Τις τελευταίες ημέρες και ενώ από Μόσχα και Κίεβο υπάρχουν κάποιες αμυδρές ενδείξεις για διάθεση αποκλιμάκωσης, από την Ουάσιγκτον και το Λονδίνο δυναμώνουν οι κραυγές για σκληρές «αποτρεπτικές» κυρώσεις απέναντι στη Μόσχα.
Ανώνυμοι αξιωματούχοι και επώνυμοι δημοσιογράφοι σε ΗΠΑ και Βρετανία με ιαχές προβλέπουν πολεμική σύγκρουση και υπερθεματίζουν για σκληρή στάση απέναντι στη Ρωσία προκαταβολικά. Εχουμε ξαναγράψει για την αδυναμία της ΕΕ να παρέμβει αποφασιστικά ως παράγοντας λύσης και δύναμη σταθερότητας. Αυτό όμως δεν σημαίνει ότι την πολιτική της θα πρέπει να την καθορίζουν άλλοι, και μάλιστα εκείνοι που λίγα έχουν να χάσουν από μια όξυνση της κατάστασης. Γιατί όσο σκληρές και αν είναι οι «κυρώσεις», μοναδικό εργαλείο αντιμετώπισης της ρωσικής επιθετικότητας από τη στιγμή που οι ΗΠΑ έχουν ξεκαθαρίσει ότι δεν σκέφτονται κάποια στρατιωτική απάντηση, αυτή που θα πληγωθεί περισσότερο εκτός από τη Ρωσία είναι η ίδια η Ευρώπη.
Στο στόχαστρο των «ιεράκων» η Γερμανία
Βεβαίως τα βέλη έχουν στραφεί κυρίως εναντίον της Γερμανίας, επειδή επιμένει διπλωματικά και δεν αποφασίζει να προμηθεύσει με στρατιωτικό υλικό την Ουκρανία, περιοριζόμενη μόνο σε… 5.000 κράνη. Το επιχείρημα ότι περισσότερα όπλα θα φέρουν την ειρήνη χρήζει ασφαλώς περαιτέρω συζήτησης, αλλά προφανώς εξαρτάται από την σκοπιά, που βλέπει κανείς τη χρησιμότητα των όπλων.
Η αλήθεια όμως είναι ότι δεν φοβάται μόνο το Βερολίνο τη ρήξη με τη Μόσχα. Η επιβολή σκληρών κυρώσεων, όπως προτείνουν ΗΠΑ και Βρετανία, για παράδειγμα ο αποκλεισμός της Ρωσίας από το διατραπεζικό σύστημα SWIFT, θα οδηγήσει με μαθηματική ακρίβεια σε πάγωμα των ροών φυσικού αερίου εν μέσω χειμώνα. Κάτι τέτοιο θα είχε δραματικές συνέπειες για επιχειρήσεις και νοικοκυριά στην Ευρώπη και αιθεροβατεί όποιος πιστεύει ότι θα μπορέσει το κλείσιμο της ρωσικής στρόφιγγας να αναπληρωθεί με μερικές χιλιάδες (ανύπαρκτα) τάνκερ που θα μεταφέρουν υγροποιημένο αέριο από τις ΗΠΑ ή αλλού.
