O πρόεδρος της Χριστιανοδημοκρατικής Ενωσης και ηγέτης της γερμανικής αντιπολίτευσης, Φρίντριχ Μερτς δεν είχε και πολλά να διαφωνήσει στην συζήτηση στη γερμανική Βουλή την Κυριακή. Στην ουσία όλα τα «αιτήματά» του, των τελευταίων εβδομάδων έγιναν δεκτά. Η Γερμανία και όπλα στην Ουκρανία έστειλε, και αυστηρότερες οικονομικές κυρώσεις αποφάσισε και την αναβάθμιση του στρατιωτικού της ρόλου αποφάσισε και τον όρκο πίστης με το ΝΑΤΟ ανανέωσε. Οπως μεταξύ σοβαρού και αστείου σχολίασε κάποιος: «Η κυβέρνηση υιοθέτησε ένα χριστιανοδημοκρατικό πρόγραμμα. Αυτός ήταν ένας πραγματικά „μεγάλος συνασπισμός».
Ομως ο κύριος Μερτς είπε και κάτι πολύ σωστό: «Το ειδικό ταμείο σημαίνει και ειδικά χρέη. Και πώς θα τα αποπληρώσουμε αυτά σεβόμενοι, και το συνταγματικό πλαίσιο δεν είναι κάτι που λύνεται με μια απλή κυβερνητική διακήρυξη μια Κυριακή πρωί». Τα 100 δισ του έκτακτου ειδικού ταμείου δεν σημαίνουν απλώς ένα διπλασιασμό δαπανών, ο οποίος θα έχει φυσικά τις δικές του οικονομικές συνέπειες για την οικονομία και την κοινωνία της χώρας. Και μόνο η «συνταγματική του κατοχύρωση» δείχνει το μέγεθος και την ιστορικότητα της απόφασης.
Η 27η Φεβρουαρίου 2022 θα περάσει στην ιστορία ως η ημέρα που η Γερμανία εγκαταλείπει την μεταπολεμική της υποχρέωση στρατιωτικής «εγκράτειας» με τις ευλογίες των ΗΠΑ, του ΝΑΤΟ και των υπολοίπων Ευρωπαίων. Ουσιαστικά ικανοποιεί ετεροχρονισμένα αυτό που απαιτούσε φωνασκώντας ο Ντόναλντ Τραμπ. Και φυσικά αυτή η απόφαση δεν μπορεί να «τελειώνει» με μια βιαστική και συναισθηματικά φορτισμένη συζήτηση στη Βουλή, η οποία έγινε κάτω από την πίεση μιας αδιάκοπης και υπεραπλουστευτικής πίεσης των ΜΜΕ για την ανάγκη να αναλάβει η Γερμανία τις «ευθύνες» της για την αντιμετώπιση της κρίσης, απαντώντας στη βαναυσότητα και στον κυνισμό του Πούτιν.
Το τέλος των «πασιφιστών»
Η ΥΠΕΞ Ανναλένα Μπέρμποκ είχε την εύκολη απάντηση: «Ο αλλαγμένος κόσμος, απαιτεί να αλλάξουμε κι εμείς». Τόσο απλά, τόσο εύκολα. Ο Πράσινος σύντροφός της και υπουργός Οικονομίας Ρόμπερτ Χάμπεκ ήταν τουλάχιστον πιο ειλικρινής: «Η απόφαση αυτή είναι σωστή. Το αν θα αποδειχτεί και „καλή“ μένει ακόμα να φανεί». Αυτό που παραδέχτηκε πάντως ήταν ότι η φάση του γενικόλογου «πασιφισμού» των Πρασίνων ανήκει οριστικά στο παρελθόν. Οπως και η παράδοσή τους τόσο σημαντικές «στροφές» αποφάσεις να λαμβάνονται μετά από την έγκριση της κομματικής τους βάσης.
Για «ιστορικές διαστάσεις» της απόφασής του μίλησε και ο καγκελάριος Ολαφ Σολτς, ο οποίος για τα δικά του ήπια ρητορικά δεδομένα εμφανίστηκε και αυτός ασυνήθιστα μεγαλόστομος. Και για τη σοσιαλδημοκρατία αυτή η απόφαση είναι ο οριστικός αποχαιρετισμός μιας φιλειρηνικής παράδοσης ενός αιώνα. Στην ουσία αυτό που κατοχυρώθηκε «με τη βούλα» την Κυριακή ήταν η αντίληψη, ότι η πολιτική του διαλόγου και του κατευνασμού απέναντι στη Ρωσία δεν απέδωσε και ότι από εδώ και πέρα θα πρέπει να υιοθετηθεί μια λογική στρατιωτικής ισχύος και αποτροπής.
