Ηταν μια μάλλον ασυνήθιστη προσέγγιση για τα δεδομένα του γερμανικού Τύπου. Ωστόσο το γεγονός ότι ο νέος υπουργός Γεωργίας, Ασφάλειας των Τροφίμων και Προσταστίας του Καταναλωτή μάλλον ελάχιστα είχε ασχοληθεί στο παρελθόν με το αντικείμενό του θα μπορούσε τελικά να αποδειχτεί ως «πλεονέκτημα του αδαούς». Θα είναι αναγκασμένος εκ των πραγμάτων να ριχτεί στα βαθιά, να πέσει με τα μούτρα στη μελέτη για να καταλάβει τα ζητήματα, τα οποία έχουν να κάνουν με την καθημερινότητα των Γερμανών. Εχει τη φήμη ότι είναι πράγματι επιμελής και επίμονος, άρα είναι πολλοί αυτοί που ελπίζουν ότι έχει τις προδιαγραφές για να τα καταφέρει. Ο λόγος γίνεται για τον Τζεμ Ετσντεμίρ τον 56χρονο πολιτικό των Πρασίνων, τον πρώτο υπουργό της Ομοσπονδιακής Κυβέρνησης με τουρκικό «υπόβαθρο».
Ο Ετσντεμίρ είναι από τις πιο γνωστές φιγούρες στην πολιτική σκηνή της Γερμανίας. Θεωρείται ένα από τα δυνατά χαρτιά των Πρασίνων, που έχει κερδίσει το σεβασμό και πολλών συναδέλφων του από όλα τα κόμματα του «δημοκρατικού τόξου». Γιός ενός Τούρκου «γκασταρμπάιτερ», που ήρθε στη Γερμανία το 1963, ο Ετσντεμίρ γεννήθηκε στη Στουρτγκάρδη δύο χρόνια αργότερα. Εκεί εξελέγη απευθείας βουλευτής (με σταυρό δηλαδή) στις τελευταίες εκλογές με ποσοστό 40%, που είναι και το καλύτερο ποσοστό που έχει πετύχει ποτέ κάποιος υποψήφιος από το κόμμα του. Εχει διατελέσει βουλευτής επί σειρά ετών, ευρωβουλευτής για μια θητεία (2004-09) και πρόεδρος του κόμματος των Πρασίνων για μια δεκαετία (2008-18).
Η αλήθεια είναι ότι πολλοί τον περίμεναν σε κάποιο άλλο υπουργείο, αλλά η μοιρασιά με τα άλλα κόμματα τελικά τον αναγκάζει να ασχοληθεί με… χωράφια, ζωοτροφές και αγροκτήματα. Η εκλογή του πάντως οδήγησε σε μια μίνι κρίση μέσα στο κόμμα αφού θεωρήθηκε ως επικράτηση της πτέρυγας των «ρεάλος» απέναντι στους πιο αριστερούς του κόμματος, που προωθούσαν για αυτό το υπουργείο τον θεωρούμενο ως καλύτερο γνώστη του θέματος Αντον Χόφράιτερ.
Ολα αυτά αποτελούν πλέον παρελθόν και ο Ετσντεμίρ καλείται τώρα να ασχοληθεί με τρία καίρια προβλήματα. 1. Πώς μπορούν να παράγονται αρκετά τρόφιμα χωρίς να επηρεάζεται η βιοποικιλότητα; 2. Πώς μπορεί ο αγροτικός τομέας να συμβάλει στην αντιμετώπιση της κλιματικής αλλαγής; 3. Πώς μπορούν να διασφαλιστούν ικανοποιητικά εισοδήματα για τους μικρομεσαίους αγρότες, που απειλούνται με εξαφάνιση και στη Γερμανία;
Αυτά τα τρία άλυτα ζητήματα, που απασχολούν πάντως συνολικά την ΕΕ, είναι και η κληρονομιά που άφησε πίσω της η κυβέρνηση Μέρκελ, η οποία ασχολήθηκε στα χαρτιά με το θέμα, αλλά δεν έφτασε ποτέ στην υλοποίηση νέων προτάσεων. Τέτοιες είχαν προκύψει από δύο επιτροπές, που συστήθηκαν με πρωτοβουλία της ίδιας της καγκελαρίου τα τελευταία χρόνια, όταν και η ίδια συνειδητοποίησε ότι το αγροτικό ζήτημα απειλούσε να πάρει εκρηκτικές διαστάσεις.
Στην πρώτη επιτροπή συνυπήρξαν φιλοζωικές οργανώσεις με ενώσεις κτηνοτρόφων και στη δεύτερη κινήσεις οικολόγων με αγροτικούς συνδέσμους, σε μια προσπάθεια να γεφυρωθούν διαφωνίες, που αρχικά έμοιαζαν χαώδεις. Συμπεράσματα και συγκλίσεις υπήρξαν πράγματι και ο νέος υπουργός έχει δηλώσει πως θέλει ακριβώς να ξεκινήσει από αυτά, για να μπορέσει να προωθήσει μέτρα για μια βιώσιμη και συμβατή με τις πράσινες φιλοδοξίες αγροτική μεταρρύθμιση.
Προτάσεις και συμπεράσματα που πάντως «ξέχασαν» να συμπεριλάβουν τα τρία κυβερνητικά κόμματα στην προγραμματική τους συμφωνία/διακήρυξη. Εκεί πάντως αναφέρεται ως στόχος η διεύρυνση του ποσοστού της «οικολογικής γεωργίας» στο 30% τουλάχιστον, αλλά περιέχονται και άλλες υποσχέσεις όπως η μείωση της χρήσης αντιβιοτικών στην κτηνοτροφία, η βελτίωση των συνθηκών μεταφοράς των ζώων που προορίζονται προς βρώση, η πολύ πιο αυστηρή και ακριβής καταγραφή της προέλευσης των αγροτικών προϊόντων.
Οι δημοσκοπήσεις έχουν δείξει ότι όλα αυτά είναι ζητήματα που ευαισθητοποιούν μεγάλη μερίδα των Γερμανών πολιτών. Συνεπώς η πραγμάτωσή τους θα κρίνει και το πολιτικό μέλλον του δίγλωσσου υπουργού, που απολαμβάνει τόσο το «ντόνερ (όσο) και λουκάνικα με κάρυ» όπως ήταν κάποτε ο τίτλος ενός βιβλίου του, που είχε κυκλοφορήσει το 1999.