Μόνο ανησυχία μπορούν να εμπνεύσουν οι κυβερνητικές διαβεβαιώσεις για επάρκεια σε φυσικό αέριο, σε περίπτωση διακοπής της τροφοδοσίας από τη Ρωσία. Είτε κατ’ επιλογήν Πούτιν είτε λόγω θερμού «ατυχήματος» στη Ουκρανία. Η χθεσινή σύσκεψη του ΚΥΣΕΑ υποτίθεται ότι είχε ως βασικό αντικείμενο τη διαμόρφωση σχεδίου ενεργειακής ασφάλειας, αλλά δεν πρόσθεσε τίποτα σε όσα είχαν συζητηθεί σε αντίστοιχη σύσκεψη ανήμερα του Αγίου Βαλεντίνου (14/2). Σε τι συνίσταται το κυβερνητικό σχέδιο;
Πρώτον, στην ενίσχυση της τροφοδοσίας του τερματικού σταθμού της Ρεβυθούσας με επιπλέον φορτία υγροποιημένου αερίου, ώστε να καλύπτονται αδιάλειπτα τόσο οι ανάγκες των οικιακών καταναλωτών, όσο και αυτές των παραγωγών ρεύματος. Όμως και η χωρητικότητα των δεξαμενών του σταθμού είναι συγκεκριμένη – αντιστοιχεί σε 2 με 3 πλοία LNG (μεταφοράς υγροποιημένου αερίου)- και η ταχύτητα αεριοποίησης έχει περιορισμούς. Επομένως, ακόμη και το «φουλάρισμα» της Ρεβυθούσας δεν εξασφαλίζει αποθέματα αερίου πέραν των 10-15 ημερών.
Δεύτερον, στην αύξηση της τροφοδοσίας από τον αγωγό TAP που εδώ και ενάμιση χρόνο μεταφέρει αζέρικο αέριο και μέσω Ελλάδος με τελικό προορισμό την Ιταλία. Εκτός από τη συναίνεση των προμηθευτών και τα τεχνικά όριά της, αυτή η εναλλακτική λύση μπορεί να εξουδετερωθεί από τις αυξημένες ανάγκες της Ιταλίας.
Τρίτον, στην ενίσχυση της ηλεκτροπαραγωγής της ΔΕΗ και των ιδιωτικών μονάδων παραγωγής από εναλλακτικές πηγές, πέρα από το αέριο, του οποίου η κατά κόρον χρήση, και μάλιστα ως σχεδόν… πράσινου καυσίμου, ευθύνεται για την ανεξέλεγκτη αύξηση στις τιμές ρεύματος που προκαλεί «ηλεκτροσόκ» στα νοικοκυριά.
Ποιες είναι οι «εναλλακτικές πηγές» που να εξασφαλίζουν και έναν στοιχειώδη έλεγχο του κόστους παραγωγής ρεύματος; Θεωρητικά θα ήταν οι λιγνίτες, που σε αυτή τη φάση, ακόμη και με τις «ποινές» των ρύπων, δίνουν φθηνότερο ρεύμα. Αλλά η ΔΕΗ κρατά στο ελάχιστο τη χρήση τους (περί το 7%), όχι μόνο λόγω της κυβερνητικής επιλογής της βιαστικής απολιγνιτοποίησης, αλλά και λόγω δέσμευσής της δημόσιας επιχείρησης έναντι των πιστωτών της, κατά τον δανεισμό μέσω «πράσινων ομολόγων» στη διάρκεια του 2021, ότι θα απέχει από το… ρυπαρό καύσιμο, ειδάλλως θα πληρώσει ρήτρες.
Το αποτέλεσμα είναι ότι η ΔΕΗ, σε περίπτωση δραματικής μείωσης της ροής ρωσικού αερίου και ανεπαρκούς αντικατάστασής του από αλγερινό ή αμερικανικό υγροποιημένο αέριο, έχει δυο εναλλακτικές: να στραγγίξει τα υδατοφράγματα, με κατάχρηση των υδροηλεκτρικών μονάδων, με όποια επίπτωση μπορεί να έχει αυτό στις άλλες χρήσεις των υδατικών πόρων, και να λειτουργήσει με πετρέλαιο κάποιες από τις μονάδες που λειτουργούν με αέριο. Το ίδιο ισχύει και για μονάδες των ιδιωτών παραγωγών.
Με το πετρέλαιο να βαδίζει ακάθεκτο προς τα 100 δολάρια το βαρέλι και το υγροποιημένο αέριο να αναδεικνύεται σε όλο και πιο δυσεύρετη και ακριβότερη εναλλακτική (με τη συμβολή και των Ελλήνων εφοπλιστών που σχεδόν μονοπωλούν τη μεταφορά του στη Μεσόγειο), ο κυβερνητικός σχεδιασμός και δεν εξασφαλίζει επάρκεια και… εγγυάται νέα αύξηση στις τιμές του ρεύματος και όλων των ενεργειακών αγαθών.
Ήδη, οι αυξημένες χονδρικές τιμές διυλιστηρίου στις οποίες παραγγέλνουν βενζίνη και πετρέλαιο κίνησης τα πρατήρια για τις επόμενες μέρες προδιαθέτουν για λιανικές τιμές κοντά στα 2 ευρώ ακόμη και στην Αττική. Αυτές οι παραδόσεις αντιστοιχούν σε πετρέλαιο παράδοσης Δεκεμβρίου, όταν η τιμή του Brent ήταν περίπου 75 δολάρια το βαρέλι. Τι θα γίνει όταν φτάσει και στα ελληνικά διυλιστήρια το πετρέλαιο των 96,5 δολαρίων το βαρέλι, που ήταν το χθεσινό κλείσιμο; Προφανώς θα δούμε εντός του Μαρτίου τη βενζίνη στα 2,5 ευρώ το λίτρο.
Το όλο μείγμα είναι συνταγή ενεργειακού «πολέμου». Πρώτα για τα νοικοκυριά, κι έπειτα για τον προϋπολογισμό και τον δημοσιονομικό σχεδιασμό της κυβέρνησης, όπου ο υψηλός, «πολεμικός» πληθωρισμός μηδενίζει το κοντέρ.
Διαβάστε επίσης:
Στον αέρα το έκτακτο επίδομα Πάσχα, λόγω Ουκρανίας και Ρέγκλινγκ – προεόρτια μνημονίου;