Μνήμες από το πυρηνικό ατύχημα στο Τσέρνομπιλ το 1986 ξύπνησε και στους Έλληνες η επίθεση που δέχτηκαν οι εγκαταστάσεις του πυρηνικού σταθμού Ζαπορίζια στην Ουκρανία.
Το τελευταίο 24ωρο παρατηρήθηκε αύξηση στη ζήτηση χαπιών ιωδίου στην Ελλάδα με τους φαρμακοποιούς να συνιστούν ψυχραιμία. Την ίδια στιγμή εκατοντάδες, αν όχι χιλιάδες είναι οι αναζητήσεις στο διαδίκτυο για πληροφορίες για πολεμικά καταφύγια.
Σύμφωνα με το ρεπορτάζ του Mega, ο φαρμακοποιός Γιώργος Νύχας δήλωσε: «Υπάρχει όντως μεγάλη αύξηση στη ζήτηση, αλλά δεν υπάρχει λόγος να το προμηθευτεί κάποιος αν δεν έχει συμβεί κάτι. Υπάρχει όντως έλλειψη, αλλά δεν είναι κάτι τρομερό γιατί είναι ένα πολύ κοινό σκεύασμα».
Τα χάπια ιωδιούχου καλίου δεν είναι τίποτα παραπάνω από το ιωδιούχο αλάτι που έχει η θάλασσα.
Πώς όμως δρουν προφυλακτικά στον οργανισμό σε περίπτωση έκκλησης ραδιενέργειας; Σύμφωνα με τη Ρυθμιστική Επιτροπή Πυρηνικών των Ηνωμένων Πολιτειών, «προστατεύουν τον θυρεοειδή αδένα από την εσωτερική πρόσληψη ραδιοϊωδίων».
«Σε περιπτώσεις που συμβεί πυρηνικό ατύχημα ή οποιαδήποτε πυρηνική έκρηξη, ένα από τα πολύ ραδιενεργά και επιζήμια για τον οργανισμό ιόντα που δημιουργούνται είναι το ιώδιο 131. Το ιώδιο έχει ένα χαρακτηριστικό, να συγκεντρώνεται στο θυρεοειδή και να προκαλεί καρκίνο του θυρεοειδούς. Περίπου το 30% της ραδιενέργειας που παίρνουμε, πάει στο θυρεοειδή αδένα, μέσω ιωδίου. Οπότε αν αμέσως μετά το ατύχημα πολύ γρήγορα πάρει κανείς φάρμακο ιωδίου, πηγαίνει αυτό το ιώδιο που παίρνουμε και δεσμεύεται στο θυρεοειδή και παρεμποδίζει τη δέσμευση του ραδιενεργού στοιχείου, άρα μειώνει πολύ τις πιθανότητες για καρκίνο του θυρεοειδούς», εξηγεί ο καθηγητής Ευάγγελος Μανωλόπουλος.
Για αυτό και το Βέλγιο, μεταξύ άλλων ευρωπαϊκών χωρών, συνήθως μοιράζει δισκία ιωδίου σε οποιονδήποτε ζει σε απόσταση 10 ή 15 χιλιομέτρων από έναν πυρηνικό σταθμό ηλεκτροπαραγωγής.
Τα χάπια ιωδίου, όπως επισημαίνουν οι ειδικοί, δεν έχουν παρενέργειες και χορηγούνται χωρίς ιατρική συνταγή, είναι όμως πολύ ευαίσθητα στο ηλιακό φως και τη ζέστη που αλλοιώνει τη σύνθεσή τους.
Όσο ο πόλεμος μαίνεται στην Ουκρανία εδώ και μέρες, πολλοί αναρωτήθηκαν αν υπάρχουν καταφύγια για περιπτώσεις πολέμου στην Ελλάδα και πού ακριβώς βρίσκονται. Πράγματι, υπάρχουν καταφύγια σε διάφορες πόλεις της χώρα. Συγκεκριμένα, στην Αττική υπάρχουν αρκετά υπόγεια αντιαεροπορικά καταφύγια της εποχής του Β΄ Παγκοσμίου.
