Το περασμένο Σαββατοκύριακο πραγματοποιήθηκαν στις δύο μεγαλύτερες πόλεις του Μάλι, την πρωτεύουσα Μπαμακό και το Τιμπουκτού διαδηλώσεις εκατοντάδων χιλιάδων ανθρώπων. Οι διαδηλωτές κρατούσαν σημαίες της χώρας, αλλά και κάποιες ρωσικές και φώναζαν συνθήματα κατά της Γαλλίας. Αφορμή αποτέλεσε η ανακοίνωση ενός σκληρού οικονομικού εμπάργκο κατά της χώρας από τη διεθνή κοινότητα, αλλά και από την Οικονομική Κοινότητα των 15 χωρών της Δυτικής Αφρικής (ECOWAS), μετά την ανακοίνωση του στρατιωτικού καθεστώτος, που κυβερνά τη χώρα εδώ και 18 μήνες ότι οι εκλογές αναβάλονται για μια πενταετία.
Φαινομενικά οι διαμαρτυρίες εστιάζουν λοιπόν στη στάση των «ξένων», αλλά προφανώς υπάρχει και μια δυσαρέσκεια με το καθεστώς, για το γεγονός ότι δείχνει να χάνει τη μάχη εναντίον φανατικών ισλαμιστών/τζιχαντιστών, που ελέγχουν όλο και μεγαλύτερο κομμάτι της χώρας. Οι ρωσικές σημαίες εξηγούνται από το γεγονός ότι η κυβέρνηση έχει καλέσει την περιβόητη ομάδα Ρώσων μισθοφόρων «Wagner» η οποία δρατηριοποιείται σε διάφορα σημεία του πλανήτη. Περίπου 500 τέτοιοι μισθοφόροι έχουν έρθει το τελευταίο διάστημα στο Μάλι κυρίως από τη Λιβύη και τη Συρία, προκειμένου να «εκπαιδεύσουν» το στρατό της χώρας, σύμφωνα με την επίσημη εκδοχή, αλλά και για να αντιμετωπίσουν άμεσα επιθέσεις τζιχαντιστών όπως αναφέρουν ξένοι δημοσιογράφοι.
Ουσιαστικά το Μάλι, κομμάτι της ζώνης του Σαχέλ, που μπήκε στη… ζωή μας με αφορμή την πρόσφατη ελληνογαλλική συμφωνία αμυντικής συνεργασίας δείχνει να μετατρέπεται σε «Αφγανιστάν της Γαλλίας» με τον πρόεδρο Μακρόν να σκέφτεται την πλήρη αποχώρηση των δυνάμεων της χώρας του από εκεί, αφού δεν έχει καταφέρει να αντιμετωπίσει τους ακραίους ισλαμιστές, που λυμαίνονται μεγάλες ζώνες του Σαχέλ. Φυσικά μια οριστική αποχώρηση των Γάλλων θα μπορούσε να ενισχύσει ακόμα περισσότερο τα ακραία αυτά στοιχεία και να επεκτείνει τον έλεγχό τους σε ολόκληρη την περιοχή, ενώ θα ήταν και ένα σημαντικό πλήγμα στο κύρος της Γαλλίας και του προέδρου της και μάλιστα σε μια προεκλογική περίοδο.
Ενα πραξικόπημα ως «σωτηρία»
Το Μάλι βρίσκεται σε αναταραχή από το 2012 και έχει βιώσει και αρκετές απόπειρες πραξικοπημάτων. Στην τελευταία ο στρατηγός Ασσίμι Γκόιτα κατάφερε πριν ενάμιση χρόνο, να «εκθρονίσει» τον προηγούμενο Πρόεδρο, Ιμπραήμ Μπουμπακά Κεϊτά, ο οποίος κυβέρνησε από το 2013 έως το 2020, δεν φημιζόταν για τα δημοκρατικά του φρονήματα και δεν ήταν ιδιαίτερα αγαπητός και ο οποίος πέθανε αυτές τις ημέρες. Καμιά κυβέρνηση δεν έχει καταφέρει να περιορίσει την δράση των τζιχαντιστών στην πρώην γαλλική αποικία.
Οι εκλογές κανονικά ήταν προγραμματισμένες για τον Φεβρουάριο, αλλά ο Γκόιτα ισχυρίζεται ότι θα πρέπει πρώτα να υπάρξει μια «ομαλοποίηση» της κατάστασης στη χώρα και ένας ευρύς διάλογος πριν διεξαχθούν εκλογές. Θεωρείται ωστόσο αβέβαιο αν ο τακτικός στρατός της χώρας, ο οποίος στηριζόταν μέχρι τώρα και από διεθνείς δυνάμεις θα μπορέσει να επικρατήσει των ισλαμιστών ανταρτών. Μέχρι τώρα ο στρατός του Μάλι είχε τη στήριξη και των ξένων δυνάμεων, που αριθμούσαν αρκετές χιλιάδες οπλίτες. Θεωρείται αμφίβολο αν η αποχώρησή τους και η αντικατάστασή τους από τους Ρώσους μισθοφόρους θα αποτελέσει τη λύση του προβλήματος, όταν εκτεταμένες επιχειρήσεις του γαλλικού στρατού με αεροπορική υποστήριξη δεν έφεραν το επιθυμητό αποτέλεσμα. Πολλοί κάτοικοι της χώρας μιλούν πάντως και για «λάθος πρακτικές πολέμου» που έχουν να κάνουν με άγνοια των γεωγραφικών και κοινωνικών συνθηκών της περιοχής.
