Οι κλυδωνισμοί του τραπεζικού συστήματος καταδεικνύουν εκτός όλων των άλλων και την έλλειψη τόλμης της σύγχρονης οικονομικής επιστήμης, που παραμένει εγκλωβισμένη στη λογική των αγορών
Ο Aυστριακός οικονομολόγος Κρίστιαν Φέλμπερ, ανήκει σε μια σπάνια κατηγορία συναδέλφων του, που προσπαθούν να προτείνουν ιδέες για μια «ηθική οικονομία», που δεν θα προσανατολίζεται μόνο στο κέρδος των λίγων, αλλά θα κινείται σε μια λογική του «κοινού καλού» (common good). Αυτό δεν τον κάνει απαραιτήτως θαμώνα στις σελίδες του «ειδικού» Τύπου, που διαβάζουν κάθε πρωί μαζί με τον καφέ τους οι χρηματιστές.
Παρεμπιπτόντως ως τέτοιους δηλαδή «χρηματιστές» είχε χαρακτηρίσει κάποια στιγμή πολλούς από τους συναδέλφους του οικονομολόγους, εκπροσώπους της κυρίαρχης νεοφιλελεύθερης ορθοδοξίας. «Εχουν κάνει κατάληψη στον όρο οικονομία χωρίς καμιά δικαιοδοσία. Η κοινωφελής οικονομία ενισχύει και ενθαρρύνει τους πραγματικούς οικονομολόγους. Στην πραγματική οικονομία το κεφάλαιο υπηρετεί τα ανθρώπινα δικαιώματα, την προστασία του περιβάλλοντος, την κοινωνική σύγκλιση και την ισχυρή αναδιανομή. Αυτό θα πει πραγματική οικονομία.»
Οι απόψεις αυτές ήρθαν στο μυαλό με αφορμή τους τελευταίους τραπεζικούς κλυδωνισμούς, όπου η οικονομική ορθοδοξία έσπευσε να επαινέσει την αποφασιστική στάση κεντρικών τραπεζών και κυβερνήσεων, που για μια ακόμα φορά «έβαλαν πλάτη» σε τραπεζικά ιδρύματα, που ήταν έτοιμα να καταρρεύσουν ως συνέπεια λανθασμένων επιλογών των διοικήσεων τους.
Ο κοινός νους μπορεί να καταλάβει πόσο σημαντικές είναι οι τράπεζες για την οικονομία μιας χώρας. Αυτό που παραμένει ακατανόητο είναι γιατί παρά τα πικρά διδάγματα της κρίσης μετά το 2008 και τις υποσχέσεις για καλύτερο έλεγχο και αυστηρότερο πλαίσιο λειτουργίας οι παλιές αμαρτίες μοιάζουν να επαναλαμβάνονται. Το παράδειγμα της Credit Suisse είναι για πολλούς εξοργιστικό.
Από τη στιγμή που η τράπεζα ζήτησε δημόσια βοήθεια, η ελβετική κυβέρνηση και η κεντρική τράπεζα έσπευσαν να μεσολαβήσουν για τη συγχώνευση με τη μεγαλύτερη τράπεζα της Ελβετίας, την UBS. Οι αρχές μίλησαν για μια «εμπορική συναλλαγή» και όχι για κρατική διάσωση. Αλλά 9 δισεκατομμύρια φράγκα σε εγγυήσεις από τους Ελβετούς φορολογούμενους και 200 δισεκατομμύρια σε ενέσεις ρευστότητας από την κεντρική τράπεζα μιλούν διαφορετική γλώσσα: ήταν ένα κυβερνητικό μέτρο διάσωσης για μια τράπεζα, που τα τελευταία χρόνια είχε εμπλακεί σε μια σειρά από σκάνδαλα. Και ενώ η Credit Suisse κατέγραψε συνολική ζημία 3,2 δισεκατομμυρίων φράγκων μεταξύ 2013 και 2022, κατέβαλε 32 δισεκατομμύρια σε πληρωμές μπόνους κατά την ίδια περίοδο σε στελέχη της. Μεταξύ Οκτωβρίου και Δεκεμβρίου 2022, οι πελάτες άρχισαν να αποσύρουν περιουσιακά στοιχεία συνολικού ύψους 111 δισεκατομμυρίων από τα ταμεία της. Δεν χρειαζόταν λοιπόν να είσαι μάντης για να προβλέψεις ότι η τράπεζα είχε σοβαρό πρόβλημα.
Τι προτείνει τώρα ο Φέλμπερ
Τι μαθαίνουμε από τα γεγονότα των τελευταίων ημερών; Εάν τελικά θέλουμε να περιορίσουμε το δυναμικό εκβιασμού των χρηματοπιστωτικών αγορών, χρειαζόμαστε μια νέα αρχή στη ρύθμιση των δραστηριοτήτων τους. Πρέπει επιτέλους να εφαρμοστούν τα μέτρα που μπλοκάρει το τραπεζικό λόμπι. Οι υπεύθυνοι λήψης πολιτικών αποφάσεων πρέπει να επαναφέρουν στην ημερήσια διάταξη ένα διαφορετικό τραπεζικό σύστημα, τον φόρο χρηματοπιστωτικών συναλλαγών, τη ρύθμιση των σκιωδών τραπεζών.
