Αποφασισμένος να γυρίσει σελίδα στις σχέσεις του με τον άλλοτε «άσπονδο εχθρό» του, τον αιγύπτιο πρόεδρο Αμπντέλ Φατάχ αλ Σίσι, ο Ερντογάν πραγματοποιεί σήμερα επίσημη επίσκεψη στην Αίγυπτο. Μια επίσκεψη που μπορεί να χαρακτηριστεί ιστορική, καθώς είναι η πρώτη, εδώ και δώδεκα χρόνια, επίσκεψη τούρκου προέδρου στη χώρα του Νείλου. Η επίσκεψη γίνεται την ώρα που υπάρχει έντονο γεωπολιτικό ενδιαφέρον για την ευρύτερη περιοχή, μετά το ξέσπασμα του πολέμου στη Γάζα και την «επέκτασή» του στην Ερυθρά Θάλασσα με τις επιθέσεις των σιιτών ανταρτών Χούθι της Υεμένης.
Τον Ερντογάν υποδέχθηκε στο αεροδρόμιο του Καΐρου ο ίδιος ο Φατάχ αλ Σίσι, τον οποίο ο τούρκος πρόεδρος αποκαλούσε πριν μερικά χρόνια πραξικοπηματία και δολοφόνο. Οι σχέσεις Τουρκίας-Αιγύπτου είχαν διαταραχθεί πλήρως για περισσότερο από μία δεκαετία, κυρίως εξαιτίας της ανατροπής της κυβέρνησης των Αδελφών Μουσουλμάνων από τον σημερινό πρόεδρο της Αιγύπτου.
Η μεταστροφή στη σχέση των δύο προέδρων άρχισε τον Νοέμβριο του 2022, στο Κατάρ, στο περιθώριο του Παγκόσμιου Κυπέλλου Ποδοσφαίρου. Εκεί, οι δύο άνδρες αντάλλαξαν για πρώτη φορά χειραψία. Ακολούθησε, το περασμένο καλοκαίρι, ο αμοιβαίος διορισμός πρέσβεων, ενώ παραλλήλως άνοιξε δίαυλος επαφών μεταξύ των υπουργών εξωτερικών των δύο χωρών. Από την επανεκλογή, μάλιστα, του Ερντογάν, τον Μάιο του 23, από τουρκικές πηγές διέρρεε συνεχώς η πληροφορία ότι επίκειται επίσκεψη του Αλ Σίσι στην Άγκυρα. Αυτή η επίσκεψη, ωστόσο, τελικά δεν πραγματοποιήθηκε, ενώ ούτε ο Ερντογάν παρέστη στην Σύνοδο του Καΐρου για τη Γάζα, λίγες ημέρες μετά το ξέσπασμα του πολέμου.
Σε αυτήν, την πρώτη συνάντησή τους, οι δύο ηγέτες αναμένεται να συζητήσουν, εκτός από τις διμερείς σχέσεις την κατάσταση στην ευρύτερη περιοχή της Μέσης Ανατολής, ενώ στην ατζέντα αναμένεται ότι θα είναι και η ενεργειακή εξίσωση στην Ανατολική Μεσόγειο. Η τουρκική πλευρά δεν έχει διευκρινίσει πάντως, επισήμως, αν οι διαπραγματεύσεις με την Αίγυπτο σε ό,τι αφορά την οριοθέτηση θαλασσίων ζωνών δικαιοδοσίας έχουν ωριμάσει.
Η τουρκική διπλωματία, στις συνομιλίες με το Κάιρο, αναδεικνύει εμφατικά τις εξελίξεις γύρω από τον πόλεμο στη Γάζα. Ο Ερντογάν επεδίωξε άλλωστε από το ξέσπασμα του πολέμου να έχει λόγο σε αυτές τις εξελίξεις, προσφέροντας τον εαυτό του ως διαμεσολαβητή και εμφανιζόμενος ως υπερασπιστής των απανταχού Παλαιστίνιων.
Παραδοσιακά, ωστόσο, τον ρόλο του μεσολαβητή ανάμεσα στο Ισραήλ και τους Παλαιστίνιους έχει η Αίγυπτος, η οποία διαδραματίζει πρωταγωνιστικό ρόλο στις διπλωματικές διεργασίες, μαζί με το Κατάρ και τις ΗΠΑ. Η εξέλιξη αυτή έχει αναβαθμίσει τη θέση του Καΐρου στον σουνιτικό μουσουλμανικό κόσμο, όπου ο Ερντογάν επιδιώκει να καταστήσει την Τουρκία ηγέτιδα δύναμη.
Άγκυρα και Κάιρο προβάλουν σθεναρή αντίσταση στις επαπειλούμενες στρατιωτικές επιχειρήσεις στη Ράφα, το μόνο ανοιχτό πέρασμα ανθρωπιστικής βοήθειας προς τη Λωρίδα της Γάζας, όπου έχουν συγκεντρωθεί περισσότεροι από ένα εκατομμύριο εκτοπισμένοι Παλαιστίνιοι. Η κυβέρνηση του Αλ Σίσι φοβάται ότι μια χερσαία στρατιωτική επιχείρηση στη Ράφα θα σπρώξει δεκάδες, ενδεχομένως και εκατοντάδες χιλιάδες πρόσφυγες προς το Σινά.
Η κατάσταση στη Γάζα φέρνει κοντά τους δύο ηγέτες, οι διαφορές, ωστόσο, μεταξύ τους είναι ακανθώδεις σε άλλα ζητήματα που αφορούν τις δύο χώρες, αλλά και την ευρύτερη περιοχή. Η Λιβύη, όπου το Κάιρο και η Άγκυρα υποστηρίζουν αντιμαχόμενες δυνάμεις θα είναι ένα από τα βασικά θέματα των συνομιλιών. Το τελευταίο διάστημα πάντως, η Τουρκία, η οποία υποστηρίζει την κυβέρνηση στην Τρίπολη και έχει συνάψει μαζί της τα γνωστά «τουρκολιβυκά μνημόνια», ρίχνει γέφυρες και προς την κυβέρνηση της Βεγγάζης στην ανατολική Λιβύη. Από την πλευρά της η Αίγυπτος, η οποία έχει συνάψει συμφωνία καθορισμού ΑΟΖ με την Ελλάδα, δεν αναγνωρίζει νομιμότητα στην κυβέρνηση της Τρίπολης να προχωρά σε τέτοιου είδους συμφωνίες.
Μεγάλο «αγκάθι» στις σχέσεις Άγκυρας-Καΐρου είναι και η παρουσία στην Τουρκία μελών της Μουσουλμανικής Αδελφότητας, της οργάνωσης που αποτελεί «θανάσιμο εχθρό» της κυβέρνησης Αλ Σίσι. Και σε αυτό το ζήτημα πάντως, ο Ερντογάν έκανε βήματα, καθώς, με την απόφαση για εξομάλυνση των σχέσεων με το Κάιρο, προχώρησε και στον τερματισμό της δράσης των μελών της Μουσουλμανικής Αδελφότητας στην Τουρκία. Το διμερές εμπόριο το οποίο ανέρχεται στα 10 δισεκατομμύρια δολάρια, καθώς και η απόφαση για πώληση τουρκικών μη επανδρωμένων αεροσκαφών στην Αίγυπτο, αναμένεται ότι θα αμβλύνουν, άγνωστο ακόμη σε ποιο βαθμό, αρκετές από τις διαφορές.