Η ομιλία μου στην παρουσίαση του νέου βιβλίου του Γιάνη Βαρουφάκη «Το άλλο τώρα», Εκδόσεις Πατάκη, σε μετάφραση της Μαρίας Χρίστου. Η παρουσίαση έγινε στον Κήπο του Νομισματικού Μουσείου στις 13 Σεπτεμβρίου 2021. Στο πάνελ ήταν ο Γιάννης Βαρουφάκης, η Ηλιάνα Φωκιανάκη, ο Χρστόφορος Κάσδαγλης και η εκδότρια, Έλενα Πατάκη.
Γράφει ο Χριστόφορος Κάσδαγλης
Το «Άλλο τώρα» αποτέλεσε για μένα ευχάριστη έκπληξη, από πολλές απόψεις. Ο συγγραφέας τόσων βιβλίων με δοκιμιακό χαρακτήρα, αποφασίζει να γράψει ένα φίξιον, για την ακρίβεια ένα καθαρόαιμο σάιενς φίξιον. Από την άλλη, το βιβλίο καλύπτει ένα μεγάλο κενό, ανοίγοντας τη συζήτηση που αφορά τα επιθυμητά χαρακτηριστικά μιας μετακαπιταλιστικής κοινωνίας, προσφέροντας χρήσιμο υλικό γι’ αυτή την εξαιρετικά επίκαιρη όσο και αναγκαία συζήτηση.
Ο Βαρουφάκης πρέπει να μόχθησε πολύ προκειμένου να τιθασεύσει ένα υλικό χαοτικό. Να μετατρέψει σχέδια επί χάρτου -δικά του ή άλλων- σε ολοκληρωμένους θεσμούς που προσιδιάζουν σε μια αυτοδιαχειριζόμενη και αποκεντρωμένη παγκόσμια σοσιαλιστική κοινωνία. Να ενσωματώσει στην αφήγησή του μεγάλο πλούτο αναφορών σε δεκάδες κείμενα ή σε άλλες μορφές τέχνης. Βιβλία, σινεμά, θέατρο, τραγούδια, κείμενα μεγάλων στοχαστών, στοιχεία από τη μυθολογία. Και, τελικά, να μετατρέψει σε γοητευτική και αληθοφανή ιστορία μια ακραία συνθήκη επιστημονικής υπέρβασης.
Στη ρωγμή του (χωρο)χρόνου
Διακηρυγμένη επιδίωξη του βιβλίου ήταν να περιγράψει μια σοσιαλιστική κοινωνία που εξελίσσεται στις μέρες μας, παράλληλα με το δικό μας παρόν. Η ουτοπική αυτή εξέλιξη προέκυψε έπειτα από μια επιτυχημένη εξέγερση που αξιοποίησε τις καταστροφικές αντιφάσεις του καπιταλισμού, καθώς οξύνονταν εξαιτίας του οικονομικού κραχ του 2008. Ο βασικός πρωταγωνιστής του βιβλίου ανακαλύπτει εντελώς συμπτωματικά, εν έτει 2025, μια ρωγμή στον χωροχρόνο, μέσα από την οποία βρίσκει τρόπο να επικοινωνήσει ψηφιακά με τον άλλο του εαυτό ο οποίος ζει σε ένα παράλληλο -και εκ πρώτης όψεως πολύ πιο γοητευτικό σύμπαν.
Διαβάζω από τη σελίδα 154 του βιβλίου: «Ανταλλάσσοντας μνήμες, ο Κώστας κι ο Κωστής εστίασαν στο χρονικό σημείο που το Άλλο Τώρα διαχωρίστηκε από το δικό μας, με αποτέλεσμα τις δύο διαφορετικές τροχιές του χωροχρόνου. Αυτός ο διαχωρισμός, κατέληξαν, πρέπει να έγινε κάποια στιγμή τον Ιανουάριο του 2009. Από τότε ο Κώστας και ο Κωστής άρχισαν να θυμούνται διαφορετικά τις εξελίξεις, τόσο τις γενικότερες όσο και της προσωπικής τους ζωής.»