Η καταγραφή των καταφυγίων που ακολουθεί σε καμία περίπτωση δεν είναι επίσημη, αλλά είναι μία απλή παρουσίαση των χώρων που ενδεχομένως να είναι τα περίφημα καταφύγια.
Πολεμικά καταφύγια υπάρχουν στην Αθήνα (Λυκαβηττός, Αρδηττός, Πολύγωνο κ.α.), στον Πειραιά (Προφ. Ηλίας, Καστέλα, Δραπετσώνα κ.α.), στα νότια προάστια (Ελληνικό, Βούλα, Γλυφάδα), στα βόρεια (Κηφισιά, Παπάγου, Ψυχικό), στο Σούνιο, στη Ραφήνα.
Μεταξύ αυτών, υπάρχουν μερικά όπως της «Μεγάλης Βρετανίας», του Μεγάρου της Εθνικής Ασφαλιστικής, της Τραπέζης της Ελλάδος, του Μετοχικού Ταμείου Στρατού και το υπόγειο του Μεγάρου του Αρείου Πάγου.
Στο κτίριο της οδού Κοραή 4, της Εθνικής Ασφαλιστικής, στα δύο υπόγεια (έξι μέτρα κάτω από την επιφάνεια της γης) οι μηχανικοί Ε. Κριεζής και Α. Μεταξάς είχαν κατασκευάσει τα πιο σύγχρονα αντιαεροπορικά καταφύγια, με μεταλλικές πόρτες (γερμανικής προέλευσης) που έκλειναν αεροστεγώς, αλλά και επικοινωνία μεταξύ των 2 ορόφων με εσωτερικό κλιμακοστάσιο.
Η στρατιωτική βάση του Λυκαβηττού κατασκευάστηκε πριν από τον πόλεμο του ’40 και περιλάμβανε καταφύγιο αλλά και θέσεις πολυβολείων λαξευμένες στο βράχο. Κατά τον πόλεμο χρησιμοποιήθηκε από τους Γερμανούς, ενώ μετά την απελευθέρωση παρέμεινε σε λειτουργία ως το 1970, κι έπειτα εγκαταλείφθηκε.
Το καταφύγιο του Αρδηττού επιτάχθηκε από τους Γερμανούς κατά τη διάρκεια του πολέμου και με το τέλος του χρησιμοποιήθηκε σαν ορμητήριο των αντιστασιακών. Επί βασιλείας Παύλου αποτέλεσε βασιλικό καταφύγιο και ίσως εξαιτίας αυτού στη συνείδηση του κόσμου να επικράτησε η αντίληψη πως επικοινωνεί υπογείως με τα βασιλικά ανάκτορα.
Στην πολυκατοικία των οδών Πιπίνου και Επτανήσων στην Κυψέλη, που χτίστηκε το 1938 σε σχέδια του αρχιτέκτονα Λεωνίδα Μπόνη για την οικογένεια του εφοπλιστή Βούλγαρη. Υπάρχει ένα ευρύχωρο υπόγειο καταφύγιο που μπορεί να φιλοξενήσει 63 άτομα και αποτελείται από μία κεντρική αίθουσα, δύο τουαλέτες, μία κουζίνα, ένα πλυσταριό και δύο μικρότερους βοηθητικούς χώρους.
Στα υπόγεια των εγκαταστάσεων του ΠΙΚΠΑ στη Βούλα υπάρχει καταφύγιο σε πάρα πολύ καλή κατάσταση, Διαθέτει διπλή είσοδο (και διπλή έξοδο) προς τους υπόγειους θαλάμους και διαδρόμους, οκτώ δωμάτια και δύο τουλάχιστον φωλιές για πολυβόλα. Τα τοιχώματα είναι κατασκευασμένα από λιθοδομή (πέτρα), ενώ η αψιδωτή (καμπυλωτή) οροφή από σκυρόδεμα (μπετόν). Κοντά στην έξοδο υπάρχει εγκατάσταση μιας τριπλής ανοικτής δεξαμενής νερού, υπάρχει πεπαλαιωμένη ηλεκτρική εγκατάσταση και ίχνη υδραυλικής εγκατάστασης.
