Της Ξένιας Κουναλάκη στο Vogue της Καθημερινής
Όλο και συχνότερα έχω την αίσθηση ότι με καλούν να συντονίσω συζητήσεις, παρουσιάσεις βιβλίων ή άλλες εκδηλώσεις για να απαλυνθεί κάπως η εντύπωση ενός manel, όπως αποκαλούνται τα πάνελς που αποτελούνται μόνο από άνδρες. Η λογική είναι περίπου η εξής: είναι οι βασικοί ομιλητές τέσσερις άνδρες ηλικίας 50-65 ετών, σκέφτονται ξαφνικά «ωχ ξεχάσαμε να φέρουμε και καμία γυναίκα, ας βρούμε μια να συντονίζει, που είναι κι εύκολο».
Το συζητούσα πρόσφατα με ένα φίλο μου με αφορμή το ντιμπέιτ για την ηγεσία του ΚΙΝΑΛ στην ΕΡΤ, στο οποίο υπήρχαν έξι άνδρες υποψήφιοι, τρεις άνδρες δημοσιογράφοι και μια γυναίκα συντονίστρια. Εκείνος μου απάντησε ξερά: «Ε, δεν υπάρχουν καλές γυναίκες δημοσιογράφοι στο πολιτικό ρεπορτάζ, τι να κάνουμε;». Αρχισα να αραδιάζω ονόματα, αλλά πάντα κάτι έβρισκε να μου αντιτείνει. Η μία ήταν πολύ ΣΥΡΙΖΑ η δεύτερη ταυτισμένη με έναν από τους υπόλοιπους υποψήφιους, η τρίτη άπειρη.
Νομίζω πως αυτό είναι το βασικό πρόβλημα όσων σχεδιάζουν τέτοιου είδους συζητήσεις. Καλούν τους πρώτους πού τους έρχονται στο μυαλό, κι αυτοί είναι πάντα άνδρες μεσήλικες, γιατί τόσα χρόνια, στο πλαίσιο μίας συντηρητικής και πατριαρχικής κοινωνίας, αυτοί είναι που θεωρούνται ασφαλείς επιλογές. Οχι γυναίκες, όχι νεότεροι, όχι ΛΟΑΤΚΙ, γιατί και στις τρεις αυτές περιπτώσεις πλανάται η υποψία της έλλειψης σοβαρότητας ή κύρους ή πείρας.
Χάζευα την σύνθεση της νέας γερμανικής κυβέρνησης. Οκτώ γυναίκες και οκτώ άνδρες αποτελούν το υπουργικό συμβούλιο-μέχρι εδώ όλα καλά. Μόλις ανακοινώθηκε όμως ο κατάλογος άρχισαν οι ενστάσεις. «Η Κριστίνε Λάμπρεχτ δεν έχει καμία σχέση με τον τομέα της άμυνας», «η Αναλένα Μπέρμποκ είναι πολύ νέα και άβγαλτη για τόσο κρίσιμο υπουργείο, την περιμένουν τιτάνιες προκλήσεις» κλπ, δεν είναι ούτε η Γερμανία καμία ιδιαίτερα συμπεριληπτική χώρα, έχει δρόμο ακόμη.
O καγκελάριος όμως και τα συμμετέχοντα κόμματα τόλμησαν να προτείνουν πρόσωπα σχετικά άγνωστα και άφθαρτα. Δεν ισχυρίζομαι ότι η νιότη ή το φύλο ή η σεξουαλική προτίμηση αποτελεί αυτόματα εγγύηση για καλύτερη διακυβέρνηση. Π.χ. ο προηγούμενος υπουργός Υγείας της χώρας, Γιενς Σπαν, νέος και ανοιχτά γκέι, αναμίχθηκε σε πολλά σκάνδαλα διαφθοράς εν μέσω πανδημίας. Κι η εκλεκτή της Ανγκελα Μέρκελ, Ανεγκρετ Κραμπ Κάρενμπαουερ, απέτυχε να συσπειρώσει τους Χριστιανοδημοκράτες, παρά το δαχτυλίδι της διαδοχής που εξασφάλισε προσωρινά από την απερχόμενη καγκελάριο.
Στην Ελλάδα ωστόσο συμβαίνει το ακριβώς αντίθετο. Ενας πρώην πρωθυπουργός με βαρύ επίθετο θεωρείται θεμιτό να διεκδικεί την ηγεσία του ΚΙΝΑΛ. Η μέχρι πρότινος γυναίκα επικεφαλής του κόμματος κρινόταν πολύ αυστηρότερα και κατηγορείτο ανέκαθεν ότι σταδιοδρόμησε χάρη στο επίθετό της.
Κι αυτή η στρεβλή κουλτούρα αποθαρρύνει και τις γυναίκες να συμμετάσχουν στη δημόσια ζωή, την πολιτική, τη δημοσιογραφία και τις επιχειρήσεις. Οι «γλάστρες» όταν αντιμετωπίζονται ως τέτοιες, δεν φιλοδοξούν κάτι παραπάνω από να γεμίζουν γυμνά μπαλκόνια.