Στις 6 Ιανουαρίου συμπληρώνεται ένας χρόνος από την επίθεση του οργισμένου ακροδεξιού όχλου στο Καπιτώλιο, σε μια προσπάθεια να ανατραπούν τα εκλογικά αποτελέσματα του Νοεμβρίου του 2020 και να εμποδιστεί ο Τζο Μπάιντεν να αναλάβει τα καθήκοντά του. Ο Μπάιντεν κέρδισε βεβαίως δίκαια και καθαρά τις εκλογές, αλλά αυτό δεν εμπόδισε τους Ρεπουμπλικάνους να διαδίδουν αβάσιμες θεωρίες συνωμοσίας ή να σπαταλούν χρήματα των φορολογουμένων σε κρατικές και τοπικές έρευνες για υποτιθέμενες «εκλογικές παρατυπίες».
Οι Ρεπουμπλικάνοι προσπάθησαν επίσης συστηματικά και φανατικά να παρεμποδίσουν το έργο της διακομματικής επιτροπής που ερευνά τα γεγονότα εκείνης της μέρας. Καθ ‘όλη τη διάρκεια του 2021, προσπάθησαν να υποβαθμίσουν και να επαναπροσδιορίσουν την απόπειρα πραξικοπήματος, χαρακτηρίζοντας όσους συμμετείχαν ως «ειρηνικούς διαδηλωτές» και «πατριώτες», αντί για βίαιους ταραχοποιούς και εξεγερμένους που επιδίωξαν να ανατρέψουν μια νόμιμη εκλογή.
Κάποιοι, λίγοι που συμμετείχαν στα γεγονότα της 6ης Ιανουαρίου έχουν λογοδοτήσει. Για παράδειγμα ένας άνδρας που επιτέθηκε σε αστυνομικούς του Καπιτωλίου καταδικάστηκε σε περισσότερα από πέντε χρόνια φυλάκιση, τη μεγαλύτερη ποινή που έχει επιβληθεί σε ανάλογη περίπτωση μέχρι σήμερα. Μένει να φανεί, ωστόσο, εάν κάποιοι πρώην αξιωματούχοι της κυβέρνησης Τραμπ θα κατηγορηθούν για οτιδήποτε σχετίζεται με την εξέγερση πέρα από την περιφρόνηση του Κογκρέσου λόγω της άρνησής τους να συμμορφωθούν με τα αιτήματα της επιτροπής διερεύνησης της 6ης Ιανουαρίου.
Η χρονιά κυριαρχήθηκε από τρεις αρνητικές τάσεις: το «Μεγάλο Ψέμα» της ακραίας Δεξιάς ότι οι προεδρικές εκλογές του 2020 «κλάπηκαν» από τον πρώην πρόεδρο Ντόναλντ Τραμπ, τον αντίκτυπο του απόλυτου ελέγχου των ομοσπονδιακών δικαστηρίων από τους πιο ακραίους Ρεπουμπλικάνους, συμπεριλαμβανομένου του Ανωτάτου Δικαστηρίου, και τη σχετική ανικανότητα της διοίκησης Μπάιντεν να προωθήσει τις απαραίτητες μεταρρυθμίσεις εξαιτίας της πολιτικής παρεμπόδισης από τη μεριά των Ρεπουμπλικανών, σε όλα τα νομοθετικά σώματα.
Μπαράζ απαισιόδοξων προγνώσεων
Η είσοδος του 2022, έχει δώσει αφορμή για μια πληθώρα σχολίων, αναλύσεων και απαισιόδοξων προβλέψεων για την κατάσταση της δημοκρατίας και των ανθρωπίνων δικαιωμάτων στις ΗΠΑ. Οι πιο ήπιες εκδοχές αυτής της προσέγγισης μιλούν για την αδυναμία της κυβέρνησης Μπάιντεν να προωθήσει τη νομοθετική της ατζέντα ή να θεσπίσει κανόνες προστασίας για βασικά δημοκρατικά και κοινωνικά δικαιώματα, που είναι όλο και πιο απρόσιτα σε πολλούς Αμερικανούς.
Οι ενδιάμεσες εκλογές του 2022 θα καθορίσουν εάν οι Δημοκρατικοί θα διατηρήσουν ή θα χάσουν τον έλεγχο του Κογκρέσου. Ακόμα κι αν παραμείνουν στην εξουσία, οι μεταρρυθμίσεις που χρειάζονται οι ΗΠΑ για να αντιμετωπίσουν την κρίση της δημοκρατίας φαίνεται απίθανο να υλοποιηθούν σύντομα. Οι Ρεπουμπλικάνοι έχουν αποδείξει επανειλημμένα ότι είναι πρόθυμοι να καταστρέψουν τη δημοκρατία προκειμένου να διατηρήσουν την εξουσία, είναι η άποψη των περισσότερων φιλελεύθερων αναλυτών.
Αυτές τις μέρες οι «Financial Times» συγκέντρωναν τις εκτιμήσεις και αναλύσεις αμερικανών επιστημόνων, που ακούγονται ζοφερές, αφού φτάνουν ακόμα και σε προβλέψεις του τύπου «Ο Εμφύλιος πόλεμος έρχεται», μιλώντας όχι μόνο για το μεγάλο διχασμό ανάμεσα σε «μπλε» και «κόκκινους», αλλά και για το γεγονός ότι στις τάξεις των Ρεπουμπλικανών υπάρχει ένα κομμάτι, που διαθέτει όπλα και είναι έτοιμο να τα χρησιμοποιήσει.
Σημείωναν ακόμα ότι «οι αναφορές στον εμφύλιο πόλεμο είναι συχνές στην αμερικανική δεξιά. Ο γερουσιαστής Τεντ Κρουζ μίλησε τον περασμένο μήνα για απόσχιση του Τέξας από τις ΗΠΑ». Ενα ενδιαφέρον στοιχείο αυτού του άρθρου ήταν η παρατήρηση ότι και στα δύο στρατόπεδα φαίνεται να υπάρχει έντονη η αίσθηση της «εθνικής παρακμής» που οδηγεί «σε βαθιά απόγνωση της ελίτ των ΗΠΑ» και κάνει την «απειλή της Κίνας» να φαντάζει ακόμα πιο τρομακτική.
Η εφημερίδα έκανε επίσης κάποιες συγκρίσεις του σημερινού κλίματος με εκείνο της δεκαετίας της μεγάλης κρίσης του 1930, εκφράζοντας πάντως έμμεσα την ελπίδα ότι ίσως η επιφανειακή αδυναμία των ΗΠΑ μπορεί να συσκοτίζει τη βαθύτερη ανθεκτικότητά της. Ισως το 2022 να μπορέσει να αποδείξει αν μια τέτοια ελπίδα είναι βάσιμη ή αν τελικά ο «θεματοφύλακας» των αξιών του δυτικού κόσμου είναι τόσο βαθιά βουτηγμένος στην κρίση του, που δε μπορεί πια να επιτελεί αυτό το ρόλο και απειλεί να τραβήξει μαζί του συνολικά τον «παγκόσμιο Βορρά».
Διαβάστε ακόμα
Μπάιντεν και Πούτιν αντάλλαξαν τηλεφωνικώς ευχές και προειδοποιήσεις
Με όπλο τον μινιμαλισμό ξεκινά η προεδρία της Γερμανίας στο «G7»