Στην ίδια ευρύτερη περιοχή αλλά μέσα στα όρια της Γλυφάδας, υπάρχει ένα ακόμη (δίδυμο) καταφύγιο της εποχής του 1940. Το καταφύγιο της Γλυφάδας είναι σχεδόν πανομοιότυπο με αυτό της Βούλας, λίγο όμως μεγαλύτερο και εντελώς εγκαταλειμμένο και αφρόντιστο.
Η ιστορία του οχυρού και του υπόγειου καταφυγίου της Ραφήνας ξεκινά την πρώτη Μαΐου του 1941 με την είσοδο των Γερμανών στην περιοχή, οι οποίοι κατασκεύασαν οχυρωματικά έργα για την επίβλεψη του παρακείμενου λιμένα στο λόφο Παναγίτσα που βρίσκεται νοτιοδυτικά από το κέντρο της πόλης της Ραφήνας και αποτελεί φυσική προέκταση των νοτιοανατολικών παρυφών του Πεντελικού όρους. Σήμερα καλύπτεται από πευκόφυτο δάσος που ονομάζεται Δάσος Οχυρό.
Για την ακρίβεια, πάνω στο λόφο δημιουργήθηκαν ανοικτές θέσεις πυροβόλων, αποθήκες, δεξαμενές, ορύγματα, καταλύματα και υπόγειες στοές. Παρόλο που κατασκευάστηκαν στις αρχές της δεκαετίας του ’40, οι σήραγγες και οι αίθουσες διατηρούνται σε εξαιρετικά καλή κατάσταση.
Την εποχή του Μεταξά που άρχισαν να κατασκευάζονται τα καταφύγια (τέλη δεκαετίας του 1930), ανακατασκευάστηκε και το συγκεκριμένο, μέρος των στοών του οποίου σήμερα είναι επενδυμένες από οπλισμένο σκυρόδεμα και διαθέτουν παλαιές εγκαταστάσεις φωτισμού και ύδρευσης. Υπάρχει μια μικρή μεταλλική υδατοδεξαμενή, που συνδέεται με ένα σωλήνα τροφοδοσίας, κι έναν άλλο που καταλήγει σε μια βρύση. Επίσης, παλαιές εγκαταστάσεις ηλεκτροδότησης στα τσιμεντένια τοιχώματα.
Kαταφύγιο, κρυμμένο στο κέντρο της Καστέλας, που φαίνεται να έχει κατασκευαστεί την εποχή του Μεταξά. Η ιδιαιτερότητά του είναι η εξής: είναι ισόγειο διώροφο, αλλά και υπόγειο ταυτόχρονα, έχοντας κατασκευαστεί στα πρανή ενός υψώματος. Το συγκεκριμένο καταφύγιο καλύπτει σχετικά μικρή επιφάνεια (γι’ αυτό και διώροφο) αλλά διαθέτει υδραυλικές εγκαταστάσεις και ρεύμα (βρύσες, τουαλέτες, φωτισμός), που βρίσκονται σε πολύ κακή όμως κατάσταση σήμερα, ερειπωμένα και κατεστραμμένα.Σκάλες συνδέουν τα δύο κύρια επίπεδα μεταξύ τους, αλλά και άλλους συγκεκριμένης σημασίας χώρους του επάνω ορόφου, που βρίσκονται λίγο ψηλότερα (WC, δεξαμενή νερού).
Ένα άλλο υπόγειο πολεμικό καταφύγιο που κατασκευάστηκε για τις ανάγκες του Β΄ παγκοσμίου βρίσκεται στον λόφο του Προφήτη Ηλία. Είναι ένα μικρό αντιαεροπορικό καταφύγιο, χωρίς ιδιαίτερα μεγάλους χώρους, αφού στην ίδια περιοχή υπάρχει και το προηγούμενο της Καστέλας, με το οποίο μοιάζουν κατασκευαστικά (όχι αρχιτεκτονικά), αλλά αυτό εδώ δεν διατηρεί τις εγκαταστάσεις του (υδραυλικά, ηλεκτρικά κλπ.). Τα τοιχώματα των στοών του είναι λιθόκτιστα και η οροφή τους τοξωτή από μπετόν. Στους υπόγειους διαδρόμους καταλήγουν περίπου 50 σκαλοπάτια, που οδηγούν γύρω στα 10-12 μέτρα κάτω από την επιφάνεια.