Ψηλαφιστά στην αρχή, και με πολλές αμφιβολίες, ο ήρωας του βιβλίου ανακαλύπτει ότι εκεί κάπου στις αρχές του 2009 δημιουργήθηκε μια διχάλα της ιστορίας από την οποία ο χωροχρόνος διακλαδώθηκε. Στο δικό μας τώρα, όπου η Wall Street χάρη στις άοκνες προσπάθειες του Μπαράκ Ομπάμα και του επιτελείου του διασώθηκε. Και σ’ ένα εναλλακτικό τώρα, όπου εμπνευσμένες ομάδες τεχνοανταρτών πήραν την κατάσταση στα χέρια τους και, συμμαχώντας με συνδικάτα και με άλλα κινήματα, οργάνωσαν μια εξέγερση υποδειγματική. Αξιοποίησαν τις αντιφάσεις και τα εργαλεία του ίδιου του χρηματοπιστωτικού συστήματος, για να οδηγήσουν την κρίση στις ακραίες συνέπειές της και να υπονομεύσουν κάθε δυνατότητα ανασυγκρότησης του καπιταλισμού.
Το μοντέλο της αυτοδιαχείρισης
Ο αφηγητής περιγράφει στη σελίδα 90 τις σχέσεις που δημιουργήθηκαν ως αποτέλεσμα αυτής της επαναστατικής διαδικασίας:
*Οι μετοχές των επιχειρήσεων περνούν στα χέρια των εργαζομένων τους, οι εργασιακές ιεραρχίες καταργούνται και αντικαθίστανται από την αυθόρμητη αυτοοργάνωση του προσωπικού, που παραδόξως λειτουργεί αρμονικά.
*Η ιδιοκτησία της γης περνάει σταδιακά στο κοινωνικό σύνολο.
*Οι μεταναστευτικές ροές ενθαρρύνονται μέσα από ένα μοντέλο συναινετικών διαδικασιών, στο οποίο υπεισέρχονται οι τοπικές κοινωνίες.
*Οι διεθνείς μετακινήσεις κεφαλαίων ρυθμίζονται με τέτοιο τρόπο, ώστε να λειτουργούν προς όφελος της περιφερειακής ανάπτυξης και της αποκατάστασης της οικολογικής ισορροπίας.
*Ο ιδιωτικός χρηματοπιστωτικός τομέας ατονεί, λόγω έλλειψης αντικειμένου.
*Οι φόροι μειώνονται και απλοποιούνται.
*Οι κρατικές οντότητες εκχωρούν μεγάλο μέρος των εξουσιών τους σε ανεξάρτητους αποκεντρωμένος θεσμούς, που τελούν υπό τον έλεγχο των τοπικών κοινωνιών.
Στην ουσία πρόκειται για ένα σύστημα όπου οι αγορές απελευθερώνονται από τον ασφυκτικό εναγκαλισμό των μεγάλων τραστ και παραδόξως ενδυναμώνονται, παίζοντας το ρόλο ενός δημοκρατικού -με ή χωρίς εισαγωγικά- ρυθμιστή της οικονομικής ισορροπίας. Όλ’ αυτά με τη βοήθεια ενός συστήματος πληρωμών που λειτουργεί με διαφάνεια στο πλαίσιο κοινωνικά ελεγχόμενων κεντρικών τραπεζών, το οποίο παρέχει εγγυημένα εισοδήματα σε όλο τον πληθυσμό και άλλες χρηματοπιστωτικές υπηρεσίες που έχουν απαλλαγεί από την τοξική λειτουργία της τραπεζοκρατίας.
Δεν γίνεται βέβαια να περάσει απαρατήρητο ότι αυτό το τελευταίο αποτελεί διευρυμένη παραλλαγή του παράλληλου συστήματος πληρωμών που είχε εισηγηθεί το 2015 ο συγγραφέας του βιβλίου, ως υπουργός τότε Οικονομικών.
Όλη αυτή η κοσμογονία που επικρατεί στο Άλλο Τώρα, αποτελεί ασφαλώς συρραφή μιας σειράς υποθέσεων εργασίας. Ο αφηγητής, χρησιμοποιώντας ως εργαλείο τις λογοτεχνικές συμβάσεις της επιστημονικής φαντασίας, τις συγκροτεί σε ένα συνεκτικό πρόγραμμα για την επόμενη μέρα. Η κεντρική ιδέα είναι μια οικονομία της αγοράς χωρίς καπιταλισμό, που στα αυτιά κάποιου καχύποπτου σκεπτικιστή θα μπορούσε να ηχήσει και ως σύζευξη σοσιαλισμού και φιλελευθερισμού ή -απλούστερα- ως αριστερός φιλελευθερισμός.
Η εξέγερση
Ιδιαιτέρως εμπνευσμένος είναι ασφαλώς ο τρόπος με τον οποίο ο αφηγητής περιγράφει τη διαδικασία της παγκόσμιας ειρηνικής εξέγερσης που οδήγησε στο Άλλο Τώρα. Το φαινόμενο δεν με εξέπληξε, καθώς έχω βιώσει από πρώτο χέρι την απώτατη γοητεία τού να περιγράφεις μια εξέγερση, αφήνοντας τη φαντασία σου να οργιάσει.