Το θέμα δεν είναι ποσοτικό αλλά ποιοτικό. Οπως επεσήμανε αυτή τη φορά ο Κρίστιαν Φέλμπερ, το 2015, ένας άλλος καθηγητής οικονομικών από το Ντόρτμουντ είχε μετρήσει 34.019 σελίδες κανονισμών. Η αγορά υπερρυθμίστηκε ποσοτικά, αλλά τα ηνία δεν σφίχτηκαν. Ποιες αποτελεσματικές μεταρρυθμίσεις θα μπορούσαν να εμποδίσουν την ιστορία να επαναλαμβάνεται;
Πρώτον, ένα όριο μεγέθους για τις τράπεζες. Σε ένα πρώτο βήμα, το όριο θα μπορούσε να καθοριστεί σε συνολικό ισολογισμό 100 δισ. ευρώ. Καλύτερα να υπάρχουν πολλές τράπεζες και να μπορεί να επιτραπεί σε καθεμία να χρεοκοπήσει. Τώρα η σύσταση μιας τράπεζας με συνολικό ενεργητικό 535 δισ. ευρώ κινείται ακριβώς σε λάθος κατεύθυνση. Ο κίνδυνος του συστήματος αυξάνεται δραματικά. Τι γίνεται αν η UBS αντιμετωπίσει πρόβλημα;
Δεύτερον, οι απαιτήσεις ιδίων κεφαλαίων πρέπει να αναθεωρηθούν σημαντικά προς τα πάνω. Οι τρέχοντες κανόνες της Βασιλείας ΙΙΙ προβλέπουν μόνο έναν μη σταθμισμένο δείκτη βασικού κεφαλαίου του 3%, που είναι σχεδόν αστείο. Για τις 30 παγκοσμίως συστημικά σημαντικές τράπεζες, ισχύει μεταξύ 1% βασικού κεφαλαίου στο χαμηλότερο «καλάθι» (η Credit Suisse και η UBS βρίσκονται σε αυτό εδώ και χρόνια) και το μέγιστο 3,5% στο ανώτερο καλάθι.
Τρίτον, η υποχρέωση καταβολής πρόσθετων πληρωμών για τους ιδιώτες ιδιοκτήτες προβληματικών τραπεζών θα ήταν μια αποτελεσματική άγκυρα ασφαλείας – προκειμένου να προστατευθούν τα δημόσια κεφάλαια. Εκτός από τα 200 δισεκατομμύρια φράγκα έκτακτης πίστωσης για την CS και την UBS, με τα εννέα δισεκατομμύρια φράγκα που είναι διαθέσιμα για εγγυήσεις, εννέα νεοφυείς τράπεζες θα μπορούσαν εναλλακτικά να εξοπλιστούν με ένα δισεκατομμύριο η κάθε μια για να χρηματοδοτήσουν βιώσιμα έργα στον κοινωνικό κυκλικό τομέα και στην οικονομία του κοινού καλού: εννέα μικρές κοινές «καλές» τράπεζες, μια ιδέα που εδώ και χρόνια στηρίζει ο Φέλμπερ.
Ο ηλιθιος Homo Economicus
Ενας άλλος γνωστός Γερμανός οικονομολόγος ο Ρούντολφ Χίκελ, επικρίνει εδώ και δεκαετίες το παγκόσμιο χρηματοπιστωτικό σύστημα αλλά και τις σύγχρονες οικονομικές επιστήμες επειδή στερούνται ευρύτητας πνεύματος, πλουραλισμού και τους λείπει επίσης η προθυμία να διαψεύσουν θεωρίες: «Ο Homo Economicus είναι μια ηλίθια, απελπιστική φιγούρα. Μεγιστοποιεί μόνο τα νομισματικά του συμφέροντα. Στο μεταξύ, έχει αναγνωριστεί ότι είναι “αντικοινωνικός τύπος”» όπως λέει χαρακτηριστικά. Ο Χίκελ συνέκρινε τις χρηματοπιστωτικές αγορές με ένα ηφαίστειο του οποίου «το μάγμα φουσκώνει συνεχώς και εκρήγνυται με απρόβλεπτους τρόπους». Αυτό είναι ένα επιπλέον μάθημα των τελευταίων εβδομάδων: «Κάποιος τραπεζίτης βρίσκει πάντα έναν τρόπο να προχωρήσει σε πάνω από το μέσο όρο κερδοφόρες και αντίστοιχα υψηλού κινδύνου κινήσεις». Τα σπασμένα καλείται να πληρώσει τελικά η κοινωνία υπακούοντας σε οικονομολόγους-χρηματιστές, χαϊδεύοντας κακομαθημένους τραπεζίτες.