Λένε πως όταν οι άνθρωποι κάνουν σχέδια, ο Θεός γελάει. Στην περίπτωση της Ελλάδας, ο σχεδιασμός για μετάβαση σε “πράσινες” πηγές ενέργειας βγαίνει εκτός προγράμματος, λόγω ενός συνδυασμού έκτακτων γεγονότων: Της ενεργειακής κρίσης, των καιρικών συνθηκών, της απόδοσης των ΑΠΕ και του κινδύνου υπονόμευσης της οικονομικής ανάπτυξης. Έτσι, η κυβέρνηση αφήνει στην άκρη τον σχεδιασμό (και τις δεσμεύσεις) για στροφή στις ΑΠΕ και επιστρέφει στον “βρώμικο” μεν, σίγουρο και φτηνό δε, λιγνίτη.
Τις πρώτες μέρες του νέου έτους, το οικονομικό επιτελείο της κυβέρνησης θα παρουσιάσει το νέο πακέτο ενίσχυσης νοικοκυριών και επιχειρήσεων που «στενάζουν» από την ενεργειακή ακρίβεια, συνολικού ύψους 1,5 δισ.ευρώ. Πρόκειται για έναν αυτόματο μηχανισμό ο οποίος θα επιδοτεί τις αυξήσεις σε ηλεκτρικό ρεύμα και φυσικό αέριο. Ο μηχανισμός θα ενεργοποιείται και θα «»διαμορφώνεται» με βάση την χονδρεμπορική τιμή ηλεκτρισμού και το όριο των ανατιμήσεων της μεγαβατώρας. Όμως η κυβέρνηση γνωρίζει πως τα δημοσιονομικά περιθώρια που έχει είναι από ελάχιστα ως μηδενικά για να σώσει την παρτίδα.
Άλλωστε, το ενεργειακό κοστος θα συνεχίσει να εκτοξεύεται, συμπαρασύροντας τις τιμές ακόμα και των βασικών ειδών διατροφής και προκαλώντας ένα κύμα γενικής δυσαρέσκειας, ακόμα και αν οι τιμές του φυσικού αερίου συνεχίσουν να κατεβαίνουν από τα ιστορικά υψηλά. Η παρέμβαση των ΗΠΑ για το τέλος της ενεργειακής κρίσης στη Γηραία ρίχνει τις τιμές, όμως το πρόβλημα, ιδιαίτερα για την Ελλάδα, ήταν γνωστό από νωρίς. Η κυβέρνηση ήξερε από τον Οκτώβριο τουλάχιστον ότι θα αθετήσει τη διακηρυγμένη πρόθεσή της να προωθήσει σε χρόνο-ρεκόρ την ενεργειακή στροφή στην Ελλάδα, αν δεν θέλει να πλήξει την οικονομία.
Γιατί τώρα;
Η Ελλάδα έβλεπε ότι το φυσικό αέριο και το πετρέλαιο, αγαθά που πρέπει να εισάγει, έκαναν ράλλυ. Οι ΑΠΕ, η ηλιακή και η αιολική ενέργεια, από τη μία δεν έχουν επεκταθεί όσο θα έπρεπε και από την άλλη, ακόμη και για τη χώρα μας, δεν έχουν σταθερή και επαρκή απόδοση. Η επιστροφή στον λιγνίτη, έμοιαζε με μονόδρομο. Πρόκειται για ορυκτό καύσιμο που μπορεί να θεωρείται βρώμικο όσον αφορά την επίδρασή του στο περιβάλλον, αλλά είναι και πάμφθηνο με βραχυπρόθεσμα κριτήρια. Άλλωστε η χώρα μας διαθέτει υπεραφθονία κοιτασμάτων, κατέχοντας, μέχρι το 2018 τη δωδέκατη θέση στην παραγωγή λιγνίτη παγκοσμίως, εξορύσσοντας 36,1 εκατομμύρια τόνους τον χρόνο.
Όχι τυχαία, το ΔΣ της ΔΕΗ αποφάσισε να επεκτείνει χρονικά την παραγωγή λιγνιτικής ενέργειας, απόφαση που εγκρίθηκε από το Υπουργείο Ενέργειας αυτή τη χρονική στιγμή, με απόφαση που μετουσιώθηκε σε νόμο του Υπουργείου Περιβάλλοντος και Ενέργειας. Όχι μόνο λόγω της σε εξέλιξη ενεργειακής κρίσης, αλλά και λόγω της ΑΜΚ που έχει μόλις προηγηθεί στη ΔΕΗ. Στη δεύτερη περίπτωση, θεωρείτο βέβαιη η παρέμβαση των νέων μετόχων υπέρ της αύξησης της κατανάλωσης του λιγνίτη, για την κάλυψη της αυξημένης ζήτησης. Με αυτό τον τρόπο, επιτυγχάνονται μεγαλύτερα περιθώρια κέρδους και αξιοποιούνται αποτελεσματικότητα τα ήδη επενδεδυμένα κεφάλαια.