Ο αφηγητής απαριθμεί επτά ομάδες τεχνοανταρτών από όλο τον πλανήτη, που συνέκλιναν για να υποσκάψουν τον καπιταλισμό, την πτωχοτραπεζοκρατία όπως την αποκαλεί -βαρουφακικώ τω τρόπω-, ένας από τους πρωταγωνιστές του βιβλίου.
Η μάχη δεν δόθηκε στους δρόμους και σε πλατείες – ήταν ένας συνδυασμός αριστερού λόμπινγκ, έξυπνων χρηματοπιστωτικών επιθέσεων και κινητοποιήσεων, χάρη σε συμμαχίες με συνδικάτα και μαζικά κινήματα. Όπως το θέτει ο αφηγητής, στη σελίδα 156, «οι εξεγερμένοι αντιλήφθηκαν από νωρίς πόσο μάταιες ήταν οι καταλήψεις πλατειών και δρόμων για εβδομάδες ολόκληρες. Ο καπιταλισμός δεν ζει στον χώρο αλλά στον χρόνο, στην πλημμυρίδα και στην άμπωτη των τραπεζικών συναλλαγών, είχε πει η Εσμεράλντα, μία από τις πρώτες ηγέτιδες της εξέγερσης.»
Συνοψίζοντας την όλη διαδικασία της εξέγερσης σε 17 μόνο λέξεις, ο αφηγητής παρατηρεί με σαρκασμό: «Βασιζόμενοι στην τεχνογνωσία τους, οι τεχνοαντάρτες υπέσκαψαν τις προσπάθειες των τραπεζών με χειρουργική ακρίβεια και απαράμιλλη κομψότητα.»
Σ’ αυτό το σημείο, αξίζει να αναφέρουμε ότι, σε πείσμα μιας διαδεδομένης στην ελληνική Αριστερά λογικής που οραματίζεται την ανατροπή του καπιταλισμού ως μία στιγμή ρήξης, μια κι έξω, ο συγγραφέας τοποθετεί την όλη διαδικασία στο χρονικό πλαίσιο τουλάχιστον μιας δεκαετίας. Σε μια λογική διαδοχικών ρήξεων και αλλεπάλληλων διαρθρωτικών αλλαγών.
Ενδιαφέρουσα είναι επίσης και μια παρατήρηση ενός εκ των πρωταγωνιστών: «Το πιο αξιοπερίεργο είναι πόσο μικρή συμμετοχή είχε η παραδοσιακή Αριστερά στην πτώση του καπιταλισμού και στην ίδρυση της οικονομικής δημοκρατίας, που εμείς οι αριστεροί είχαμε τολμήσει να ονειρευτούμε πρώτοι απ’ όλους». Προφανής και άκρως μελαγχολική παραπομπή σε αντίστοιχα ιστορικά φαινόμενα όπως ο Μάης του ’68, η εξέγερση του Πολυτεχνείου και τα γεγονότα του Δεκεμβρίου του 2008 στην Ελλάδα.
Η αμφισβήτηση
Το βιβλίο, ευτυχώς κατά τη γνώμη μου, δεν είναι ένα μάνιουαλ για την κατεδάφιση του καπιταλισμού. Προφανώς οι πολιτικές του αναφορές είναι ρητές, ταυτοχρόνως όμως επιστρέφει συνεχώς στη μυθοποιητική του λειτουργία περικλείοντας στην πορεία της αφήγησης εκπλήξεις και ανατροπές, αμφιβολίες και διλήμματα, στα οποία δεν θα αναφερθώ ευθέως, για να μη μειωθεί η αναγνωστική απόλαυση κάθε ενδιαφερόμενου. Θα περιοριστώ να αναφέρω ότι οι διαφορετικές οπτικές γωνίες των πρωταγωνιστών του και οι μεταξύ τους διάλογοι θέτουν συχνά σε ευθεία αμφισβήτηση βασικές παραδοχές της αφήγησης, κρατούν τον αναγνώστη σε εγρήγορση και τον τροφοδοτούν με στοιχεία αντίρροπα, παροτρύνοντάς τον να προβληματιστεί με τους δικούς του όρους πάνω σ’ αυτές. Καθώς οι πρωταγωνιστές εμβαθύνουν όλο και περισσότερο στο θέμα, ψυχανεμίζονται πως το Άλλο Τώρα ίσως και να μην είναι τόσο ειδυλλιακό όσο φαίνεται. Μπορεί από πολλές απόψεις στο DNA του να επιβιώνουν δομικά στοιχεία του δικού μας τώρα. Κίνδυνοι και απειλές ελλοχεύουν και σ’ εκείνο το εναλλακτικό τώρα, και η έκβασή τους εμπεριέχει πάντα αβεβαιότητες. Αυτά δεν είναι απλώς υποθέσεις και αποτέλεσμα φιλολογικών συζητήσεων, αντικατοπτρίζονται στα υπαρξιακά διλήμματα που αντιμετωπίζουν οι πρωταγωνιστές του μυθιστορήματος, αλλά ακόμα και στο αστυνομικό δελτίο του εναλλακτικού τώρα. Σταματάω εδώ, για να μην προκαταλάβω όσες και όσους δεν έχουν ακόμα διαβάσει το βιβλίο.
