Με αφορμή τις εθνικές εκλογές στην Ουγγαρία, σήμερα Κυριακή, καλό θα είναι να θυμηθούμε την ιστορία δημιουργίας και εγκατάστασης στην εξουσία ενός πολιτικού και ενός κόμματος από τα πιο αυταρχικά στην Ανατολική Ευρώπη. Του πρωθυπουργού Βίκτορ Ορμπαν, που είναι και πάλι φαβορί για να κυβερνήσει για μια ακόμα τετραετία
Τον Απρίλιο του 2010 ο Βίκτορ Ορμπαν θα επιστρέψει ως θριαμβευτής στην εξουσία, κατέχοντας την απόλυτη πλειοψηφία στη Βουλή και επιλέγοντας πλέον να υιοθετήσει το μοντέλο μιας κομματικής παντοδυναμίας, η οποία θα τον παγιώσει ως καθεστώς για πάνω από μια δεκαετία. Η εποχή του ορμπανισμού έχει πλέον αρχίσει.
Παρά το γεγονός ότι η Ουγγαρία έχει πληγεί ήδη από το 2008 από την παγκόσμια οικονομική κρίση ο Ορμπαν θα κάνει έναν καθαρά λαϊκιστικό προεκλογικό αγώνα και θα εξασφαλίσει πλειοψηφία δύο τρίτων. Αυτό θα του επιτρέψει να εγκαταστήσει σταδιακά δικούς του ανθρώπους σε όλες τις κομβικές θέσεις του δημόσιου τομέα, από την παιδεία μέχρι τη δικαιοσύνη. Τα δημόσια μέσα ενημέρωσης μετατρέπονται σε κομματικά, το εκλογικό σύστημα διαμορφώνεται κατά τρόπο που βολεύει το Fidesz, το Ανώτατο Συνταγματικό Δικαστήριο «αναδομείται».
Σε επικοινωνιακό επίπεδο αρχίζει την εκστρατεία κατά των ξένων δυνάμεων που θέλουν το κακό της χώρας. Στο στόχαστρό του θα μπει τώρα και ο Τζορτζ Σόρος με τα ιδρύματά του στην Ανατολική Ευρώπη. Είναι ο ίδιος Σόρος, ο οποίος 12 χρόνια πριν είχε γενναιόδωρα στηρίξει κόμματα της αντικομμουνιστικής αντιπολίτευσης όπως το Fidesz, ενώ είχε χαρίσει υποτροφίες σε πολλά από τα ιδρυτικά του στελέχη, όπως και στον ίδιο τον Ορμπαν για ένα μεταπτυχιακό του στην Οξφόρδη.
Το σημαντικότερο είναι όμως ότι με κρατικό χρήμα ενισχύονται μια σειρά από φίλιοι επιχειρηματίες σε διάφορους τομείς της οικονομίας. Είναι χαρακτηριστικά τα λόγια του Σάντορ Λέντερερ από την οργάνωση «k-Monitor»: «Η διαφθορά έγινε κεντρική επιλογή για την παρούσα κυβέρνηση, από το 2010, που σημαίνει ότι η διαφθορά έχει γίνει κατά μια έννοια η ουσία του συστήματος. Χρησιμοποιείται ως εργαλείο για τη διοχέτευση δημόσιων πόρων σε ιδιωτικές τσέπες κοντά στην κυβέρνηση, στη δημιουργία ισχυρού οικονομικού δεσμού για ανθρώπους του περιβάλλοντος του πρωθυπουργού και του πελατειακού του δικτύου, να διευκολύνει τη μετάβαση της πολιτικής δύναμης σε οικονομική δύναμη και πιθανά να μπορεί να τη μετατρέψει ξανά αν χάσει κάποια στιγμή αυτή τη δύναμη. Στόχος είναι, όπως με τη μαφία, να φτιαχτεί μια νέα δυνατή ελίτ στη χώρα.»