Η ενεργειακή κρίση, βέβαια, ήταν η αφορμή για την επιστροφή στον λιγνίτη. Ο ΑΔΜΗΕ είχε άλλωστε από τον Οκτώβριο επισημάνει σε ΔΕΗ, ΡΑΕ και ΥΠΕΝ, ότι η λειτουργία των λιγνιτικών μονάδων για το κρίσιμο τρίμηνο Δεκεμβρίου – Φεβρουαρίου είναι απαραίτητη, ζητώντας από τη ΔΕΗ να έχει σε πλήρη διαθεσιμότητα, τόσο από άποψη συντήρησης όσο και καυσίμου, όλες τις εν λειτουργία λιγνιτικές μονάδες. Η περιβαλλοντική προσαρμογή των μονάδων στο καθεστώς παρέκκλισης της λειτουργίας τους τέθηκε από τη ΔΕΗ ως προϋπόθεση για τη διαθεσιμότητά τους, και στο πλαίσιο αυτό υπέβαλε το σχετικό αίτημα στο ΥΠΕΝ το οποίο και υπέγραψε τη σχετική υπουργική απόφαση. Η ΔΕΗ, παράλληλα, εκπόνησε σχέδιο ενεργειακής επάρκειας και διαχείρισης κρίσεων στο πλαίσιο του οποίου η πλήρης διαθεσιμότητα των ενεργών μονάδων κρίνεται αναγκαία.
Από εκείνο το μήνα, οι τιμές του φυσικού αερίου ανέβαιναν, καθώς, όπως εξηγούσε ο Ρώσος πρόεδρος, Βλαντιμίρ Πούτιν, «οι υψηλές τιμές φυσικού αερίου οφείλονται στην έλλειψη ενέργειας, καθώς τα αιολικά δεν δούλεψαν το καλοκαίρι και οι Ευρωπαίοι δεν αποθήκευσαν αρκετό αέριο». Η Γερμανία αναγκάστηκε να επιστρέψει στο λιγνίτη τον οποίο χρησιμοποιεί αυτή την ώρα ως κύρια πηγή ενέργειας, λόγω της τρομακτικά ασταθούς παραγωγής ενέργειας από τα αιολικά. Όντως, σύμφωνα με τα στοιχεία της Transparency Platform του Entso-e, μόνο το Δεκέμβριο, σε μία ημέρα εξαφανίστηκαν από το σύστημα ηλεκτροδότησης περίπου 33.000 MW, ρεύμα αρκετό για να ηλεκτροδοτήσει… τέσσερις Ελλάδες. Η χώρα, έπρεπε να βρει αυτή την ισχύ και την ενέργεια άμεσα, ώστε να μην υποστεί ένα μπλακ άουτ. Με την εισαγωγή ενέργειας να αποκλείεται, η λύση ήρθε από τις εφεδρείες των λιγνιτικών.
Αύξηση 470%
Όπως αναφέρει το Bloomberg, το μέσο κόστος της ηλεκτρικής ενέργειας βραχυπρόθεσμης παράδοσης κλείνει τη χρονιά σε επίπεδα ρεκόρ, με άνοδο άνω του 200% στη Γερμανία, τη Γαλλία, την Ισπανία και το Ηνωμένο Βασίλειο. Στις χώρες της Σκανδιναβίας – όπου οι τεράστιες προμήθειες υδροηλεκτρικής ενέργειας τείνουν να περιορίζουν τις τιμές – το κόστος “εκτοξεύτηκε” κατά 470% σε σχέση με πέρυσι.
Η ενεργειακή κρίση αφήνει τους καταναλωτές και τις μεγάλες βιομηχανίες με αυξανόμενους λογαριασμούς καθώς έρχεται το 2022. Τα μεταλλουργεία από τη Γαλλία έως την Ισπανία έχουν ήδη αναγκαστεί να περιορίσουν την παραγωγή, ενώ ορισμένα εργοστάσια αναγκάστηκαν να σταματήσουν εντελώς την παραγωγή.
Και δεν φαίνεται να υπάρχει κάποια “ανακούφιση” στον ορίζοντα. Ακόμα και αν το 2021 τελειώσει με ήπιες καιρικές συνθήκες – γεγονός που διευκολύνει τη ζήτηση για θερμότητα και ηλεκτρική ενέργεια – τα νοικοκυριά θα βρεθούν αντιμέτωπα τα επόμενα χρόνια με αυξήσεις των τιμών, όταν το κόστος χονδρικής θα μετακυλιστεί. Οι βιομηχανίες θα πρέπει επίσης να αντιμετωπίσουν ακόμη πιο περιορισμένες προμήθειες τον Ιανουάριο, όταν περίπου το 30% του γαλλικού πυρηνικού στόλου θα τεθεί εκτός λειτουργίας.