(UPDATE: Πάντως η πρόεδρος της Κομισιόν Ούρσουλα φον ντερ Λάιεν ανακοίνωσε το βράδυ της Παρασκευής ότι συνομίλησε με τον πρόεδρο Τζο Μπάιντεν για να εξασφαλίσει περισσότερο υγροποιημένο αέριο από τις ΗΠΑ. Εδώ γεννούνται βεβαίως κάποια ερωτήματα: 1. Η συνεννόηση αυτή έγινε κατόπιν ενημέρωσης των κυβερνήσεων των κρατών μελών; 2. Εχει αποφασίσει η ΕΕ ότι είναι υπέρ του ιδιαίτερου αμφιλεγόμενου – λόγω των περιβαλλοντικών συνεπειών – αερίου που εξάγεται με τη μέθοδο του fracking (σχιστολιθικό αέριο); 3. Γιατί για μια ακόμα φορά η πρόεδρος της Κομισιόν ενεργεί σα να θεωρεί δεδομένη μια στρατιωτική σύγκρουση;)
Αυτή τη στιγμή το 47% των εισαγωγών φυσικού αερίου και το 25% εισαγωγών πετρελαίου της ΕΕ προέρχονται από τη Ρωσία. Σε κάποιες χώρες, όπως η Αυστρία, η Φινλανδία ή η Λιθουανία η εξάρτηση από το ρωσικό αέριο είναι σχεδόν 100%. Στη Σλοβακία είναι πάνω από το 80%, στην Πολωνία κοντά στο 70%, στη Γερμανία λίγο κάτω από το 60%, στην Ιταλία είναι στο 40%. Η Ιταλία όμως έχει και άλλα ενδιαφέροντα ενώ επίσης έχει κατασκευάσει αγωγούς μαζί με τη Ρωσία. Δεν ήταν τυχαίο ότι στην πλειοψηφία τους οι Ιταλοί επιχειρηματίες συμμετείχαν την Παρασκευή στη σύσκεψη μέσω τηλεδιάσκεψης με τον Βλάντιμιρ Πούτιν, αρνούμενοι να ακυρώσουν το ραντεβού όπως τους ζητήθηκε από συγκεκριμένους κύκλους στη Ρώμη.
Θα πονέσει και η ΕΕ και φυσικά και η Ελλάδα
Σημαντικές για την Ευρώπη και ειδικά για ορισμένες χώρες θα ήταν και οι κυρώσεις σε εμπορικό επίπεδο. Το ένα τρίτο των εισαγωγών της Ρωσίας προέρχονται από την ΕΕ, όπως και το ένα τρίτο των εξαγωγών της προορίζονται για αυτήν. Ποσοστό που μερικά χρόνια νωρίτερα ήταν μάλιστα μεγαλύτερο. Θα πονέσει λοιπόν η Μόσχα από τις κυρώσεις, αλλά ίσως οι Ευρωπαίοι να πονέσουν περισσότερο. Συνεπώς αυτοί που δείχνουν να απολαμβάνουν σχεδόν με ηδονή τα «πρωτοσέλιδα πολέμου», καλό θα ήταν να θυμηθούν για παράδειγμα πόσο είχαν πληγεί συγκεκριμένοι κλάδοι της ελληνικής οικονομίας, ανάμεσά τους και ο αγροτικός από αντίστοιχες πολύ πιο «ήπιες» κυρώσεις, μετά την προηγούμενη κρίση στην χερσόνησο της Κριμαίας και στο Ντονμπάς.
Και για αυτό το λόγο έχει ενδιαφέρον να μάθουμε κάποια στιγμή την άποψη με την οποία συντάσσεται η εξαιρετικά σιωπηλή για το θέμα ελληνική κυβέρνηση. Είναι υπέρ των σκληρών «αποτρεπτικών» κυρώσεων ή υπέρ της εξάντλησης των περιθωρίων διαλόγου; Προκαλεί για παράδειγμα εντύπωση το γεγονός ότι, οι σε άλλες περίπτωση λαλίστατοι «κύκλοι» του Μαξίμου μας ενημέρωσαν ότι ο κ. Μητσοτάκης συνομίλησε με τον καγκελάριο Σολτς την περασμένη Παρασκευή, αλλά δεν μας είπαν λέξη για το τι ακριβώς είπαν και αν συμφώνησαν.