Η παραδοξότητα αυτής της απόφασης έγινε ορατή από το γεγονός, ότι την ημέρα που πάνω από 100.000 άνθρωποι διαδήλωναν στο Βερολίνο υπέρ της ειρήνης, στο Μπούντεσταγκ το κλίμα ήταν πολεμικό. Ο γερμανικός Τύπος ομολογεί ανοικτά ότι η Γερμανία βρίσκεται σε πόλεμο, αλλά την ευθύνη για αυτό την έχει ο Πούτιν. Ο επανεξοπλισμός, η στρατιωτικοποίηση της γερμανικής εξωτερικής πολιτικής προφανώς δεν θα επηρεάσουν μόνο την ίδια, αλλά θα επαναπροσδιορίσουν πλέον συνολικά τη στάση και το ρόλο της Ευρώπης που οριστικά αποδέχτηκε την «αμερικανική προστασία» ως πρωταρχική εγγύηση της ασφάλειάς της. Αυτή είναι μια τεράστια πολιτική αλλαγή για την ήπειρό μας, κοσμογονική όπως την αποκαλούν πολλοί, που θα χρειαστεί να αναλυθεί ψύχραιμα το επόμενο διάστημα.
Οι οικονομικές επιπτώσεις
Εξίσου σημαντικές είναι όμως και οι οικονομικές συνέπειες αυτής της γερμανικής στροφής. Τόσο ο διπλασιασμός των στρατιωτικών δαπανών, όσο και οι προαναγγελθείσες αλλαγές στον ενεργειακό τομέα με στόχο την «απεξάρτηση από τη ρωσική ενέργεια» σημαίνει ότι ο προϋπολογισμός της Γερμανίας θα πρέπει να είναι αναγκαστικά ελλειματικός, τουλάχιστον σε πρώτη φάση. Από την άλλη είναι σαφές ότι οι κυρώσεις δεν θα πονέσουν μόνο τη Μόσχα.
Είχε ενδιαφέρον η συνέντευξη του Υπουργού Οικονομικών Κρίστιαν Λίντνερ την Κυριακή το βράδυ στη δημόσια γερμανική τηλεόραση. Αφού παραδέχτηκε ότι το περιβόητο «φρένο χρέους» δεν θα ισχύσει φέτος, αλλά σίγουρα από την επόμενη χρονιά, έμοιαζε λίγο σαν να προσπαθεί να τετραγωνίσει τον κύκλο. Απέφυγε να μιλήσει για το πραγματικό κόστος των κυρώσεων απέναντι στη Ρωσία. Παραδέχτηκε όμως ότι προφανώς θα είναι τεράστιο, αφού όπως είπε το γερμανικό κράτος δεν είναι σε θέση να το καλύψει στο σύνολό του, αφού «σε αυτή την περίπτωση μιλάμε για επιχειρηματικό ρίσκο, κάτι που είναι διαφορετικό από την υπόθεση της πανδημίας». Το τι σημαίνει αυτό, ειδικά για μικρομεσαίες επιχειρήσεις φαντάζει λίγο τρομακτικό… Ανάλογες πιθανώς θα είναι οι συνέπειες και σε άλλες χώρες της Ευρώπης.
Ο Λίντνερ επέμεινε, χωρίς να είναι απολύτως πειστικός, ότι θα βρεθούν τα λεφτά, χωρίς να ξεφύγουν τα δημοσιονομικά της χώρας και χωρίς να χρειαστεί να αυξηθεί η φορολόγηση. Το ερώτημα που προκύπτει είναι αν αυτό θα συμβεί σε βάρος άλλων δαπανών κυρίως στον κοινωνικό τομέα, όπως είναι ο τομέας της Υγείας. Αν δηλαδή θα υπάρξει μια ριζική «αναδρομολόγηση» κονδυλίων, που σχετίζονται και με το Ταμείο Ανάκαμψης.
Ενα παράθυρο για νέα χαλάρωση
Ενδιαφέρον θα έχει λοιπόν να δούμε την αντανάκλαση τέτοιων μετακινήσεων και σε άλλες χώρες, καθώς επίσης αν η «νέα έκτακτη κατάσταση» θα οδηγήσει σε παράταση της λογικής της δημοσιονομικής χαλάρωσης και για τον επόμενο χρόνο. Αν δηλαδή για χώρες, όπως η Ελλάδα θα υπάρξει ένα τέτοιο παράθυρο, καθώς επίσης αν θα προβλεφθεί κάποια εξαίρεση των στρατιωτικών δαπανών από τον υπολογισμό των ελλειμάτων.
Συνολικά όμως, τα προβλήματα και ο αναμενόμενος κλονισμός της γερμανικής οικονομίας είναι αδύνατο να μην επηρεάσουν ολόκληρη την ευρωπαϊκή οικονομία τους επόμενους μήνες. Είναι και αυτό ένα ζήτημα για το οποίο θα χρειαστεί μια πιο ψύχραιμη παρατήρηση όχι «εν θερμώ», αλλά όταν θα αρχίσουν να αποκαλύπτονται σταδιακά οι συνέπειες.
Διαβάστε ακόμα
Ξαναχτίζεται το Τείχος του Βερολίνου;
Οι Γερμανοί επανεξοπλίζονται και όλοι πανηγυρίζουν
Τι ξέχασε ο Γιουβάλ Νόε Χαράρι: Από τις υποσχέσεις στον Γκορμπατσόφ στην κρίση της Ουκρανίας