Με τις ηλεκτροπαραγωγούς εταιρείες να καίνε άνθρακα, λιγνίτη και ακόμη και πετρέλαιο για να ανταποκριθούν στις ανάγκες, το κόστος αγοράς αδειών ρύπανσης εκτοξεύτηκε. Τα συμβόλαια μελλοντικής εκπλήρωσης για τον άνθρακα – που ήδη βρίσκονται αντιμέτωπα με αυξήσεις τιμών εξαιτίας της ατζέντας των Βρυξελλών για το κλίμα – υπερδιπλασιάστηκαν φέτος σε περίπου 80 ευρώ ανά μετρικό τόνο (90,5 δολάρια), αυξάνοντας έτσι το κόστος της ηλεκτρικής ενέργειας.
Αν-επάρκεια… πράσινου ρεύματος
Και στην Ελλάδα συμβαίνει κάτι αντίστοιχο με την αυξομείωση παραγωγής των αιολικών, ανάλογα με το… πόσο φυσάει. Η κυβέρνηση, για να μη βρεθεί μπροστά σε ένα αδιέξοδο, όπως αυτό κινδύνευσε τον Φεβρουάριο του 2021, όταν εξερράγη μετασχηματιστής στο Κέντρο Υπερυψηλής Τάσης Ασπροπύργου αναγκάστηκε να επεκτείνει τις ώρες λειτουργίας επτά λιγνιτικών εργοστασίων παραγωγής ενέργειας, χωρίς ωστόσο να αλλάξει το χρονοδιάγραμμα κλεισίματός τους.
Την απόφαση του διοικητικού συμβουλίου της ΔΕΗ μετουσίωσε σε νόμο η υπουργική απόφαση που ανήρτησε χθες στο «Διαύγεια» το υπουργείο Περιβάλλοντος και Ενέργειας. Ειδικότερα, εκεί αναφέρεται ότι γίνεται αποδεκτό σχετικό αίτημα της ΔΕΗ, παρατείνει τις ώρες λειτουργίας 7 λιγνιτικών μονάδων (Αγ. Δημήτριος 1, 2, 3, 4 και 5, Μελίτη και Μεγαλόπολη 4) και των πετρελαϊκών μονάδων του ΑΗΣ Αθερινόλακκου στην Κρήτη.
Η ΔΕΗ, επισημαίνει σε ανακοίνωσή της ότι «δεν υπάρχει καμία αλλαγή στο πλάνο απόσυρσης των λιγνιτικών μονάδων, όπως αυτό έχει παρουσιαστεί ήδη από τον Δεκέμβριο του 2019 και υλοποιείται κανονικά. Η απόφαση της Γεν. Διεύθυνσης Περιβάλλοντος του ΥΠΕΝ για τις ώρες λειτουργίας των υφιστάμενων λιγνιτικών μονάδων αφορά σε ώρες που θα έχουν εξαντληθεί έως τον προγραμματισμένο χρόνο απόσυρσής τους.
Το πρόγραμμα απόσυρσης των λιγνιτικών μονάδων:
2021: Καρδιά 3-4 (αποσύρθηκαν)
2022: Μεγαλόπολη 3, Άγ. Δημήτριος 1-4
2023: Άγ. Δημήτριος 5, Μελίτη 1, Μεγαλόπολη 4
2025: Πτολεμαΐδα 5 (μετατροπή σε Φ.Α.)».
Παρόλα αυτά, η λειτουργία του ΑΗΣ Μελίτης παρατείνεται για 11.000 ώρες συνολικά από 1η Αυγούστου 2021 έως και την 31η Δεκεμβρίου 2023. Κατά 35.600 ώρες συνολικά από 1 Αυγούστου 2021 έως και την 31η Δεκεμβρίου 2025 παρατείνεται η λειτουργία της μονάδας Μεγαλόπολη IV, κατά 1.500 ώρες ως ετήσιος κυλιόμενος μέσος όρος πενταετίας από 1/7/2020 έως 30/6/2025 η λειτουργία των μονάδων Ι και II του ΑΗΣ Αγ. Δημητρίου και κατά 13.600 ώρες συνολικά κάθε μία από τις μονάδες III και IV για το διάστημα από 1/8/2021 έως 31/12/2023. Oι ώρες λειτουργίας της μονάδας V του Αγ. Δημητρίου παρατείνονται κατά 35.600 συνολικά από 1/8/2021 έως 31/12/2025. Η λειτουργία, τέλος, των πετρελαϊκών μονάδων I και II του ΑΗΣ Αθερινόλακκου παρατείνεται κατά 18.600 ώρες συνολικά για κάθε μία από 1/8/2021 έως 31/12/2024 που θα τεθεί σε λειτουργία η μεγάλη διασύνδεση με την Αττική.
Διαβάστε επίσης:
Πετρέλαιο, φυσικό αέριο, ή ρεύμα; Μελέτη του ΕΜΠ για την πιο οικονομική θέρμανση
Ευ. Μυτιληναίος: Η ενεργειακή μετάβαση θα είναι διαρκείας και θα κοστίσει ακριβά
Ρεύμα: Σε λειτουργία ο αριθμός 15902 έκτακτης ανάγκης για επανασύνδεση του ρεύματος