Το 1999 στην Ελλάδα υπολογίζονταν περίπου 200 δημόσια σωζόμενα καταφύγια. Τα περισσότερα, όπως προκύπτει από την έρευνα που είχε κάνει στο παρελθόν η εφημερίδα «Έθνος», βρίσκονταν υπό κατάρρευση και φέρουν τα σημάδια του παρελθόντος με χαραγμένα συνθήματα στους τοίχους ή και παλαιά αντικείμενα.
Το πάλαι ποτέ ωστόσο, υπήρχε κρατικός μηχανισμός που αν διαβάσεις πόσο οργανωμένος και αποτελεσματικός ήταν, θα πιστεύεις ότι μιλάμε για άλλη χώρα.
Η Νίκη Μπάκουλη, από το News247, μίλησε με τον Kωνσταντίνο Κυρίμη, συγγραφέα του βιβλίου με τίτλο “Tα καταφύγια της Αττικής” (1936-56), που κυκλοφόρησε υπό την αιγίδα της Διεύθυνσης Ιστορίας Στρατού (ΓΕΣ/ΔΙΣ). Δηλαδή, η ΔΙΣ ζήτησε τη συνεργασία, όταν έμαθε πως υπάρχει κάποιος που ερευνά επί χρόνια, το θέμα των καταφυγίων στην Ελλάδα.
Οι σπουδές του κυρίου Κυρίμη ήταν στην πληροφορική και τα ασφαλιστικά. Πάντα ωστόσο, αγαπούσε την ιστορία και αρθρογραφούσε στον Ειδικό Τύπο πάνω από 15 χρόνια, επί ζητημάτων που έχουν να κάνουν με τη στρατιωτική ιστορία. Παράλληλα είχε ένα ιδιαίτερο ενδιαφέρον για οτιδήποτε αθέατο και υπόγειο υπάρχει στην Αττική. Έτσι, ανακαλύπτοντας τα καταφύγια, συνδύασε αυτά τα δύο ενδιαφέροντα. Εντυπωσιάστηκε, όπως λέει, με το πόσα πολλά ήταν τα καταφύγια, πώς δομήθηκαν και πώς επηρέασαν τη ζωή των κατοίκων της πόλης . Θεώρησε ότι “είναι ένα είδος ιστορικής αδικίας, ότι δεν ήταν πλήρως καταγεγραμμένη η ιστορία τους”, αναφέρει χαρακτηριστικά. Και κάπως έτσι, ξεκίνησε τη διαδικασία καταγραφής τους.
Τον ρώτησα πόσα καταφύγια υπάρχουν, τελικά. Μου είπε πως δεν ήταν ασφαλές να πει απλά έναν αριθμό. Και εξήγησε τους λόγους.
“Από τον Α’ Παγκόσμιο Πόλεμο και ειδικά από το ’30 στην Ευρώπη υπήρχε φόβος και ανησυχία για το τι θα συμβεί, αν ξεσπάσει πόλεμος. Κυρίως φοβούνταν τις αεροπορικές επιθέσεις και τη ρίψη αερίων και χημικών μέσα στην πόλη. Από τις αρχές του ’30 οι κρατούντες σκέφτονταν να οργανώσουν την αεράμυνα. Ο Ιωάννης Μεταξάς όμως, ήταν εκείνος που πέρασε στην πράξη και έτσι, τα καταφύγια άρχισαν να κατασκευάζονται το 1936.
Είχε προβλέψει πως έρχεται πόλεμος στην Ευρώπη και ότι το κυρίαρχο όπλο θα ήταν το αεροπλάνο. Άρα, αυτομάτως θα προέκυπτε ζήτημα με τις πόλεις και τους αμάχους -όπως είχε συμβεί ήδη, π.χ. στον ισπανικό εμφύλιο. Αυτά τα γεγονότα, ο Μεταξάς τα παρακολουθούσε εντατικά και δε θα επέτρεπε να συμβεί κάτι αντίστοιχο στην Ελλάδα.
