Η Ούρσουλα φον ντερ Λάιεν μπορεί και να το έχει μετανοιώσει, για τη δήλωσή της ότι το θέμα του υποχρεωτικού εμβολιασμού είναι κάτι που θα πρέπει να συζητηθεί στην Ευρώπη. Γιατί αν πράγματι βάλει ένα τέτοιο ζήτημα στο τραπέζι, αυτό που μάλλον θα επιτύχει σίγουρα θα είναι να διχοτομήσει ή να… τριχοτομήσει την Ευρώπη. Υπάρχουν οπαδοί της υποχρεωτικότητας αλλά και αντίπαλοί της, αλλά και εκείνοι που απλώς θεωρούν μια τέτοια συζήτηση λανθασμένη για τους δικούς τους λόγους.
Είναι μάλλον απίθανο λοιπόν οι 27 της Ευρώπης να καταλήξουν σε μια κοινή γραμμή και αυτό το γνώριζε μάλλον η πρόεδρος της Κομισιόν, όταν πρόσθετε ότι φυσικά πρόκειται για ένα ζήτημα «εθνικής» φύσεως, κάθε χώρα δηλαδή θα πρέπει να αποφασίσει μόνη της τι θα κάνει. Υπάρχουν πρωτίστως διαφορές σε επίπεδο νοοτροπίας, που δυσκολεύουν μια τέτοια συζήτηση κάτι, που αποδεικνύουν και τα πολύ διαφορετικά ποσοστά των πλήρως εμβολιασμένων σε κάθε χώρα.
Από την άλλη είναι σαφές ότι το παράδειγμα της Αυστρίας επιβεβαιώνει την άποψη ότι το μέτρο δεν θα είναι εύκολο να υλοποιηθεί χωρίς κλυδωνισμούς. Αυτό το Σαββατοκύριακο οι διαδηλώσεις διαμαρτυρίας ήταν ακόμα πιο μαζικές και επιθετικές αν και στην πλειοψηφία τους ειρηνικές και πολλοί φοβούνται ότι όσο πλησιάζει η ημερομηνία επιβολής του μέτρου τα πράγματα θα οξύνονται. Η ανακοίνωση της υποχρεωτικότητας ανέβασε μεν τα ποσοστά των εμβολιασμένων, αλλά όχι με τον εντυπωσιακό τρόπο που προσπάθησε να παρουσιάσει αρχικά η κυβέρνηση. Υπολογίζεται ότι ένα 6% προστέθηκε σε όσους είχαν ήδη εμβολιαστεί και ήταν ως τότε περίπου 60%. Ακόμα μικρότερο, μόλις 3%, ήταν το αντίστοιχο ποσοστό στη Γερμανία (σύνολο σήμερα 68%), όπου απόφαση τέτοιου τύπου δεν έχει ληφθεί, αλλά η επόμενη κυβέρνηση έχει αποφασίσει να προωθήσει ένα σχετικό νομοσχέδιο για εφαρμογή από τα τέλη Φεβρουαρίου ή αρχές Μαρτίου. Και εδώ οργανώθηκαν διαδηλώσεις αντιεμβολιαστών το Σάββατο με τη μεγαλύτερη στο Αμβούργο, αλλά και σε πολλές άλλες πόλεις. Η εκτίμηση είναι ότι αυτοί που είναι αποφασισμένοι να μην εμβολιαστούν θα διεκδικήσουν αυτό το δικαίωμα μέχρι τέλους.
Η απειλή της υποχρεωτικότητας δεν φέρνει λοιπόν απαραιτήτως τα επιθυμητά αποτελέσματα. Αν μάλιστα κάποια κυβέρνηση που σκέφτεται κάτι τέτοιο, «κάνει τελικά πίσω» θα δημιουργήσει ένα άσχημο προηγούμενο και για τις υπόλοιπες, ενώ θα χρεωθεί και μια βαριά πολιτική ήττα. Κάπως έτσι φαίνεται να σκέφτονται στην Ιταλία της πολυκομματικής και ουσιαστικά «μεταβατικής» κυβέρνησης. Το θέμα της υποχρεωτικότητας έχει τεθεί στα υπόψιν, αλλά την Κυριακή ο υπουργός Δημόσιας Διοίκησης Ρενάτο Μπρουνέτα, έριξε τους τόνους λέγοντας ότι τα υπάρχοντα μέτρα επαρκούν και δεν χρειάζεται να υπάρξει υποχρεωτικός εμβολιασμός (σήμερα 74%).
Κάτι αντίστοιχο φαίνεται να σκέφτεται και η κυβέρνηση Μακρόν στη Γαλλία. Εκεί σε κάποιες φάσεις το αντιεμβολιαστικό κίνημα ξύπνησε μνήμες από «κίτρινα γιλέκα» και το τελευταίο, που θέλει ο Γάλλος πρόεδρος μπαίνοντας στην τελική ευθεία της μάχης για την επανεκλογή του είναι οδομαχίες και συγκρούσεις με την αστυνομία. Tα ποσοσοτά εμβολιασμένων είναι υψηλότερα πάντως από τη γειτονική Γερμανία (77%) ενώ ισχύουν πολύ αυστηροί περιορισμοί δραστηριοτήτων για μη εμβολιασμένους.