Με όλα αυτά κερδίζει σχετικά εύκολα και τις επόμενες εκλογές και υιοθετεί πλέον και επίσημα την ιδεολογία της «ανελεύθερης δημοκρατίας», που θέτει υπεράνω όλων το ουγγρικό έθνος, στο οποίο δεν ξεχνά να υπενθυμίζει ότι ανήκουν και τα τρεισίμιση εκατομμύρια Μαγυάρων, που ζουν στις γειτονικές Ρουμανία, Ουκρανία και Σερβία. Στο στόχαστρο μπαίνουν ΜΚΟ υπεράσπισης των ανθρωπίνων δικαιωμάτων, ανεξάρτητοι δημοσιογράφοι και διανοούμενοι. «Κάθε λίγο εμφανίζεται μια νέα νομοθεσία κατά των ΜΚΟ γενικά ή εναντίον συγκεκριμένων οργανισμών της Κοινωνίας των Πολιτών» σημείωνε ο Αντρας Λέντερερ από την οργάνωση Helsinki Watch στις αρχές του 2019.
Η προσφυγική κρίση θα του δώσει την ευκαιρία να βρει έναν ακόμα δημοφιλή εχθρό και να αποστρέψει το βλέμμα της κοινής γνώμης από άλλα σοβαρά προβλήματα της ουγγρικής κοινωνίας. Εκτός από το μαστίγιο υπάρχει φυσικά και το καρότο, αφού ο Ορμπαν φροντίζει με κάποια φιλοδωρήματα να δείχνει και το ενδιαφέρον του για τους φτωχότερους. Συνεχίζει φυσικά να αξιοποιεί τις μνήμες από το σοσιαλιστικό παρελθόν, για να συντηρεί την ευρέως διαδεδομένη αντίληψη ότι η Αριστερά είναι το κατεστημένο στη χώρα.
Από το 2015 εκμεταλλεύεται το προσφυγικό για να εμφανιστεί ως ο προστάτης όχι μόνο των Ούγγρων, αλλά και ολόκληρης της Ευρώπης απέναντι στην εισβολή των αλλοθρήσκων. Καλλιεργεί μύθους, αξιοποιεί τα πλήρως ελεγχόμενα από αυτόν μέσα ενημέρωσης, για να πείσει ότι χάρις στο δικό του «φράχτη» σταμάτησε τις ροές προσφύγων στην ήπειρο. Η αλήθεια είναι ότι στη στάση του βρίσκει πολλούς συμμάχους που επικροτούν τις θεωρίες του, αλλά και πολλούς που απλώς βολεύονται και σιωπούν. Ξέρει να ξυπνά τα αντανακλαστικά και να εκμεταλλεύεται τις ανασφάλειες χαμηλότερων κοινωνικών στρωμάτων, ειδικά του πληθυσμού στην επαρχία, όπου το βιοτικό επίπεδο είναι σημαντικά χαμηλότερο από εκείνο της Βουδαπέστης και η ανασφάλεια για το μέλλον εντονότερη.
Εμφανίζεται επίσης ως εκείνος, ο οποίος εγγυάται ότι η χώρα δεν θα κατρακυλήσει σε ένα πολιτικό αδιέξοδο ή χάος κάτι που φαίνεται να καθησυχάζει πολίτες μεγαλύτερων ηλικιών που έτσι κι αλλιώς βίωσαν προβλήματα προσανατολισμού μετά τις αλλαγές της περιόδου 1989-90.
O Oρμπαν θα φτάσει στο σημείο να οργανώσει τον Οκτώβριο του 2016 δημοψήφισμα, με στόχο να απορρίψει την πολιτική της ΕΕ για το προσφυγικό. Το ερώτημα τίθεται με ένα αρκετά πονηρό τρόπο που σε προκαλεί να απαντήσεις προς μια συγκεκριμένη κατεύθυνση: «Θα θέλατε η ΕΕ να έχει το δικαίωμα να ορίζει την υποχρεωτική εγκατάσταση μη Ούγγρων στην Ουγγαρία ακόμα και χωρίς την έγκριση του ουγγρικού κοινοβουλίου;».
Το ΟΧΙ συγκεντρώνει ποσοστό 98%, αλλά η συμμετοχή δεν ξεπερνά το 40% και αυτή είναι μια μικρή ήττα για τον Ορμπαν, που θα συνεχίσει πάντως απτόητος για τα επόμενα χρόνια να αρνείται την πολιτική των ποσοστώσεων της ΕΕ και ουσιαστικά θα αναγκάσει τις Βρυξέλλες σε μια σιωπηρή αναθεώρηση προηγούμενων αποφάσεών τους.