Η φιλοσοφία του καθεστώτος από το 1936 έως το 1940 δεν ήταν της λογικής ‘να εγκαινιάζουμε καταφύγια, απλά για να βγούμε φωτογραφίες’, αλλά ‘να προστατευτούμε ουσιαστικά’. Είχαν καταλάβει πως το κτίριο από μόνο του δεν σώζει κανέναν. Υπήρχε ένα ολοκληρωμένο πλέγμα δράσεων. Όχι ένα μαγικό κτίριο, όπου πήγαινες χωρίς προετοιμασία, χωρίς τίποτα και λειτουργούσαν όλα τέλεια. Η νοοτροπία της τότε κοινωνίας μπορούσε να υποστηρίξει τα όσα έγιναν“.
Ποιος μας έδωσε την τεχνογνωσία;“Η κάθε χώρα είχε το δικό της τρόπο -τότε υπήρχαν πολλές σχολές. Εμείς μάλλον επηρεαστήκαμε από τους Γερμανούς, οι οποίοι μάλιστα μας προμήθευσαν και με πολύ υλικό (θωρακισμένες πόρτες, μηχανές που ανανέωναν τον αέρα κλπ). Τελικά, τα χρησιμοποιήσαμε όλα αυτά για να αμυνθούμε σε αυτούς που μας τα πούλησαν”. Οι Γερμανοί εν τω μεταξύ, έχτισαν πολλά καταφύγια και για δικούς τους σκοπούς, την περίοδο της κατοχής. “Όταν αποχώρησαν, τα οικειοποιηθήκαμε και τα εντάξαμε στο δικό μας σύστημα πολιτικής προστασίας. Μας έμειναν ‘προίκα’ από τους Γερμανούς».
“Πέραν του να ετοιμαστεί αμιγώς στρατιωτικά (με εξοπλισμούς), ο Μεταξάς εκπόνησε ένα ολοκληρωμένο σχέδιο πολιτικής προστασίας. Η δημιουργία καταφυγίων ανήκε σε αυτό. Κατ’ αρχάς έφτιαξε εκατοντάδες δημόσια καταφύγια, αλλά δεν έφταναν για όλον τον πληθυσμό της Αττικής.
Έτσι, έγινε μετακύληση της ευθύνης κατασκευής τους και σε άλλους φορείς. Κυρίως. στα ‘ανεξάρτητα ιδρύματα’ όπως έλεγαν τότε τα υπουργεία, τις βιομηχανίες, τα μεγάλα εργοστάσια. Αυτά ήταν υποχρεωμένα, με δική τους μέριμνα, να προβούν σε ενέργειες αεράμυνας. Δηλαδή, να έχουν τα κατάλληλα μέτρα, όπως δημιουργία καταφυγίου, εκπαίδευση του προσωπικού κλπ.
Με ψήφιση αναγκαστικού νόμου, από το 1936 απαγορευόταν η οικοδόμηση πολυκατοικίας από 3 ορόφους και πάνω, εάν δεν είχε καταφύγιο. Πρώτα λοιπόν, οι κατασκευαστές έκαναν σχέδιο, το πήγαιναν στην αεράμυνα και εφόσον εκείνη το ενέκρινε, πήγαινε στην πολεοδομία. Μετά γινόταν και έλεγχος από την αεράμυνα, για να διαπιστωθεί αν τηρούνταν οι κανονισμοί -αν όντως είχαν γίνει όσα προέβλεπε το σχέδιο. Σε περίπτωση ασυμφωνίας μεταξύ “σχεδιασμένου καταφυγίου” και “κατασκευασμένου καταφυγίου”, ο ιδιοκτήτης είχε μόλις 30 ημέρες για να προβεί στις απαραίτητες διορθώσεις, ειδάλως προβλέπονταν αυστηρότατες ποινές.
Οι κατασκευαστές, δεν έπαιρναν ένα απλό υπόγειο και το βάφτιζαν ‘καταφύγιο’. Υπήρχαν αρμόδιοι κρατικοί φορείς, με κύριο εξ αυτών, την Ανώτατη Διοίκηση Αντιαεροπορικής Άμυνας, έναν στρατιωτικό φορέα που είχε στο δυναμικό του και πολίτες (αρχιτέκτονες, μηχανικούς, καθηγητές πανεπιστημίου). Αυτοί έφτιαξαν τη ‘λευκή βίβλο’ για το πώς πρέπει να είναι τα καταφύγια -οι χώροι, τα υλικά, οι διαστάσεις. Υπήρχαν αυστηρές κρατικές προδιαγραφές, για όλες τις κατασκευαστικές πτυχές ενός καταφυγίου“.
