Η σχέση του Βερολίνου με την Αγκυρα θα μπορούσε να χαρακτηριστεί «ειδική» για πολλούς λόγους, κάτι που η Αθήνα έχει συνειδητοποιήσει με «επώδυνο τρόπο» τα τελευταία χρόνια, κάθε φορά που οι εκκλήσεις της για περισσότερη στήριξη από τους Ευρωπαίους απέναντι στην τουρκική προκλητικότητα έβρισκαν τείχος.
Οι λόγοι είναι πολλοί και χιλιοειπωμένοι. Η απόφαση της κυρίας Μέρκελ να αναγορεύσει τον Ταγίπ Ερντογάν σε «διαχειριστή» του προσφυγικού, η σημασία που έχει για την κοινωνική και οικονομική ζωή στη Γερμανία το τουρκικό στοιχείο, αλλά και τα συμφέροντα δισεκατομμυρίων γερμανικών επιχειρήσεων κάθε είδους, που δραστηριοποιούνται στην Τουρκία. Tα δεδομένα αυτά θα συνεχίσουν να καθορίζουν την σχέση των δύο χωρών.
Είναι λογικό λοιπόν η οικονομική αστάθεια που συνεχίζεται στη γειτονική μας χώρα να απασχολεί έντονα πολιτικούς και Μέσα Ενημέρωσης το τελευταίο διάστημα με τα ερωτήματα να υπερτερούν κατά πολύ, των όποιων απαντήσεων ή προβλέψεων για το πού οδηγεί τελικά η πολιτική του Τούρκου προέδρου. Το στοιχείο που ξεχωρίζει είναι πάντως η ανησυχία και ο προβληματισμός ενόψει μιας διαφαινόμενης περιόδου οικονομικής και πολιτικής αστάθειας. Ενδεικτικά είναι τα δημοσιεύματα μεγάλων ΜΜΕ τις τελευταίες μέρες.
Η συντηρητική Frankfurter Allgemeine Zeitung έγραφε αυτές τις μέρες σχετικά με τον τρόπο διαχείρισης της κρίσης στην Τουρκία αλλά και το πολιτικό μέλλον του κυρίου Ερντογάν: «Ο Τούρκος πρόεδρος δεν κάνει καμία κίνηση απόκλισης από την παράξενη νομισματική του πολιτική, αντιμετωπίζοντας τον αυξανόμενο πληθωρισμό με χαμηλά επιτόκια, παρόλο που βρίσκεται με την πλάτη στον τοίχο. Ο Ερντογάν μάχεται για να κερδίσει τη φθίνουσα εμπιστοσύνη των ψηφοφόρων, με εκκλήσεις για εθνική υπερηφάνεια και εκλιπαρώντας κυριολεκτικά τους επενδυτές να ξεθάψουν τα αποθέματα σε χρυσό και συνάλλαγμα και να τα ανταλλάξουν με λίρες». Μιλούσε για υποσχέσεις που μάλλον είναι δύσκολο να υλοποιηθούν και κατέληγε στον συμπέρασμα ότι τελικά αυτό που ουσιαστικά απασχολεί τον Ταγίπ Ερντογάν είναι να μην χάσει τον προεδρικό του θώκο.
Η κεντροαριστερή Süddeutsche Zeitung του Μονάχου σε σχόλιό της με τίτλο «Τι φοβάται ο Ερντογάν» έκανε μάλλον δυσοίωνες προβλέψεις για το μέλλον της χώρας και του προέδρου της: «Μια κυβέρνηση με πληθωρισμό που ανέρχεται στο 36% σε ετήσια βάση θα πρέπει να αναρωτιέται τι κάνει λάθος. Ειδάλλως, κι αυτό είναι ακόμη πιο επικίνδυνο για όσους βρίσκονται στην εξουσία, αυτό το ερώτημα θα το θέσουν σύντομα και ίσως πιο ηχηρά οι πολίτες της χώρας. Επειδή οι υπουργοί, οι τουρκικές αρχές, οι θεσμοί κάνουν μόνο ό,τι επιτάσσει με κάθε λεπτομέρεια ο Τούρκος πρόεδρος Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν, οι ίδιοι θα στραφούν εναντίον του ίδιου του αρχηγού του κράτους – αθόρυβα ή ενδεχομένως φωναχτά στους δρόμους. Και ίσως τότε τα πράγματα θα μπορούσαν να γίνουν δύσκολα για τον μακροχρόνιο ηγέτη της Άγκυρας».
Ενδιαφέρουσα ήταν όμως και μια επισήμανση της εφημερίδας σε σχέση με τα διδάγματα από το παρελθόν, όταν θύμιζε ότι τελευταία φορά που είχαν καταγραφεί στη χώρα τέτοια εξωφρενικά ποσοστα πληθωρισμού ήταν το 2002, περίοδος που χαρακτηρίστηκε από σεισμικές πολιτικές εξελίξεις, που ουσιαστικά ήταν η ευκαιρία του Ερντογάν να ανέβει σητν εξουσία. Υπάρχουν ομοιότητες με το σήμερα; Το υπονοούμενο της εφημερίδας είναι σαφές. «Το 2002, η υποτίμηση του νομίσματος μαζί με την αχαλίνωτη διαφθορά και άλλα σημάδια σήψης, κόστισαν στην τότε κοσμική κυβέρνηση την εξουσία – και οδήγησαν στην άνοδο του Ερντογάν. Ο νυν πρόεδρος καταπολεμά τον πληθωρισμό με όλες του τις δυνάμεις. Δυστυχώς με λάθος μέσα».
Διαβάστε ακόμα
Η Τουρκία επιχειρεί να συνθλίψει τους Κούρδους στη Συρία με όπλο το νερό
Ο Εμανουέλ Μακρόν θέλει να «τσαντίσει» τους ανεμβολίαστους – Σφοδρές αντιδράσεις στο κοινοβούλιο
Kινδυνεύει η δημοκρατία στις ΗΠΑ ένα χρόνο μετά την επίθεση στο Καπιτώλιο;