Πριν από λίγες μέρες τρεις επιστήμονες από Πανεπιστήμια της Βιέννης, του Μάνχαϊμ και της Οξφόρδης παρουσίασαν το αποτέλεσμα μιας έρευνας, που έγινε για την εκλογική συμπεριφορά σε βάθος περίπου πέντε δεκαετιών σε 12 χώρες της Ευρώπης. Το συμπέρασμά της δεν ήταν απαραιτήτως πρωτάκουστο, όσο και αν πολλά από τα «παραδοσιακά» κόμματα τείνουν να αγνοούν.
Αυτό που λένε λοιπόν είναι ότι η υιοθέτηση της ατζέντας των ακροδεξιών κομμάτων από τα πιο «κεντρώα» κόμματα δεν οδηγεί στην πολιτική και εκλογική αποδυνάμωσή τους. Το αντίθετο είναι αυτό που συμβαίνει, αφού ο «εξαγνισμός» που προσφέρεται με αυτό τον τρόπο σε μια συγκεκριμένη ρητορική αλλά και κοσμοαντίληψη, φέρνει ακραίες απόψεις να προσεγγίζουν τον κύκλο της πολιτικής ορθότητας.
Οπως το λέει η Μαρίν Λεπέν «γιατί κάποιος να διαλέξει την απομίμηση, όταν έχει διαθέσιμο το πρωτότυπο». Η περίπτωση της Γαλλίας είναι ενδεικτική. Η μετατόπιση της πολιτικής του Εμανουέλ Μακρόν από την αόριστη «ελευθεριακή φλυαρία» σε πολύ δεξιότερα νερά μπορεί να του έδωσε μερικές ψήφους παραπάνω τώρα, αλλά οδήγησε σε άνοδο και των ψήφων της Μαρίν Λεπέν. Αν μάλιστα συνυπολογίσει κανείς τις ψήφους του Ερίκ Ζεμούρ και κάποιων άλλων «περιθωριακών» υποψηφίων συνειδητοποιεί πώς η ακραία δεξιά φρασεολογία έχει οδηγήσει σε μια πλήρη αναδιάταξη των πολιτικών δυνάμεων στη Γαλλία. Θύμα αυτής της πρακτικής έπεσαν φυσικά και οι Χριστιανοδημοκράτες της κυρίας Πεκρές, η οποία εμφανίστηκε επίσης με έναν ακραίο εθνικιστικό λόγο οδηγώντας πολλούς να τη δουν απλώς ως «απομίμηση».
Κάτι αντίστοιχο είχε συμβεί και στην Βαυαρία στις τοπικές εκλογές του 2018, όπως επισημαίνουν οι επιστήμονες, όταν οι Χριστιανοκοινωνιστές αποφάσισαν να υιοθετήσουν μια σκληρή ατζέντα, που έδιωξε πολλούς ψηφοφόρους προς την ακροδεξιά «Εναλλακτική για τη Γερμανία» και εκνεύρισε ένα παραδοσιακά πιο δημοκρατικό, κεντρώο ακροατήριο οδηγώντας σε ενίσχυση των Πρασίνων.
Το πρόβλημα αφορά όπως φαίνεται πρωτίστως τα κόμματα της Κεντροδεξιάς. Το είδαμε στην Ισπανία, όπου το φλερτ του Λαϊκού Κόμματος με το Vox οδήγησε στην απόλυτη «νομιμοποίηση» και εκλογική άνοδο του τελευταίου, αλλά και στην Πορτογαλία με την εμφάνιση του επίσης ρατσιστικού Chega. Οχι ότι δεν έχουν πέσει στον ίδιο πειρασμό και κάποια σοσιαλδημοκρατικά κόμματα, ειδικά στις σκανδιναβικές χώρες, με πιο χαρακτηριστικό το παράδειγμα της Δανίας.
Το έχουμε δει να παγιώνεται επί δεκαετίες και στην Αυστρία, όπου η λογική ότι οι πρώην Ναζί έπρεπε να έχουν το δικό τους κόμμα για να εκδημοκρατιστούν οδήγησε σε ένα κόμμα που ανήκει σταθερά στην πρωτοπορία των «Ανελεύθερων» στην Ευρώπη. Ούτε είναι τυχαία η ανάπτυξη του κινήματος των «Ταυτοτικών» σε πολλές χώρες, ακριβώς στην λογική μιας αποδοχής, μέσω μιας ψευδοεπιστημονικότητας, θεωριών περί καθαρότητας της φυλής.
Ολα αυτά δεν είναι αδιάφορα και για την Ελλάδα, καθώς οι επόμενες εκλογές είναι υπόθεση ενός χρόνου. Οι ρητορείες πολιτικών από τα κόμματα του περιβόητου «δημοκρατικού τόξου» περί «πραγματικών» και μη προσφύγων, η προσπάθεια στιγματισμού των ανέργων ως ανίκανων ή χαραμοφάηδων και η παρουσίαση των «διαφορετικών» ομάδων ως απειλής για τη νεολαία και τις παραδόσεις δεν θα αποδυναμώσει τα διάφορα ακροδεξιά μορφώματα, που ονειρεύονται να επιστρέψουν στο ελληνικό κοινοβούλιο, όπως προειδοποιούν ήδη τα δείγματα των δημοσκοπήσεων. Αντιθέτως διευκολύνει την είσοδο τους κατ’ αρχήν στην αποκαλούμενη πολιτική «cordon sanitaire»(υγειονομική ζώνη, όρος δανεισμένος από την επιδημιολογία) για να μπορέσουν ανενόχλητα να απλωθούν στο δημόσιο διάλογο και στην κοινωνική ζωη. Εκτός αν κάποιοι το θεωρούν αυτό χρήσιμο για τους δικούς τους καθαρά κοντόφθαλμους σκοπούς.
Θα χάσει τώρα η ευρωπαϊκή ακροδεξιά τους Ρώσους «χορηγούς» της;
7 στους 10 ψηφοφόρους του Μελανσόν, γυρίζουν την πλάτη στον «Μανού»