Η ρωσική ανάμιξη
Η υπουργός Αμυνας της Γαλλίας Φλοράνς Παρλύ κατηγόρησε τον Γκόιτα για την απόφασή του να καλέσει ρωσική βοήθεια. Βεβαίως αυτή θα ήταν μια καλή δικαιολογία για να αποσύρει η Γαλλία τις δυνάμεις της, χωρίς πάντως να εξαλείφει πλήρως την γεύση της ήττας. Δεν πρέπει να ξεχνά κανείς ότι η ρωσική εμπλοκή αν και «ανεπίσημη» γίνεται σε μια περίοδο, που οι σχέσεις της Μόσχας με τις ευρωπαϊκές χώρες είναι ιδιαίτερα τεταμένη, λόγω της κατάστασης στην Ουκρανία. Η Ρωσία πάντως αρνείται οποιαδήποτε σχέση με τους μισθωμένους παραστρατιωτικούς, τους οποίους οι γαλλικές εφημερίδες αποκαλούν «σκιώδη στρατό» της χώρας.
Ο Μακρόν είχε ήδη ανακοινώσει την πρόθεσή του να μειώσει την γαλλική παρουσία στην περιοχή μετά το πραξικόπημα του 2020, τουλάχιστον στο μισό των 5.000 Γάλλων, που βρίσκονταν τότε στην περιοχή μαζί με περίπου 11.000 κυανόκρανους, στο πλαίσιο της επιχείρησης «minusma», η οποία έχει κοστίσει 250 νεκρούς και θεωρείται η πιο πολύνεκρη του ΟΗΕ τα τελευταία χρόνια. Μια ολική αποχώρηση θεωρείται καταστροφική, αφού θα συνοδευόταν και από την αποχώρηση άλλων χωρών. Για παράδειγμα η Γερμανία διατηρεί δύναμη 1.050 οπλιτών την οποία επίσης σκέφτεται να μειώσει ή και να αποσύρει πλήρως. Το Μάλι θα μπορούσε να πέσει γρήγορα στον έλεγχο των τζιχαντιστών, που θα αποκτούσαν μεγαλύτερη ελευθερία κινήσεων για επιχειρήσεις και στις γειτονικές χώρες κυρίως στη Μπουρκίνα Φάσο και στο Νίγηρα.
Από το 2017 έως το 2021 είχαν επταπλασιαστεί οι τρομοκρατικές επιθέσεις τζιχαντιστών με χιλιάδες θύματα και εκατοντάδες χιλιάδες να αναζητούν τρόπους διαφυγής. Ο ανώτατος διοικητής των γαλλικών δυνάμεων, δήλωνε πρόσφατα ότι θα χρειαζόταν μια συστηματική και εκτεταμένη επιχείρηση πολύ μεγαλύτερου μεγέθους για να νικηθούν οι εξτρεμιστές, που θα κρατούσε ίσως και πάνω από μια δεκαετία. Προφανώς κανείς δεν έχει την διάθεση να δεσμευτεί σήμερα για κάτι τέτοιο, με τις Ηνωμένες Πολιτείες να δίνουν στους Γάλλους μόνο ηλεκτρονική υποστήριξη και να ακολουθούν και οι ίδιοι μια πολιτική απόσυρσης από «εμπόλεμες ζώνες».
Οι Ευρωπαίοι ως παρατηρητές
Αλλά και από τους Ευρωπαίους δεν υπήρξε η ανάλογη προθυμία να στηρίξουν τις γαλλικές επιχειρήσεις. Μόνο οι Τσέχοι και οι Εσθονοί απάντησαν θετικά σε σχετικές εκκλήσεις του Προέδρου Μακρόν. Οσο για την ΕΕ αυτή ως συνήθως ενημερώνεται και απευθύνει εκκλήσεις. Ο Ζοζέπ Μπορέλ εκτίμησε ότι «δεν υπάρχουν ενδείξεις ότι η κατάσταση στο Μάλι από τη μεριά των αρχών έχει βελτιωθεί» και προειδοποίησε ότι οι Ευρωπαίοι δεν είναι διατεθιμένοι να παραμείνουν εκεί «με κάθε κόστος». Προς το παρόν οι διεθνείς κυρώσεις και η απομόνωση της χώρας πλήττουν τον πληθυσμό που δεν έχει πλέον πρόσβαση ούτε στις τράπεζες και λογικά θα διογκώσουν την οργή κατά των Ευρωπαίων. Οτι καλύτερο δηλαδή για τους ακραίους ισλαμιστές που θα έχουν μερικά επιχειρήματα ακόμα για τις δραστηριότητές τους.
Το Μάλι (πρώην Γαλλικό Σουδάν) υπάρχει ως ανεξάρτητο κράτος από το 1960. Με περίπου 20 εκατομμύρια κατοίκους κατατάσσεται ως η 11η πιο φτωχή χώρα του κόσμου. Πάνω από το 50% ζει σε συνθήκες απόλυτης φτώχειας. Θεωρείται ως η τρίτη πλουσιότερη χώρα σε κοιτάσματα χρυσού και αυτό του δίνει περισσότερη βαρύτητα για τα σχέδια των ακραίων ισλαμιστών.
Διαβάστε ακόμα