Η επανέναρξη τον Δεκέμβριο στη Βιέννη των συνομιλιών για το πυρηνικό πρόγραμμα του Ιράν ήταν σίγουρα μια καλή είδηση. Αυτό που συνεχίζει να προκαλεί απορίες είναι η διστακτικότητα της διοίκησης του Τζο Μπάιντεν να τηρήσει μια ακόμα προεκλογική της υπόσχεση, επιστρέφοντας στο τραπέζι των συνομιλιών, από το οποίο οι ΗΠΑ είχαν αποχωρήσει το 2018, επί προεδρίας Τραμπ. (Συμμετέχουν εκτός του Ιράν οι Ρωσία,Κίνα, Βρετανία, Γαλλία, Γερμανία και η ΕΕ.)
Μετά από ένα πεντάμηνο διάλειμμα στις συνομιλίες και την αλλαγή της κυβέρνησης στην Τεχεράνη, ως αποτέλεσμα των εκλογών του Ιουνίου το πρώτο καθήκον, με την συνέχιση των διαπραγματεύσεων από την περασμένη Δευτέρα, είναι να βρεθεί ξανά κοινό έδαφος. Υπάρχουν όμως τρία σημαντικά προβλήματα που κάνουν πολλούς να εκφράζουν απαισιοδοξία.
Το πρώτο είναι ακριβώς η στάση των ΗΠΑ, που δεν είναι ακόμα «έτοιμες» να δηλώσουν ότι θα τηρήσουν την συμφωνία της Βιέννης του 2015. Η στάση αναμονής του Μπάιντεν απογοήτευσε όσους θεωρούσαν ότι οι συνομιλίες θα ξεκινούσαν πριν τις ιρανικές εκλογές και εκτιμάται ότι έριξε νερό στο μύλο των υπερσυντηρητικών κληρικών στην Τεχεράνη.
Το δεύτερο και ανησυχητικό είναι ότι το Ιράν φαίνεται να έχει σημειώσει τεράστια πρόοδο στο πρόγραμμα του για εμπλουτισμό ουρανίου και εκτιμάται ότι τεχνολογικά είναι πολύ κοντά στην κατοχή πυρηνικών όπλων, κάτι που φυσικά αλλάζει πάλι τις ισορροπίες. Πρακτικά εκμεταλλεύτηκε τη στάση των ΗΠΑ ως ιδανική δικαιολογία για να αποστασιοποιηθεί από τις δικές του δεσμεύσεις.
Το τρίτο είναι ακριβώς η αλλαγή αυτών των ισορροπιών με την πιο δραστήρια εμπλοκή παικτών όπως η Ρωσία και η Κίνα, που προφανώς είδαν την στάση της Ουάσιγκτον ως ευκαιρία να κερδίσουν πόντους στην περιοχή αλλά και την προσπάθεια αραβικών κρατών να απαντήσουν με δικά τους «εργαλεία» στην Τεχεράνη.
Πιο κοντά στην ατομική βόμβα
Η κυβέρνηση Μπάιντεν επιμένει σε μια πολιτική «μέγιστης πίεσης» συνεχίζοντας ουσιαστικά στην γραμμή του προκατόχου της. Ουσιαστικά οι ΗΠΑ αρνούνται μέχρι στιγμής να δώσουν οποιαδήποτε εγγύηση στο Ιράν ότι θα τηρήσουν τη συμφωνία τουλάχιστον μέχρι το τέλος της τρέχουσας προεδρίας.
Αν η πορεία της Ουάσιγκτον μερικές φορές φαίνεται ασαφής, η στόχευση της Τεχεράνης είναι μάλλον ξεκάθαρη. Η χώρα αργά, αλλά σταθερά πλησιάζει στη βόμβα. Ο Διεθνής Οργανισμός Ατομικής Ενέργειας (ΔΟΑΕ), ο οποίος είναι υπεύθυνος για την παρακολούθηση της συμφωνίας που εξακολουθεί να ισχύει, αλλά η οποία παρεμποδίζεται όλο και περισσότερο στο έργο του από το Ιράν, κρούει τον κώδωνα του κινδύνου στις τακτικές εκθέσεις του σχετικά με αυτή την εξέλιξη.
Αντιπροσωπείες του ΟΗΕ ταξίδεψαν μέσα στο 2021 στην Τεχεράνη αρκετές φορές για να μπορέσουν να έχουν μια στοιχειώδη εικόνα των πυρηνικών δραστηριοτήτων του Ιράν, αντιμετώπισαν όμως αρκετά εμπόδια και δυσκολίες.
Μια ρεαλιστική αποτίμηση της κατάστασης είναι ωστόσο αναγκαία ενόψει των προσπαθειών για μια αναθεώρηση της συνθήκης, που πρέπει να βασίζεται στα δεδομένα του σήμερα και όχι της περασμένης δεκαετίας. Μεγάλο ενδιαφέρον φυσικά για τις δυνατότητες της Τεχεράνης έχουν και οι μεγάλοι της αντίπαλοι στην περιοχή, στην απέναντι πλευρά του Κόλπου. Η Σαουδική Αραβία σταθερός ανταγωνιστής εδώ και δεκαετίες έχει διαμηνύσει σε όλους τους τόνους ότι αν το Ιράν εμπλουτίσει ουράνιο σκοπεύει να κάνει το ίδιο.
