Φουντώνει το παρασκήνιο γύρω από την εκδήλωση που έχει προγραμματιστεί για την επόμενη Τρίτη με τίτλο «Απέναντι στον Μητσοτάκη ποιος;» και ομιλητές στελέχη του κεντροαριστερού χώρου, όπως ο Διονύσης Τεμπονέρας (ΣΥΡΙΖΑ), ο Μανώλης Χριστοδουλάκης (ΠΑΣΟΚ) και η Έφη Αχτσιόγλου (Νέα Αριστερά). Η εκδήλωση, αν και δεν έχει έγκριση ούτε από την Κουμουνδούρου ούτε από την Χαριλάου Τρικούπη, θεωρείται ότι προαναγγέλλει επαφές και ζυμώσεις στον ευρύτερο χώρο της κεντροαριστεράς, οι οποίες εκτιμάται ότι θα είναι αναπόφευκτες μετά τις ευρωεκλογές.
Πέρα από τον τίτλο της εκδήλωσης, ο οποίος θέτει από μόνος του ζήτημα διαμόρφωσης μιας εναλλακτικής πολιτικής πρότασης και λύσης απέναντι στην ΝΔ και την κυριαρχία Μητσοτάκη, εγείρεται αυτόματα ερώτημα και για το ποιος θα μπορούσε να είναι αυτός ο πολιτικός φορέας και κυρίως το πρόσωπο που θα ηγηθεί και θα αναλάβει να αναμετρηθεί με αυτούς τους όρους, της εναλλακτικής πρότασης διακυβέρνησης, με τον σημερινό πρωθυπουργό.
Η πρωτοβουλία των τριών, όπως ήταν αναμενόμενο, έχει προκαλέσει δυσαρέσκεια τόσο στο περιβάλλον του Στέφανου Κασσελάκη όσο και στο αντίστοιχο του Νίκου Ανδρουλάκη. Οι δύο πολιτικοί αρχηγοί έχουν θέσει, άλλωστε, τους δικούς τους κομματικούς και προσωπικούς στόχους για τις ευρωεκλογές, ενώ την ίδια ώρα οι διαπροσωπικές σχέσεις τους μόνο τον πολιτικό διάλογο, πόσο μάλλον την πολιτική συστέγαση, δεν ευνοούν. Αμφότεροι δείχνουν ότι επιθυμούν ένα καλό «πλασάρισμα» στις ευρωεκλογές, το οποίο θα μπορούσε να δώσει στον «δεύτερο νικητή», αν όχι την ευκαιρία, τουλάχιστον τη δυνατότητα, άντλησης ψηφοφόρων από την δεξαμενή του «τρίτου».
Στην «αναμέτρηση» αυτή, ο Νίκος Ανδρουλάκης κατέρχεται ενισχυμένος από τα αποτελέσματα των βουλευτικών εκλογών. Προσθέτοντας μάλιστα σε αυτά, το επιτυχημένο «μοντέλο Δούκα» στον πρώτο δήμο της χώρας, δείχνει να βρίσκεται, δυναμικά τουλάχιστον, σε πλεονεκτικότερη θέση από τον Στέφανο Κασσελάκη. Είναι γνωστό, άλλωστε, ότι ήδη από το βράδυ των πρώτων εκλογών του Μαΐου, στη Χαριλάου Τρικούπη υπερίσχυσαν κεντρομόλες τάσεις, ενώ στην Κουμουνδούρου επικράτησαν φυγόκεντρες, οι οποίες εκφράστηκαν με την αποχώρηση των «έντεκα» και τη δημιουργία της Νέας Αριστεράς.
Από την πλευρά του, ο Στέφανος Κασσελάκης, δείχνει ικανοποιημένος που δεν έχει καθημερινή κοινοβουλευτική φθορά, καθώς όλο το βάρος έχει πέσει στον Σωκράτη Φάμελλο, και επιδιώκει, με ένα θετικό αποτέλεσμα στις ευρωεκλογές, να στείλει πρωτίστως το μήνυμα του αδιαμφισβήτητου ηγέτη του ΣΥΡΙΖΑ (η πρωτοβουλία Τεμπονέρα να συναντήσει τον Αλέξη Τσίπρα ενόχλησε) και παραλλήλως το μήνυμα, ότι ο ίδιος και το κόμμα του αποτελούν την εναλλακτική πολιτική πρόταση απέναντι στον Μητσοτάκη και τη ΝΔ.
Την ίδια ώρα, η Νέα Αριστερά, υπό το σοκ και των δημοσκοπήσεων, «φλερτάρει» επίσης με τη Χαριλάου Τρικούπη, με τον Αλέξη Χαρίτση να υπερτονίζει, πριν λίγες ημέρες από την Πάτρα, ότι η Κεντροαριστερά και ο προοδευτικός χώρος βρίσκονται αντιμέτωποι με μια στρατηγική κρίση που, αν δεν απαντηθεί, θα οδηγήσει σε διαιώνιση της κυριαρχίας της Δεξιάς.
Υπό το πρίσμα των παραπάνω γεννάται εύλογα το ερώτημα ποια πολιτική σκοπιμότητα θα μπορούσε να έχει η πρωτοβουλία των τριών στελεχών. Ειδικά, όταν οι ηγέτες των κομμάτων στα οποία μετέχουν δεν ανταλλάσσουν ούτε «καλημέρα». Το να οδηγήσει σε έναν «πολιτικό γάμο» ξεπερνά κάθε φαντασία. Θα μπορούσε ίσως, να δημιουργήσει κάποιες ρωγμές, έτσι ώστε να ανοίξουν δίαυλοι επικοινωνίας, αν δεν είχε ήδη αποδομηθεί, σε μεγάλο βαθμό, τόσο από την Χαριλάου Τρικούπη όσο και από την Κουμουνδούρου. Πέραν των προθέσεων όμως, όσο και αν στελέχη του ΠΑΣΟΚ-ΚΙΝΑΛ (παρασκηνιακά) και του ΣΥΡΙΖΑ-ΠΣ (πιο ανοιχτά) δηλώνουν ότι επιθυμούν μια σύμπλευση των δύο κομμάτων, στην παρούσα φάση δεν δείχνει εφικτός όχι ο «πολιτικός γάμος», αλλά ούτε καν το «σύμφωνο συμβίωσης».