ενωσης πριν από ενάμιση χρόνο. Από τότε βεβαίως μοιάζουν να έχουν περάσει δεκαετίες. Ομως το ερώτημα παραμένει. Εχουν το θάρρος οι Ευρωπαίοι ηγέτες να χαράξουν μια δική τους αυτόνομη πορεία απέναντι σε τρίτες χώρες ή θα συνεχίζουν να ευθυγραμμίζονται με τα συμφέροντα των ΗΠΑ;
Αυτό που μοιάζουν να αδυνατούν να κατανοήσουν πολιτικοί, όπως η Ούρσουλα φον ντερ Λάιεν, ο Ζοζέπ Μπορέλ ή ακόμα και η Ανναλένα Μπέρμποκ είναι πως η συστράτευση ΗΠΑ-ΕΕ φαντάζει ως απειλή για πολλές περιοχές του πλανήτη. Η θύμηση του παλιότερου αποικιοκρατικού παρελθόντος της Ευρώπης και του πιο πρόσφατου ιμπεριαλιστικού των ΗΠΑ είναι ένα «κοκτέιλ ανατριχίλας» και μόνο αντανακλαστικά απόρριψης μπορεί να προκαλεί σε χώρες της Αφρικής, της Λατινικής Αμερικής ή της Ασίας.
Αυτό εξηγεί και την απροθυμία δεκάδων χωρών να συνταχθούν στο μέτωπο των σκληρών κυρώσεων κατά της Μόσχας εσχάτως. Οι Ευρωπαίοι φυσικά καμιά διάθεση δεν δείχνουν να τα λάβουν όλα αυτά υπόψιν τους. Σαν υπνωτισμένοι μοιάζουν να έχουν απλώσει το χέρι προς την Ουάσιγκτον, αφήνοντάς την να τους τραβήξει από το μανίκι προς όποια κατεύθυνση επιθυμεί αυτή. Οταν ξυπνήσουν μπορεί να μην μπορούν καν να αναγνωρίσουν πού βρίσκονται.
Κίσινγκερ: Δεν πρέπει να ενώσουμε τη Ρωσία με την Κίνα απέναντι στη Δύση
Σύνοδος ΔΝΤ: Δυσοίωνες προβλέψεις για την παγκόσμια οικονομία σε ένα διχασμένο πλανήτη