“Κάθε καταφύγιο είχε μεν, τα δικά του χαρακτηριστικά. Υπήρχαν όμως, και κάποια κατασκευαστικά στοιχεία που απαντώνται σχεδόν σε όλα. Ήταν οι θωρακισμένες πόρτες, οι κεντρικοί θάλαμοι, οι βοηθητικοί θάλαμοι, οι προθάλαμοι, οι στοές, οι έξοδοι διαφυγής, οι χώροι υγιεινής, οι δεξαμενές ύδατος κλπ. Δεν ήταν υποχρεωτικό να υπάρχουν όλα αυτά μαζί. Κατά κύριο λόγο όμως, έπρεπε να υπάρχουν αυτά”.
Βάσει των προδιαγραφών, ανάλογα με το πλήθος των ανθρώπων που βρίσκονταν σε ένα κτίριο, το οικείο καταφύγιο έπρεπε να μπορεί να υποστηρίξει το συνολικό πλήθος. Προβλεπόταν χώρος 3 κυβικών μέτρων, ανά άτομο. Δηλαδή, ένα τετραγωνικό μέτρο και 3 μέτρα ύψος για κάθε άτομο. Δεν ήταν ένας τυχαίος αριθμός. Είχε υπολογιστεί πως όταν κλείνουν οι θωρακισμένες πόρτες αεροστεγώς (για να μην περάσουν τυχόν χημικά αέρια), ο άνθρωπος καταναλώνει ένα κυβικό αέρα, ανά ώρα. Επίσης, ο μάξιμουμ χρόνος παραμονής στο καταφύγιο είχε οριστεί στις 3 ώρες. Έτσι, βγήκε η φόρμουλα”.
Έξω από κάθε καταφύγιο υπήρχε σχετική σήμανση και ο αριθμός των ανθρώπων που μπορούσε να φιλοξενήσει. Ώστε όλοι να γνωρίζουν που πρέπει να προστρέξουν, ακόμα και αν δε γνώριζαν καλά την περιοχή.
Υπήρχαν προβλέψεις για τη συντήρηση;», ρώτησα η αδαής, με τον κύριο Κυρίμη να εξηγεί ότι “κάθε καταφύγιο είχε έναν υπεύθυνο. Λεγόταν οικοφύλακας. Δεν ήταν κάποιος που διάλεγαν οι πολίτες. Έπρεπε να περάσει από κρατικό σχολείο, που διαρκούσε από μια εβδομάδα έως ένα μήνα και εφόσον ‘αποφοιτούσε’, γινόταν υπεύθυνος. Φρόντιζε να είναι πάντα καθαρό, να μην έχει εμπόδια, να μπαίνουν σωστά οι πολίτες στις ασκήσεις και να μεταλαμπαδέψει τις γνώσεις του, στην υπόλοιπη ‘κοινότητα αεράμυνας’.
Πρέπει να καταστεί σαφές πως όταν μιλάμε για καταφύγια, είναι χρήσιμο να μην έχουμε στο μυαλό μας μόνο τα κτίρια. Χρειάζεται καλή οργάνωση κρατικής αεράμυνας. Πράγμα που σημαίνει πως όταν γινόταν ο βομβαρδισμός, οι πολίτες έπρεπε να ξέρουν πού να πάνε και ακριβώς τι πρέπει να κάνουν. Σε κάθε αστυνομικό τμήμα, το κράτος είχε ένα Απόσπασμα Παθητικής Αεράμυνας το οποίοι αναλάμβανε με το πέρας του βομβαρδισμού να απεγκλωβίσει τους ανθρώπους από τυχόν ερείπια. Υπήρχαν και άλλα εξειδικευμένα συνεργεία Αεράμυνας, όπως Αποκατάστασης Βλαβών (να ξαναπάρει μπροστά το ρεύμα ή να αποκαταστήσει βλάβες στο δίκτυο ύδρευσης), τραυματιοφορέων, ή ανίχνευσης και απολύμανσης χημικών. Υπήρχε οργάνωση. Μόνο το κτίριο δεν λέει κάτι”.