Η Μόσχα πάντως παίρνει τα μέτρα της
Αξιο προσοχής πρέπει να είναι και το δεδομένο ότι η Μόσχα μετά την κρίση του 2014 έχει προσπαθήσει να περιορίσει την εξάρτησή της από το διεθνές χρηματοπιστωτικό σύστημα και έχει αυξήσει τα αποθεματά της σε συνάλλαγμα. Υπολογίζονται σήμερα σε 640 δισ. δολάρια ποσοστό περίπου 40% του ΑΕΠ της χώρας. Το εμπορικό της ισοζύγιο είναι σταθερά θετικό και οι δείκτες της οικονομίας είναι ανοδικοί, άσχετα αν αυτό δεν αντανακλάται πάντα στην καθημερινότητα των απλών Ρώσων πολιτών. Oι οποίοι παρεμπιπτόντως θα είναι αυτοί και όχι ό ίδιος ο Πούτιν, που θα υποφέρουν περισσότερο σε περίπτωση προληπτικών κυρώσεων.
Η Ρωσία μελετά επίσης εδώ και αρκετό διάστημα ένα εναλλακτικό σύστημα διεθνών πληρωμών σε συνεργασία με την Κίνα, για να μπορέσει να περιορίσει ένα πιθανό αποκλεισμό της από το SWIFT. Και οι εμπορικές συναλλαγές με το Πεκίνο έχουν εντατικοποιηθεί τα τελευταία χρόνια. Οι εισαγωγές από την Κίνα έχουν φτάσει το 24% και οι εξαγωγές το 15% με ανοδική τάση. Και η στάση της διοίκησης Μπάιντεν μάλλον τους φέρνει πιο κοντά.
Μια κρίσιμη πολιτική απόφαση
Το κρίσιμο ερώτημα ωστόσο παραμένει πολιτικό και οι Ευρωπαίοι θα πρέπει κάποια στιγμή να την λάβουν. Οι σκληρές οικονομικές κυρώσεις θα λειτουργούσαν αποτρεπτικά για μια ρωσική επίθεση, όπως ισχυρίζονται τα γεράκια σε Λονδίνο και Ουάσιγκτον ή θα έφερναν ακριβώς το αντίθετο αποτέλεσμα, στη λογική «ο βρεγμένος τη βροχή δεν τη φοβάται»; Είναι ένα ερώτημα, που οφείλουν να σκεφτούν σοβαρά οι Ευρωπαίοι πριν λάβουν τις οποιεσδήποτε αποφάσεις, χωρίς να υποκύψουν σε πιέσεις έξωθεν, που μεταξύ όλων των άλλων έχουν στόχο να διχάσουν την ΕΕ και να οδηγήσουν σε ακόμα μεγαλύτερη απαξίωσή της.
Και υπάρχει και το ζήτημα για τις συνέπειες που θα έχει η «ψυχροπολεμική» στάση για την ίδια την Ουκρανία. Ο ίδιος ο πρόεδρος της Βολοντίμιρ Ζελένσκι κάλεσε τους Αμερικανούς να σταματήσουν να δημιουργούν πολεμικό κλίμα, γιατί αυτό εκτός όλων των άλλων έχει δραματικές συνέπειες και για την οικονομία της χώρας. Φαίνεται όμως ότι αυτό μπορεί να μην έχει και τόσο μεγάλη σημασία τελικά για τους σκληρούς της Δύσης. Για την κλυδωνιζόμενη από εσωτερικές γκρίνιες κυβέρνηση Μπάιντεν το στρίμωγμα της Γερμανίας, το μπλοκάρισμα του αγωγού Νordstream 2, η επιβεβαίωση της ανάγκης ύπαρξης του ΝΑΤΟ μοιάζουν να έχουν σε αυτή τη φάση προτεραιότητα.
Διαβάστε ακόμα
Γιατί ο Ερντογάν αυτοπροτείνεται ως… μεσολαβητής μεταξύ Ρωσίας και ΝΑΤΟ για την Ουκρανία
Ουκρανία: Ερχεται πόλεμος και ποιός φταίει; Μια ματιά στον ευρωπαϊκό Τύπο
Τα σχέδια για στρατιωτική τεχνολογία, πίσω από την πυρηνική ενέργεια που προωθεί ο Μακρόν