Οι οικονομικές και πολιτικές αναταράξεις που προκλήθηκαν από την πανδημία του COVID-19 και την εισβολή της Ρωσίας στην Ουκρανία είναι πιθανό να αυξήσουν τους περιβαλλοντικούς, κοινωνικούς και κυβερνητικούς κινδύνους (ESG) φέτος, δήλωσε ο οίκος αξιολόγησης πιστοληπτικής ικανότητας Moody’s.
Η κρίση κόστους ζωής που προέρχεται από τις υψηλές τιμές των τροφίμων και της ηλεκτρικής ενέργειας εν μέσω ζητημάτων εφοδιασμού που σχετίζονται εν μέρει με τον πόλεμο στην Ουκρανία είναι πιθανό να αυξήσει τους πιστωτικούς κινδύνους σε μια σειρά τομέων, σύμφωνα με δημοσίευμα του Reuters.
«Οι πολιτικοί θα αντιμετωπίσουν όλο και πιο δύσκολες αντισταθμίσεις μεταξύ της υποστήριξης ευάλωτων νοικοκυριών και της αποκατάστασης δημοσιονομικών θέσεων που δεν έχουν ακόμη ανακάμψει πλήρως από τον αντίκτυπο της πανδημίας», δήλωσε η Moody’s.
Μεταξύ των τάσεων που εντοπίστηκαν για το 2023, οι προσπάθειες μείωσης των εκπομπών της εταιρείας θα τεθούν υπό αυξημένο έλεγχο, καθώς οι επενδυτές απαιτούν πιο φιλόδοξους, διαφανείς και αξιόπιστους στόχους παρά τις βραχυπρόθεσμες ανησυχίες για την ενεργειακή ασφάλεια.
«Η ταχεία κρυστάλλωση των κινδύνων που σχετίζονται με την κλιματική αλλαγή έχει τονίσει την ανάγκη για ταχεία απαλλαγή από τις ανθρακούχες εκπομπές και κλιμάκωση της χρηματοδότησης προσαρμογής, μειώνοντας τους πιο μακροπρόθεσμους περιβαλλοντικούς κινδύνους», δήλωσε η Rebecca Karnovitz, Αντιπρόεδρος – Senior Credit Officer στο Moody’s Investors Service.
«Όσοι δεν ανταποκρίνονται στις προσδοκίες των ενδιαφερομένων θα εκτεθούν σε αυξανόμενους κινδύνους πολιτικής και αγοράς», έγραψε η Moody’s σε έκθεσή της. «Συγκεκριμένα, οι εταιρείες θα μπορούσαν να δουν το κόστος αύξησης του κεφαλαίου τους εάν οι επενδυτές χάσουν την εμπιστοσύνη τους στην ικανότητά τους να διαχειριστούν τη μετάβαση σε μια οικονομία χαμηλών εκπομπών άνθρακα».
Οι απαιτήσεις για μισθούς των εργαζομένων θα μπορούσαν επίσης να οδηγήσουν σε λειτουργικές διαταραχές, είπε ο οίκος αξιολόγησης, ενώ πολλές βιομηχανίες θα υποφέρουν από πιο αργές δαπάνες και υψηλό κόστος εισροών.
Η Moody’s τόνισε τέλος ότι στο πιο σκληρό πλαίσιο της αγοράς, οι εκδότες χαμηλότερης αξιολόγησης, ιδιαίτερα εκείνοι με βαθμολογία B3 και χαμηλότερη, θα αντιμετωπίσουν υψηλότερους κινδύνους αναχρηματοδότησης, λόγω των συχνά ασθενέστερων δυνατοτήτων διαχείρισης κινδύνων ή της έκθεσής τους σε δομές μόχλευσης κεφαλαίου, στην περίπτωση των εταιρειών.