Οι σελέμπριτι
Οφείλω πάντως να παραδεχτώ ότι οι χαρακτήρες των ηρώων -αρκετά σχηματικοί και μονοσήμαντοι- με προβλημάτισαν αρκετά. Μοναχικοί και μονομανείς τύποι που δεν ζουν ζωές κανονικές – με οικογένεια, τυπική καθημερινότητα, δουλειά, κατοικίδια ζώα, διασκέδαση, σεξουαλική δραστηριότητα. Βέβαια, αν και δεν είμαι ειδικός στην επιστημονική φαντασία, έχω την εντύπωση ότι συχνά στους ήρωες αυτού του λογοτεχνικού είδους απαντώνται παρόμοια χαρακτηριστικά, δεδομένου ότι η έμφαση δίνεται στις φουτουριστικές παραμέτρους της ιστορίας.
Μου τράβηξε ωστόσο την προσοχή το γεγονός ότι σε μια διήγηση που επικεντρώνεται στα δεινά της ανθρωπότητας την εποχή του ύστατου καπιταλισμού, είναι όλοι τους καλοζωισμένοι διανοούμενοι, με λυμένα κατά κάποιον τρόπο τα οικονομικά τους προβλήματα. Δεν ανήκουν επ’ ουδενί λόγω στην κατηγορία των ανθρώπων που αντιμετωπίζουν την αγωνία του πώς θα πληρώσουν τους λογαριασμούς τους ή αν έχουν τα χρήματα για να πάνε ένα ταξίδι. Η δεδομένη αντιπαλότητά τους με τις τράπεζες δεν οφείλεται στις επίμονες οχλήσεις εισπρακτικών εταιρειών. Κι όσο για την έγνοια τους για τους μεροκαματιάρηδες, τους ανέργους, τους πρόσφυγες, τον λαουτζίκο όπως αναφέρεται σε κάποιο σημείο, είναι περισσότερο ιδεολογική και σίγουρα εξ αποστάσεως – σε κανένα σημείο της αφήγησης δεν φαίνεται να έρχονται σε πραγματική επαφή μαζί τους.
Η διαπίστωση γίνεται ακόμα πιο ενδιαφέρουσα όταν παρατηρείς ότι τα ίδια περίπου χαρακτηριστικά παρουσιάζουν και οι ηγέτες της εξέγερσης. Όλοι τους ιδιοφυείς, γνώστες του συστήματος εκ των έσω, έστω και αν νιώθουν προδομένοι απ’ αυτό. Ακόμα και η σχέση που αναπτύσσουν με τα συνδικάτα και τους συμβατικούς ακτιβιστές προκειμένου να φέρουν σε πέρας τα σχέδιά τους, μοιάζει μάλλον με διεκπεραιωτική υποχρέωση παρά με συναισθηματική ταύτιση. Απ’ αυτή την άποψη, είναι αποκαλυπτική μια αποστροφή της διήγησης. Όταν οι πρωταγωνιστές του βιβλίου χρειάζεται να εντοπίσουν το alter ego μιας απ’ αυτούς στο Άλλο Τώρα, δεν δυσκολεύονται καθόλου, καθώς πληροφορούνται ότι «…το alter ego της Εύας στο Άλλο Τώρα, είχε αναδειχτεί σε σελέμπριτι της εξέγερσης». Μιλάμε λοιπόν για μια εξέγερση που οι ηγέτες της χαρακτηρίζονται με ευκολία ως σελέμπριτις… Όσο κι αν πρόκειται για λογοτεχνικό εύρημα, ελκυστικό οπωσδήποτε, οι λέξεις αποκαλύπτουν μια δική τους αλήθεια.