Κάθε καταφύγιο είχε και ομάδα προστασίας. “Στα εργοστάσια π.χ. ήταν υπάλληλοι επιφορτισμένοι με την προστασία των πολιτών. Σε δημόσια ή ιδιωτικά καταφύγια, υπήρχαν Χωροφύλακες και μέλη της Οργάνωσης Νέων του Καθεστώτος, της ΕΟΝ (που μεταξύ άλλων, μοίραζαν και φυλλάδια οικογενειακής προστασίας -κάτι που πολύ δύσκολα θα γινόταν τώρα). Υπήρχαν υπεύθυνοι επιβολής της τάξεως, ώστε να αποφευχθούν τα ατυχήματα και να γίνεται σωστά και με ασφάλεια η μεταφορά των πολιτών στα καταφύγια. Χωρίς πανικό”.
Ώπα. Γίνονταν και ασκήσεις; “Από το 1938 και μετά εντάθηκαν πολύ οι ασκήσεις. Μικρές γίνονταν συχνά στις διάφορες περιοχές. Μια φορά το χρόνο ωστόσο, γινόταν μια μεγάλη άσκηση που ‘έπιανε’ όλη την Αθήνα και τα προάστια”. Με αυτόν τον τρόπο οι καθ’ ύλην αρμόδιοι εξασφάλιζαν πως αν έλθει η ώρα της κρίσης, δεν θα προκληθεί πανικός (και θάνατοι από ποδοπατήματα), αφού όλοι θα είχαν εξασφαλίσει τον αυτοματισμό των ενεργειών τους -μέσω της επανάληψης. “Επίσης, τα παιδιά διδάσκονταν στα σχολεία παθητική αεράμυνα -κάτι που αν συνέβαινε σήμερα, θα προκαλείτο χάος από τις διαμαρτυρίες των γονιών. Με αυτό θέλω να πω ότι ως κοινωνία, δεν είμαστε έτοιμοι σήμερα να δεχθούμε ό,τι γινόταν τότε”.
“Εν πολλοίς, αυτό είναι ένα αναπάντητο ερώτημα. Από τα στοιχεία που έχω βρει, την 28η Οκτωβρίου πρέπει να υπήρχαν στην Αθήνα τουλάχιστον 12.000 καταφύγια. Αριθμός που είναι πλασματικός, καθώς όσο πλησίαζε ο πόλεμος έκαναν τα πάντα καταφύγια (με τις προδιαγραφές να περνούν σε δεύτερη μοίρα). Ας πούμε πως υπήρχαν 12.000 καταφύγια εκ-κατασκευής (έτσι λέγονταν τα αυθεντικά) και χιλιάδες που λέγονταν εκ-διασκευής”.
Προφανώς και δεν είχε μόνο η Αττική καταφύγια. “Δημιουργήθηκαν σε όλες τις πόλεις, στις οποίες υπήρχαν σημαντικές υποδομές, όπως για παράδειγμα λιμάνια και μεγάλες συγκεντρώσεις πληθυσμού. Έτσι, υπήρχαν στη Θεσσαλονίκη, την Πάτρα, το Βόλο και την Κέρκυρα που είναι κοντά στην Ιταλία”.
Πόσα διασώζονται; “Είναι άγνωστο. Όσο περνούν τα χρόνια, χάνονται. Οι παλιές πολυκατοικίες που τα διέθεταν, γκρεμίζονται. Τα δημόσια μπαζώνονται, για να περάσουν από πάνω δρόμοι. Τα λίγα που έχουν μείνει, είναι συνήθως σε κακή κατάσταση”.
Αν γίνει κάτι, θα μπορούμε να τα χρησιμοποιήσουμε; “Πολλά εξ όσων απομένουν, θεωρούνται, επισήμως ενεργά. Άρα προβλέπεται συντήρησή τους και επισκέψεις αυτοψίας. Εντούτοις, οικονομικά και πρακτικά, είναι μάλλον αδύνατον να συντηρηθούν, ή ακόμα και να επιθεωρηθούν τακτικά, τόσα καταφύγια. Τα αρχεία δείχνουν πως οι τελευταίες μαζικές επιθεωρήσεις, έγιναν τη δεκαετία του ’70”.