Τον Φεβρουάριο του 2018 οι New York Times γράφουν ότι «η Ουγγαρία θεωρείται σήμερα μια δημοκρατία σε έντονη ύφεση. Μέσω της νομοθετικής δύναμης της θέλησης, ο κύριος Όρμπαν έχει μετατρέψει την χώρα σε ένα πολιτικό θερμοκήπιο για την δημιουργία ενός περίεργου είδους αυτοκρατορίας, συνδυάζοντας τον καπιταλισμό των αδέσποτων και την ακροδεξιά ρητορική με μια μονοκομματική πολιτική κουλτούρα.»
Στις εκλογές του 2018 όμως ο Ορμπαν κερδίζει και πάλι. Το κόμμα του χάνει 4% και πέφτει λίγο κάτω από το 50%, αλλά χάρις στο εκλογικό σύστημα εξασφαλίζει εν νέου άνετη πλειοψηφία 133 βουλευτών σε σύνολο 199. Τους οπαδούς του δεν έχουν πτοήσει ούτε οι αποκαλύψεις για έρευνες της Ευρωπαϊκής Υπηρεσίας κατά της διαφθοράς OLAF περί χρηματισμού συγγενικών προσώπων του πρωθυπουργού μέσω της κατάχρησης ευρωπαϊκών κονδυλίων. Ετσι κι αλλιώς η ΕΕ έχει προ πολλού μετατραπεί στον αγαπημένο εχθρό, οι Βρυξέλλες σε κέντρο της διεθνούς συνωμοσίας και η Κομισιόν σε μια παρέα διαβολικών υπαλλήλων που επιβουλεύονται την ευημερία και ανεξαρτησία της χώρας, αλλά πάνω απ΄όλα την «ταυτότητά» της.
Ολα αυτά προκαλούν φυσικά αντιδράσεις, αλλά η συμμετοχή στο Ευρωπαϊκό Λαϊκό Κόμμα κάνει πολλούς στη θεσμική Ευρώπη, που πλειοψηφεί η Χριστιανοδημοκρατία να κάνουν τα στραβά μάτια επί σειρά ετών. Υπάρχουν απειλές και προειδοποιήσεις, αλλά όχι πρακτικές κυρώσεις.
Μόνο όταν πριν τις ευρωεκλογές του 2019 η Βουδαπέστη και άλλες μεγάλες πόλεις της Ουγγαρίας θα γεμίσουν με αφίσες που κατονομάζουν το Ζαν Κλοντ Γιούνκερ, πρόεδρο της Ευρωπαϊκής Επιτροπής μαζί με τον Τζορτζ Σόρος ως τους εγκεφάλους ενός συνωμοτικού σχεδίου, που έχει στόχο να γεμίσει την Ουγγαρία με μετανάστες η Κομισιόν θα πρέπει να αντιδράσει και το Fidesz χάνει το δικαίωμα ψήφου μέσα στο Λαϊκό Κόμμα, χωρίς πάντως να αποβληθεί από αυτό.
Θα ανακοινώσει ο ίδιος το 2021 την αποχώρησή του από το Ευρωπαϊκό Λαϊκό Κόμμα και παραμένει από τότε εκτός οποιασδήποτε ομάδας στο ευρωκοινοβούλιο. Εχει πάντως προσπαθήσει αρκετές φορές να λειτουρήσει ως σύνδεσμος μεταξύ των διαφόρων ακροδεξιών και εθνικιστικών μορφωμάτων στην Ευρώπη, αλλά το πρόβλημα ήταν πάντα ότι κάποια από αυτά στηρίζονταν από τη Ρωσία, ενώ κάποια άλλα είχαν ως σημαία τους τον αντιρωσισμό.
Η στάση του τώρα απέναντι στον πόλεμο δυσκολεύει ακόμα περισσότερο το εγχείρημα. Ηδη την περασμένη εβδομάδα ακυρώθηκε μια συνάντηση των υπουργών Αμυνας των χωρών του Βίζεγκραντ (Ουγγαρία, Πολωνία, Σλοβακία, Τσεχία) που ήταν να γίνει «προεκλογικά» στη Βουδαπέστη εξαιτίας της δυσφορίας Πολωνών και Τσέχων για την επαμφοτερίζουσα στάση του Ορμπαν απέναντι στη Μόσχα.
Η αυτοκρατορία του Ορμπαν (Μέρος α΄)
Ο πόλεμος ήρθε ως αναπάντεχο εκλογικό δώρο για τον «τιμονιέρη» Βίκτορ Ορμπαν στην Ουγγαρία