Επιστροφή στο μέλλον
Παρότι παρουσιάζοντας ένα βιβλίο -όσο πολιτικό κι αν είναι- η λογοτεχνική πλευρά με απασχολεί πάντα περισσότερο από την πολιτική, θα ‘θελα σ’ αυτό το σημείο να διατυπώσω μια αμιγώς πολιτική παρατήρηση. Σε ένα εκτεταμένο μυθιστόρημα 450 σελίδων με θέμα την κρίση χρέους, ο Γιάννης Βαρουφάκης αποφεύγει με συνέπεια να αναφερθεί στα αντίστοιχα ελληνικά γεγονότα, στα οποία υπήρξε ο ίδιος πρωταγωνιστής. Αφιερώνει μόλις τρεις αράδες στις πλατείες των αγανακτισμένων και άλλες τρεις στην αποτυχία της κυβέρνησης της Αριστεράς το καλοκαίρι του 2015. Εντάξει, κάνει –όπως προείπα- και μια έμμεση αναφορά στο παράλληλο σύστημα πληρωμών από την κεντρική τράπεζα, που είχε εισηγηθεί τότε…
Αντιλαμβάνομαι βεβαίως ότι πρόκειται για βιβλίο που απευθύνεται στο διεθνές κοινό, αλλά και πάλι είναι αξιοσημείωτο το γεγονός ότι ο συγγραφέας δεν μπήκε στον πειρασμό να γράψει κάτι παραπάνω για το προσφιλές θέμα του, έστω στην ελληνική έκδοση. Δεν γνωρίζω τους ακριβείς λόγους αυτής της συγγραφικής επιλογής, την οποία πάντως θεωρώ ευτυχέστατη, ανεξαρτήτως της γνώμης μου για τα συγκεκριμένα γεγονότα. Παραδέχομαι ασφαλώς ότι συχνά αναγκάζεται να υπερασπιστεί τον εαυτό του και τις επιλογές του, καθώς πιέζεται άλλωστε συστηματικά, τόσο από τις δυνάμεις του μνημονιακού μπλοκ όσο και από τα ΜΜΕ. Πιστεύω ωστόσο ότι πολιτικά είναι πολύ πιο γόνιμο να στραφούμε προς το μέλλον, ν’ ανοίξουμε συζητήσεις για το αύριο και όχι για το χθες, ακριβώς δηλαδή ό,τι κάνει το βιβλίο.
Εφικτό και ευκταίο
Και κάτι τελευταίο. Κατά τη γνώμη μου, το «Άλλο Τώρα» αποφεύγει να δώσει ευθεία απάντηση στο ερώτημα αν η πτώση του καπιταλισμού είναι εφικτή, κρατώντας το όλο θέμα στο επίπεδο των πιθανοτήτων. Περιορίζεται στο να θέσει πολλά από τα συναφή ζητήματα, με τρόπο που να παρακινεί τον αναγνώστη να βγάλει τα δικά του συμπεράσματα. Πολύ σωστά, νομίζω! Όχι μόνο γιατί σε τέτοια ζητήματα -όπως διδάσκει το ίδιο το βιβλίο- δεν χωρούν πατερναλιστικές απαντήσεις. Αλλά κυρίως γιατί είναι αδύνατον να δοθεί σήμερα θεωρητική απάντηση στο ερώτημα. Πολλές φορές προαναγγέλθηκε η πτώση του καπιταλισμού, αλλά επρόκειτο για αυταπάτες. Ο καπιταλισμός επέδειξε μέχρι τώρα όλη την απαραίτητη ζωτικότητα ώστε να ξεπερνάει τις αντιφάσεις του, να ανασυγκροτείται και να επανέρχεται -κυριολεκτικά- δριμύτερος…
Η απάντηση στο ερώτημα αυτό- θετική ή αρνητική- θα δοθεί αποκλειστικά στην πράξη. Το μόνο που μπορώ να πω είναι ότι προτάσεις που διερευνούν τις παραμέτρους και τις προϋποθέσεις για μια σοσιαλιστική κοινωνία, συμβάλλουν καταλυτικά στη συγκρότηση ενός εναλλακτικού προς τον καπιταλισμό προγράμματος. Πρόκειται για όρο που μπορεί να μην είναι από μόνος του ικανός, αλλά είναι αυστηρά αναγκαίος προκειμένου να απαντηθεί κάποτε το ερώτημα στην πράξη – μακάρι θετικά.