Τονίζει πως εύλογα ατόνησε το ενδιαφέρον “αφού τα καταφύγια αντικατοπτρίζουν έναν τρόπο πολέμου, που δεν υπάρχει πια”. Τι εννοεί;
“Τα αστικά καταφύγια φτιάχτηκαν, όταν δεν υπήρχαν όπλα ακριβείας. Οι βομβαρδισμοί γίνονταν με το ‘σύστημα’ carpet bombing. Δηλαδή, θες να πλήξεις τη Βουλή; Περνούν από πάνω 50 αεροπλάνα, πετούν από 10 βόμβες, διαλύουν τα πάντα γύρω από τη Βουλή και κάποιες πέφτουν και πάνω Βουλή. Τώρα, εκτοξεύονται βλήματα από 250 έως 300 χιλιόμετρα μακριά, με ακρίβεια 10 μέτρων. Οπότε δεν θα προλάβει κάποιος, καν να δει τις βόμβες. Όχι να χτυπήσει ο συναγερμός”.
Προσθέτει ότι υπάρχει και ένας άλλος παράγοντας “που δεν είναι μεν ανθρωπιστικός, αλλά ρεαλιστικός. Σε έναν τυφλό βομβαρδισμό (εποχής Β’ ΠΠ) μπορούσαν να χαθούν χιλιάδες άμαχοι. Σε σύγχρονά πλήγματα με όπλα ακριβείας, οι άμαχοι συνήθως είναι ελάχιστοι. Έτσι, δεν επενδύσεις εκατομμύρια (για να κατασκευάσεις καταφύγια) για να αποφύγεις τόσο μικρές απώλειες, γιατί οικονομικά-και-διοικητικά δε ‘συμφέρει’. Είναι πολύ πιο συμφέρον και αποτελεσματικό, να αγοράζεις σύγχρονα αντιαεροπορικά μέσα, παρά να χτίζεις καταφύγια“.
Έκαναν απόσβεση τα καταφύγια στην Ελλάδα; “Η Αθήνα δεν βομβαρδίστηκε ποτέ, οπότε δεν τα χρειαστήκαμε. Ο Πειραιάς όμως, βομβαρδίστηκε πολλάκις, από τους Ιταλούς, τους Γερμανούς αλλά και τους Συμμάχους (το Γενάρη του ’44, από Άγγλους και Αμερικάνους). Ναι, η ειρωνία είναι ότι τα καταφύγια δεν μας προστάτευσαν μόνο από εχθρούς, αλλά και από συμμάχους.
Αυτοί ήταν ο λόγος που ‘έβγαλαν’ τα λεφτά τους. Πέθαναν περίπου 1000 άτομα, μόνο σε μια ημέρα συμμαχικών βομβαρδισμών, τον Ιανουάριο του 1944. Σκέψου πόσα σπίτια καταστράφηκαν. Ο Πειραιάς ερήμωσε για ένα μεγάλο χρονικό διάστημα”.
Η πολύ δύσκολη κατάσταση στα νοσοκομεία της Αττικής και η ευρεία διασπορά του κοροναϊού σε…
Η κυβέρνηση της Αυστραλίας και το Facebook βρήκαν κοινό έδαφος για την πληρωμή ειδησεογραφικού περιεχομένου…
Οι Ολυμπιακοί Αγώνες του Τόκιο αρχίζουν κι επίσημα το μεσημέρι της Παρασκευής (23/07) με την…
Πριν την πανδημία, 1 στους 6 Ευρωπαίους πολίτες υπέφεραν από ψυχικές διαταραχές, αλλά αφέθηκαν με…
Στη φυλακή οδηγείται ο 30χρονος κατηγορούμενος για την ανθρωποκτονία της 26χρονης συντρόφου του Γαρυφαλλιάς Ψαρράκου,…
Και πάλι στις 3 πρώτες θέσεις μεταξύ των 27 κρατών μελών της Ευρωπαϊκής Ένωσης βρίσκεται…