Πρώτα ήταν το «τείχος ανοσίας», που θα έκτιζαν με 60-70% εμβολιασμένους. Μετά αυτό έγινε 80%. Τώρα ο όρος έχει μάλλον ξεχαστεί. Μετά ήταν τα συνθήματα ότι οι «εμβολιασμένοι είναι απολύτως ασφαλείς». Η πανδημία μετονομάστηκε σε «πανδημία ανεμβολίαστων». Ϋστερα ήρθε η παραδοχή ότι το εμβόλιο «ξεθυμαίνει» στους τέσσερεις μήνες περίπου, ίσως και λίγο νωρίτερα. Οταν εμφανίστηκε η Ομικρον μας καθησύχασαν ότι το εμβόλιο την «πιάνει». Μετά μας είπαν ότι καλό θα είναι να κάνουμε και τρίτη δόση για να την «πιάσει» καλύτερα. Τώρα η ίδια η φαρμακοβιομηχανία ομολογεί πώς «δεν θα ξεμπερδέψουμε με την Ομικρον μόνο με την ενισχυτική δόση». Ξαφνικά οι εμβολιασμένοι θα πρέπει να αντιμετωπίζονται όπως και οι ανεμβολίαστοι. Να κάνουν δηλαδή τεστ για να ταξιδέψουν ή να πάρουν μέρος σε κάποιες κοινωνικές δραστηριότητες. Ομολογούν λοιπόν χωρίς να το λένε ότι η πανδημία δεν είναι «των ανεμβολίαστων».
Η ευρωπαϊκή κοινή γνώμη συνεχίζει να βομβαρδίζεται με αντιφατικές πληροφορίες και πρέπει να υποστεί κάθε τόσο αλλοπρόσαλες αποφάσεις, που αναιρούν τις προηγούμενες, εξοργίζουν πολλούς, απελπίζουν άλλους και κάθε φορά δίνουν ακόμα ένα πάτημα στους αρνητές των εμβολίων να τα αμφισβητήσουν.
Το πρόβλημα δεν είναι της επιστήμης, που εκ φύσεως πηγαίνει ερευνώντας, αποδεικνύοντας και αν χρειαστεί αναθεωρώντας. Αλλωστε οι επιστήμονες ήταν πάντα πολύ πιο προσεκτικοί στις προβλέψεις τους από ότι οι πολιτικοί. Ασχετα αν οι τελευταίοι σε συνεργασία με τα ΜΜΕ καταδίκαζαν σε σιωπή, όποιον δεν ταυτιζόταν με τις υπερφίαλες δηλώσεις και εκτιμήσεις μιας «σκόπιμης αισιοδοξίας». Το πρόβλημα όμως είναι ότι με τους χειρισμούς τους κατάφεραν να στρέψουν εναντίον τους ένα σημαντικό όπλο που είχαν στα χέρια τους.
Η Ευρώπη, η Δύση γενικότερα πόνταρε όλα τα λεφτά της στο εμβόλιο. Το θεώρησε πανάκεια, που θα της λύσει το πρόβλημα στο «άψε σβήσε» για να επιστρέψει στα συνηθισμένα. Πώς να ξεχαστεί το επιχείρημα «τι να τους κάνουμε τους γιατρούς όταν θα έχει τελειώσει η πανδημία;».
Κάποια εμβόλια που δεν είχαν την απαραίτητη «πολιτική στήριξη» έχουν στο μεταξύ εξαφανιστεί από την αγορά. Κανείς δεν μας εξήγησε γιατί, αφού εμβολιάστηκαν εκατομμύρια άνθρωποι με το Astrazeneca ή με το Johnson&Jonhnson αυτά τα δύο σκευάσματα έχουν ουσιαστικά αποσυρθεί.
Είδαμε στην αρχή έναν ανελέητο πόλεμο εταιριών με χτυπήματα συχνά κάτω από τη ζώνη. Μετά οι κυρίες Μέρκελ και φον ντερ Λάιεν «ψήφισαν» υπέρ της Biontech/Pfizer και ο Ελληνας πρωθυπουργός μας έκανε απανωτές ενέσεις εθνικής υπερηφάνειας για το γεγονός ότι ο πολυεκατομμυριούχος και πολυπράγμων κύριος Μπουρλά είναι ένα πρώην ξενιτεμένο Ελληνόπουλο.
Το αποτέλεσμα ήταν από μέτριο έως αποκαρδιωτικό. Αλλά η τακτική παραμένει ίδια. «Το εμβόλιο είναι το μόνο μας όπλο». Αλλά ας κάνουμε και κανένα τεστ, από την τσέπη μας βεβαίως-βεβαίως, για να είμαστε πιο σίγουροι. Καμία απολογία για τις μισές αλήθειες ή τις υπερβολικές προφητείες, που λειτούργησαν σε συγκεκριμένες περιόδους παραπλανητικά και επιδείνωσαν το πρόβλημα, όπως αποδεικνύει η μακάβρια στατιστική.
Φυσικά και χρειάζεται πολύ θάρρος για να παραδεχτεί η πολιτική ελίτ της Ευρώπης και η γραφειοκρατία της που έκλεινε συμβόλαια δισεκατομμυρίων ότι λάθεψε, έκανε άστοχες εκτιμήσεις, ότι έλπιζε να ξεπεράσει το πρόβλημα χωρίς να αναθεωρήσει συνολικά τον τρόπο, που αντιμετωπίζει την πολιτική υγείας και κοινωνικής πρόνοιας συνολικά. Θέλει τσαγανό για να ζητήσει κανείς συγγνώμη.
Ο νέος Γερμανός υπουργός Υγείας, Καρλ Λάουτερμπαχ παραδέχτηκε αυτές τις μέρες με μισόλογα ότι δόθηκαν «λάθος υποσχέσεις» σε όσους πίστεψαν ότι το εμβόλιο ισούται με την αυτόματη επιστροφή στην κανονικότητα. Στην Ελλάδα των αρίστων κανείς δεν θα τολμήσει να ψελλίσει κάτι ανάλογο.
Είναι δύσκολο να πετάξεις από πάνω σου τη στολή του «Μιρακουλίξ» και να παραδεχτείς ότι ακόμα και το «μαγικό φίλτρο», όταν δεν χρησιμοποιείται σωστά μπορεί τελικά να έχει τα αντίθετα από το προσδοκώμενο αποτελέσματα.
Αντι-εμβολιαστές και αντί-αντί-εμβολιαστές ύψωσαν τελικά ο καθένας από τη δική του πλευρά ένα τείχος ανοησίας, εγκλωβίζοντας τη λογική, απαξιώνοντας την επιστήμη, αποθεώνοντας ένα ιδιότυπο φανατισμό θρησκευτικού τύπου, κερδοσκοπώντας πάνω στο διχασμό.
Αυτό το τείχος μας αφήνει κληρονομιά η χρονιά που φεύγει. Οι αυτοσχεδιασμοί, οι στρουθοκαμηλισμοί, οι πολιτικάντικοι υπολογισμοί θα μείνουν εδώ και τη χρονιά που έρχεται. Είναι το μόνο που μπορεί κανείς να προβλέψει με σιγουριά. Ας ευχηθούμε λοιπόν «καλή χρονιά» και ας συνεχίσουμε…