Κάτι συμβαίνει τις τελευταίες ημέρες στο μέχρι πρότινος ενιαίο και αρραγές μέτωπο της Δύσης έναντι του Βλαντιμίρ Πούτιν. Από τα τέλη της περασμένης εβδομάδας υπάρχει μία νέα ρητορική από ευρωπαίους ηγέτες, οι οποίοι δείχνουν μία μεγαλύτερη διαλλακτικότητα έναντι της Μόσχας, σε σχέση με ακραίες δηλώσεις αμερικανών αξιωματούχων.
Αυτό δεν σημαίνει κατ’ ανάγκην ότι αλλάζουν θέσεις για την ρωσική εισβολή στην Ουκρανία, κάθε άλλο.
Αλλά εξ αρχής αυτού του πολέμου η Ευρώπη ήταν πιο ευάλωτη στις συνέπειες μίας σύγκρουσης στη γειτονιά της, ιδίως εάν αυτή μπορεί να εξελιχθεί σε μακροχρόνια. Κυρίως οι ενεργειακές επιπτώσεις, τα προβλήματα στην επισιτιστική αλυσίδα και τις γραμμές μεταφορών, αλλά και οι πληθωριστικές πιέσεις δεν είναι ίδιες στην Ευρώπη και στις Ηνωμένες Πολιτείες – οι τελευταίες ίσως και να βγαίνουν σε ορισμένους τομείς κερδισμένες από την αναταραχή αυτή.
Είναι για παράδειγμα ενδεικτικό ότι η Ευρωπαϊκή Επιτροπή αναγκάστηκε να αλλάξει θέση ως προς την ρωσική απαίτηση για πληρωμές του φυσικού αερίου σε ρούβλια. Οι αυστηρές προειδοποιήσεις της Ούρσουλα φον ντερ Λάιεν για όποια χώρα ή εταιρία υπέκυπτε στους νέους όρους του Πούτιν, φτάσαμε στην έμμεση πλην σαφή αποδοχή της πρακτικής, που στο μεταξύ είχαν υιοθετήσει οι περισσότερες ευρωπαϊκές εταιρίες για δημιουργία τραπεζικού λογαριασμού σε ρούβλια, ώστε να μην διαταραχθούν οι γραμμές προμήθειας φυσικού αερίου. Η εξέλιξη, που πάντως συντελείται πολύ καιρό τώρα, άρα είναι σε γνώση (ή και με έγκριση) των ευρωπαϊκών κυβερνήσεων, είναι δείγμα ότι δεν μπορεί να υπάρξει ολοκληρωτικός πόλεμος με την Ρωσία.
Αυτό φαίνεται και με την προσπάθεια των Βρυξελλών να επιβάλλουν ολοκληρωτικό εμπάργκο στο ρωσικό πετρέλαιο. Το μέτρο παραμένει εδώ και δύο εβδομάδες χωρίς οριστική έγκριση, κυρίως λόγω της άρνησης της Ουγγαρίας να το αποδεχθεί, αλλά πολλοί υποψιάζονται και απροθυμία στην πραγματικότητα κι άλλων χωρών, που δεν δηλώνουν ανοιχτά τους προβληματισμούς τους.
Αλλά εδώ και κάποια 24ωρα ορισμένοι ισχυροί ευρωπαίου ηγέτες δείχνουν γενικά απρόθυμοι να ακολουθήσουν τα βήματα του ψυχροπολεμικού τανγκό που έχουν επιβάλλει οι Ηνωμένες Πολιτείες απέναντι στον Πούτιν. Και αναζητούν τρόπους διαφυγής από μία κατάσταση που μπορεί να εγκλωβίσει ολόκληρη την ήπειρο σε μία μακροχρόνια κρίση. Συμφωνούν μεν με την άσκηση πίεσης στη Μόσχα, συνεχίζουν τη στρατιωτική βοήθεια στην ουκρανική αντίσταση, στηρίζουν τη διεύρυνση του ΝΑΤΟ με τη Φινλανδία και τη Σουηδία, αλλά θεωρούν ότι πρέπει να βρεθούν δίαυλοι συνεννόησης με τον Πούτιν για την επίτευξη κατάπαυσης πυρός και την αναζήτηση μίας ειρηνευτικής λύσης.
Ο Ιταλός πρωθυπουργός Μάριο Ντράγκι είπε την περασμένη Πέμπτη ότι ο Τζο Μπάιντεν πρέπει να τηλεφωνήσει στον Ρώσο ομόλογό του για να τερματιστεί ο πόλεμος.
Ο Γάλλος πρόεδρος Εμανουέλ Μακρόν δηλώνει ότι μία λύση δεν μπορεί να έχει την ταπείνωση της Ρωσίας, ενώ φέρεται να έχει προτρέψει τον Βολοντιμίρ Ζελένσκι να συζητήσει το εδαφικό με τη Μόσχα προκειμένου να υπάρχει μία συμφωνία.
Αλλά και ο Γερμανός καγκελάριος Όλαφ Σολτς δήλωσε ότι ο στόχος της Δύσης πρέπει να είναι να μην κερδίσει τον πόλεμο η Ρωσία και τίποτε άλλο πέραν αυτού, καθώς «έχουμε να κάνουμε με μια πυρηνική δύναμη», όπως είπε, μην κρύβοντας την ανησυχία του για τον κίνδυνο κλιμάκωσης εάν δεν βρεθεί μία λύση.
Την ίδια ώρα η Ουάσιγκτον φαίνεται να αποφεύγει την επιθετική ρητορική προς την Μόσχα, ενώ ίσως είναι ενδεικτικό ότι ο Αμερικανός υπουργός Άμυνας Λόιντ Όστιν τηλεφώνησε για πρώτη φορά από την έναρξη της ρωσικής εισβολής στον Ρώσο ομόλογό του Σεργκέι Σοϊντού, χωρίς πάντως να βρεθεί κάποιο σημείο επαφής.
Το εάν θα βγάλουν όλα μία άκρη σύντομα θα φανεί τις επόμενες ημέρες, αλλά σίγουρα η κινητικότητα αυτή δεν είναι τυχαία, όπως εκτιμούν ψύχραιμοι παρατηρητές. Ειδικά όταν σε μία εβδομάδα συμπληρώνονται τρεις μήνες πολέμου, χωρίς να διαφαίνεται, με τα σημερινά δεδομένα, κάποια διέξοδος στον ορίζοντα.
Τραβάει το σχοινί ο Ερντογάν – Δεν θα εγκρίνει την ένταξη της Σουηδίας και της Φινλανδίας στο ΝΑΤΟ