Τα γειτονικά Ηνωμένα Αραβικά Εμιράτα (ΗΑΕ) μπορεί να είναι πιο προσεκτικά στα λόγια, αλλά από άποψη τεχνολογίας είναι ήδη ένα βήμα μπροστά. Ο πρώτος εμπορικά λειτουργικός πυρηνικός αντιδραστήρας στον αραβικό κόσμο λειτουργεί στο Άμπου Ντάμπι ήδη από τα τέλη του 2020. Τα Εμιράτα έχουν συμφωνήσει σε σημαντικούς διεθνείς περιορισμούς μη διάδοσης για αυτή την τεχνολογία, αλλά το Ριάντ, από την άλλη, δείχνει να προσπαθεί να τους παρακάμψει. Πολλοί εκτιμούν ότι μια κούρσα πυρηνικών εξοπλισμών στην περιοχή, την οποία είχαν σκοπό μεταξύ των άλλων να φρενάρουν οι διαπραγματεύσεις φαίνεται ότι πλέον βρίσκεται σε πλήρη εξέλιξη. Μια αποτυχία των συνομιλιών για το πρόγραμμα του Ιράν θα μπορούσε να της δώσει νέα ώθηση.
Από αυτή την άποψη η «παθητική» στάση των ΗΠΑ που συνεχίζουν να κινούνται σε λογική απόσυρσης θεωρείται από τα ισχυρά αραβικά κράτη ως προβληματική.
Η τακτική των «Αράβων συμμάχων» των ΗΠΑ
Η ανησυχία των Αράβων συμμάχων ενισχύθηκε και από το το γεγονός ότι η Ουάσιγκτον δεν έσπευσε να τους βοηθήσει μετά από τις επιθέσεις σε δικές τους πετρελαϊκές υποδομές, οι οποίες αποδόθηκαν στο Ιράν.
Προκειμένου να αντιμετωπίσουν τους φόβους τους κράτη όπως το Κατάρ, τα Ηνωμένα Αραβικά Εμιράτα και η Σαουδική Αραβία συμμετέχουν τώρα σε απευθείας συνομιλίες με την Τεχεράνη για τη μείωση της έντασης στην περιοχή. Ορισμένα κράτη του Κόλπου έχουν εντείνει τη συνεργασία με το Ισραήλ, με το οποίο μοιράζονται τις ανησυχίες τους για την περιφερειακή αύξηση ισχύος του Ιράν. Το Μπαχρέιν και τα Ηνωμένα Αραβικά Εμιράτα έγιναν το τρίτο και τέταρτο αραβικό κράτος που αναγνώρισαν το Ισραήλ. Οι εξελίξεις αυτές θεωρούνται πιστοποιητικό επιτυχία της στρατηγικής της Τεχεράνης, που έδειξε στους γείτονές της ότι δεν θα είναι ασφαλείς όσο αισθάνεται ότι απειλείται και η ίδια.
Η Ρωσία έχει επίσης αναδειχθεί ως παράγοντας με τα δικά της συμφέροντα ασφάλειας στην περιοχή, τις παραδοσιακές σχέσεις με την Τεχεράνη. Η Κίνα, με τη σειρά της, συνδέει την υπάρχουσα ένταση στη Νοτιοανατολική Ασία με το θέμα των πυρηνικών παγκοσμίως, αποκαλώντας τη συμμαχία AUKUS μεταξύ των ΗΠΑ, της Μεγάλης Βρετανίας και της Αυστραλίας, ως απόδειξη ότι οι Δυτικοί έχουν δύο μέτρα και σταθμά, βάζοντας στο «παιχνίδι» των πυρηνικών όπλων και την Αυστραλία.
Ολα αυτά δείχνουν ότι οι συνομιλίες της Βιέννης περιπλέκονται ολοένα και περισσότερο. Αμερικανοί, νηφάλιοι αναλυτές συμβουλεύουν την κυβέρνηση Μπάιντεν να επιστρέψει σε αυτές, αφού ακόμα και μια ενδιάμεση συμφωνία θα μπορούσε να αμβλύνει τις εντάσεις και να θέσει τις βάσεις για ευρύτερες διαπραγματεύσεις, περιορίζοντας τον εμπλουτισμό ουρανίου και επιτρέποντας στον ΟΗΕ να επαναλάβει τις επιτόπου επιθεωρήσεις.
Οι ΗΠΑ και το Ηνωμένο Βασίλειο θα έπρεπε τότε να απελευθερώσουν παγωμένα περιουσιακά στοιχεία του Ιράν ως μια ένδειξη καλής θέλησης και πίστης στο αποκαλούμενο «πνεύμα της Βιέννης», που τόσο πολύ είχαν όλοι επαινέσει το 2015. Το αν στο επιτελείο του Αμερικανού προέδρου μπορούν να εισακουστούν αυτές οι προτάσεις είναι κάτι παραπάνω από αμφισβητούμενο.
Διαβάστε ακόμα
Kινδυνεύει η δημοκρατία στις ΗΠΑ ένα χρόνο μετά την επίθεση στο Καπιτώλιο;
Μουντιάλ 2022 στο Κατάρ: Το πρώτο που θα γίνει χειμώνα και σε αραβική χώρα – Η γεωπολιτική σημασία
Χουάν Κάρλος και Ελ Ασίρ: Ο βασιλιάς και ο έμπορος όπλων – «Αμίγκος» για πάντα