Μετά από 5.860 ημέρες θητείας της Ανγκέλα Μέρκελ, η Γερμανία έχει πλέον ένα νέο καγκελάριο. Ο σοσιαλδημοκράτης Ολαφ Σολτς συγκέντρωσε το πρωί της Τετάρτης 395 ψήφους κατά τη διάρκεια της σχετικής μυστικής ψηφοφορίας στη Μπούντεσταγκ, τη γερμανική Βουλή. Τα τρία κόμματα της κυβέρνησης «φανάρι» Σοσιαλδημοκράτες, Πράσινοι και Φιλελεύθεροι διαθέτουν 416 έδρες σε σύνολο 736, έχουν δηλαδή μια άνετη πλειοψηφία στη Βουλή. Οι έγκυρες ψήφοι ήταν 707.
Το ερώτημα από νωρίς ήταν αν θα υπάρξουν «διαρροές». Το αποτέλεσμα δείχνει ότι οι όποιες γκρίνιες υπήρχαν στις κοινοβουλευτικές ομάδες και των τριών κομμάτων για τις εκατέρωθεν υποχωρήσεις, δεν καταλάγιασαν πλήρως, εν μέσω της πανηγυρικής και «ενωτικής» διάθεσης, για αυτό το «ιστορικό νέο ξεκίνημα» μιας νέας κυβέρνησης, που επικαλούνται και οι τρεις κομματικές ηγεσίες. Τουλάχιστον 15 βουλευτές της πλειοψηφίας δεν έδωσαν ψήφο εμπιστοσύνης στο νέο καγκελάριο.
Ο νέος καγκελάριος μίλησε για μια ακόμα φορά για την αρχή μιας άλλης εποχής, για μια κυβέρνηση προσανατολισμένη στο μέλλον, από τρεις εταίρους που επιθυμούν την πρόοδο και στάθηκε στα ζητήματα της πανδημίας, της κλιματικής κρίσης και του ψηφιακού εκσυγχρονισμού της χώρας. O Σολτς παρέλαβε στη συνέχεια το επίσημο «πιστοποιητικό» της εκλογής του από τον πρόεδρο της Δημοκρατίας και επέστρεψε στη Βουλή όπου έλαβε χώρα η ορκωμοσία του. Στη συνέχεια ορκίστηκαν και τα υπόλοιπα μέλη της κυβέρνησης και ακολούθησε η τελετή παράδοσης/παραλαβής στην καγκελαρία, με την Ανγκέλα Μέρκελ να αποχωρεί οριστικά.
Η επί 16 χρόνια καγκελάριος παρακολούθησε τη διαδικασία από τα θεωρεία επισκεπτών της Βουλής, αφού δεν είναι πλέον ούτε απλή βουλευτής του κόμματός της. Οι βουλευτές όλων των κομμάτων, με εξαίρεση τους ακροδεξιούς της AfD, την χειροκρότησαν παρατεταμένα με την έναρξη της διαδικασίας. Παρών ως επισκέπτης ήταν και ο τελευταίος σοσιαλδημοκράτης καγκελάριος Γκέρχαρντ Σρέντερ. Ο Σολτς είναι ο τέταρτος σοσιαλδημοκράτης καγκελάριος της μεταπολεμικής Γερμανίας μετά τους Βίλλυ Μπραντ, Χέλμουτ Σμιντ και Σρέντερ.
Αυτό που επισημαίνουν πολιτικοί αναλυτές και ΜΜΕ είναι ότι η πανδημία θα αποτελέσει τη μεγάλη πρόκληση για τη νέα κυβέρνηση, που δεν θα έχει το καθιερωμένο περιθώριο των 100 πρώτων ημερών για να κριθεί, αφού η κατάσταση στη χώρα είναι ιδιαίτερα δύσκολη και θα χρειαστεί να ληφθούν και μη δημοφιλείς αποφάσεις. Στις αρχές Ιανουαρίου θα πρέπει να καταθέσει στη Βουλή προς συζήτηση το νέο νομοσχέδιο περί υποχρεωτικότητας του εμβολιασμού, την οποία έχει υποστηρίξει δημόσια ο νέος καγκελάριος.
Ηδη την Παρασκευή έρχεται προς ψήφιση ένα νομοσχέδιο το οποίο προβλέπει μεταξύ άλλων τον υποχρεωτικό εμβολιασμό του προσωπικού σε νοσηλευτικά ιδρύματα, γηροκομεία, νοσοκομεία, ιατρεία, ασθενοφόρα και μαιευτήρια. Οι εργαζόμενοι θα πρέπει να παρουσιάσουν ως τις 15 Μαρτίου πιστοποιητικό πλήρους εμβολιασμού ή ανάρρωσης η βεβαίωση ότι για συγκεκριμένους λόγους δεν μπορούν να εμβολιαστούν. Οι νομοθετικές αλλαγές προβλέπουν επίσης την οικονομική στήριξη των νοσοκομείων, τα οποία αντιμετωπίζουν αυτή την περίοδο σοβαρά προβλήματα, κυρίως λόγω της έλλειψης προσωπικού.
Ενδιαφέρον για τους δημοσιογράφους θα είναι και το θέμα της συμβίωσης του Σολτς με τον υπουργό Υγείας Καρλ Λάουτερμπαχ, ο οποίος θεωρείται «εκκεντρικός» και με τις δημόσιες εμφανίσεις του τους τελευταίους μήνες έχει δημιουργήσει φανατικούς υποστηρικτές, αλλά και εχθρούς κυρίως στις τάξεις των «οργανωμένων» αντιεμβολιαστών, οι οποίοι έχουν φτάσει να τον απειλήσουν ακόμα και με τη ζωή του. Είναι χαρακτηριστικό ότι ο Λάουτερμπαχ είχε υπονοήσει ότι η «κυβέρνηση εν αναμονή» θα έπρεπε να ακούσει τις εκκλήσεις της Μέρκελ και να συμβάλει στην άμεση υιοθέτηση αυστηρότερων μέτρων ενάντια στο τρέχον 4ο κύμα της πανδημίας, αλλά ο Σολτς είχε «φρενάρει», περιμένοντας πρώτα να ολοκληρωθούν οι πολιτικές διαδικασίες.