Στο Βέλγιο με επίσης σχετικά υψηλό ποσοστό (75%) ισχύει ήδη υποχρεωτικότητα για συγκεκριμένες κατηγορίες εργαζομένων, κυρίως από το χώρο της υγείας. Αλλά και αυτά τα μέτρα έχουν προκαλέσει μαζικές και συχνά βίαιες διαμαρτυρίες. Μάλιστα για σήμερα (Τρίτη 07.12) είναι προγραμματισμένη μια ακόμα μεγάλη συγκέντρωση ενάντια σε αυτά τα μέτρα, με την υποστήριξη και αρκετών συνδικάτων. Δυναμικές και βίαιες ήταν και οι συγκεντρώσεις κατά των περιοριστικών μέτρων συνολικά, που οργανώθηκαν κατά «κύματα» στην Ολλανδία (74%), όπου η φιλελεύθερη παράδοση μάλλον δεν συμβαδίζει με την αποδοχή της υποχρεωτικότητας.
Στην Ισπανία (80%) και στην Πορτογαλία (89%), όπου τα ποσοστά των εμβολιασμένων είναι πολύ υψηλά, λένε ότι δεν υπάρχει λόγος να μπουν σε συζήτηση περί καταναγκασμού. Πάντως λαμβάνουν τελευταία και κάποια πρόσθετα μέτρα για να αποφύγουν μια «αναζωπύρωση» της πανδημίας, λόγω και των νέων παραλλαγών του ιου.
Κατά της υποχρεωτικότητας έχουν ταχθεί φυσικά και μια σειρά από χώρες της Ανατολικής Ευρώπης με πρώτη την Πολωνία (54% πλήρως εμβολιασμένοι), όπου τα ποσοστά είναι κάτω του 60%, αλλά και η Βουλγαρία (25%) με τη Ρουμανία (39%) που παρουσιάζουν τους χαμηλότερους εμβολιαστικούς δείκτες. Εδώ η υποχρεωτικότητα θα σήμαινε ουσιαστικά εναντίωση στην πλειοψηφία των πολιτών που αρνείται να «τρυπηθεί». Στη Σλοβενία (56%) ο υπουργός Υγείας τόνισε ότι δεν διαφωνεί με το να υπάρξει μια σχετική συζήτηση, αλλά προς το παρόν δεν υπάρχει σκέψη για κάτι τέτοιο. Για υποχρεωτικότητα δεν έχει μιλήσει ούτε ο Βίκτορ Ορμπαν στην Ουγγαρία (ποσοστό 61%), ο οποίος πάντως έχει κάνει συχνές εκκλήσεις προς τους συμπατριώτες του να εμβολιαστούν. Υποχρεωτικό είναι πάντως το εμβόλιο για τους εργαζόμενους στην υγεία.
Παράδοξα πράγματα συνέβησαν τις τελευταίες ημέρες στην Τσεχία, όπου η μεταβατική «υπηρεσιακή» κυβέρνηση ανακοίνωσε ότι από τον Μάρτιο θα επιβάλει υποχρεωτικό εμβολιασμό κατά του COVID-19 για άτομα άνω των 60 ετών και για συγκεκριμένες ομάδες εργαζομένων, για παράδειγμα γιατρούς, νοσηλευτές ή αστυνομικούς. Η επόμενη κυβέρνηση, που αναμένεται να σχηματιστεί το αμέσως επόμενο διάστημα αντέδρασε άμεσα λέγοντας ότι θα ανατρέψει αυτή την απόφαση. Το ποσοστό πλήρως εμβολιασμένων είναι σήμερα οριακά κάτω από το 60% του συνολικού πληθυσμού.
Κατά του γενικού υποχρεωτικού εμβολιασμού έχουν τοποθετηθεί και οι αρμόδιοι υπουργοί της Δανίας (ποσοστό εμβολιασμένων 77%) και της Σουηδίας (71%) υιοθετώντας την άποψη ότι αυτή είναι μια απόφαση, που θα πρέπει να λαμβάνει υπεύθυνα το κάθε άτομο. Σχεδόν παντού ωστόσο οι κυβερνήσεις καλούν τους πολίτες να προστατευτούν μέσω του εμβολίου και προσπαθούν να κάνουν «τη ζωή δύσκολη» σε ανεμβολίαστους με περιοριστικά μέτρα ιδιαίτερα αυστηρά σε κάποιες περιπτώσεις.
Το συμπέρασμα είναι τελικά ότι μια συζήτηση σε επίπεδο ΕΕ δύσκολα θα κατέληγε σε ομόφωνη απόφαση και ίσως να φόρτιζε περαιτέρω το κλίμα, να δίχαζε δίχως λόγο την Ευρώπη και να έδινε «εισαγόμενα» επιχειρήματα και στα δύο στρατόπεδα. Λογικό θα είναι λοιπόν οτιδήποτε και αν συζητηθεί να έχει μάλλον περισσότερο «ακαδημαϊκό» χαρακτήρα ανταλλαγής απόψεων, κάτι που απλώς θα καταδείξει για μια ακόμα φορά πόσο άστοχη πολιτικά ήταν η τοποθέτηση της προέδρου της Κομισιόν, αλλά και πόσο διαφορετική η πολιτική και κοινωνική «κουλτούρα» της κάθε χώρας.